Η νομιμοποίηση της καλλιέργειας και πώλησης ινδικής κάνναβης για φαρμακευτικούς σκοπούς με βρίσκει (σχεδόν) απόλυτα σύμφωνη. Το «σχεδόν» το γράφω μόνο επειδή η πρόταση δεν περιλαμβάνει την πλήρη νομιμοποίηση. Η πρωτοβουλία αυτή όμως, είναι μια αφορμή να γράψω για έναν από τους μεγαλύτερους καημούς μου. Και αυτός δεν είναι η νομιμοποιημένη κάνναβη, αλλά η νομιμοποιημένη υποκρισία στην πολιτική. Ιδού η υπόθεση εργασίας: Οχι μόνο δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω εξελιχθεί σε αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Αντι-συριζώνομαι, εντόνως ιδιωτικώς και δημοσίως, δεν κάνω διακρίσεις, όταν παίρνω τις ανάποδες τις παίρνω με όλα τα λαμπάκια αναμμένα.
Τι γίνεται όμως όταν από τα κοινοβουλευτικά σπλάχνα μιας παράταξης που κάθε άλλο παρά στηρίζω, ξεπετάγεται κάτι που συμβαίνει να θεωρώ, μια πολύ καλή ιδέα;
Ας πάρω το παράδειγμα της κάνναβης. Για μένα είναι φως φανάρι ότι είναι μια καλή πρόταση – και πολύ άργησε, λέω. Μια καλή παραγωγή, έξοχες εμπορικές προοπτικές, διεθνής αγορά και (ελπίζω) μια δυνατή σφαλιάρα στα γνωστά κυκλώματα που θησαυρίζουν από την παράνομη διακίνηση.
Αυτές βεβαίως είναι οι απόψεις μου. Με τους ισχύοντες πολιτικούς όρους όμως, δεν επιτρέπεται να αναγνωρίσω έστω και μισό πόντο δίκιου στην πρωτοβουλία αυτή. Γιατί; Επειδή προέρχεται από βουλευτές ενός κόμματος που επιθυμώ να ξεφορτωθώ από κυβέρνηση; Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κανόνες επιβάλλουν να κάνεις γαργάρα τις σκέψεις σου-αν οι σκέψεις σου δεν βολεύουν. Ακόμα πιο «ελληνικά» μπορείς να ανακαλύψεις ξαφνικά ότι η νομιμοποίηση της κάνναβης «δεν είναι τόσο καλή ιδέα υπό τις παρούσες συνθήκες». Να αρχίσεις να βάζεις διάφορα άσχετα στρεψοδικία τριβόλια «άραγε, γιατί τώρα; Τι κρύβουν; Ποιοι τους πλησίασαν;» Ή να στραφείς ακόμα και εναντίον των προσωπικών σου «κόκκινων γραμμών», να σφιχταγκαλιαστείς με τις θεούσες, τις Ελενες Λουκές, τα «ορφανά του Στάλιν» και γενικώς, όποιο ρεύμα μέχρι προχτές έβρισκες ελαφρώς κούκου. Και γιατί; Επειδή ο πολιτικός εχθρός του πολιτικού σου αντιπάλου είναι, (τουλάχιστον για αυτό το πεντάλεπτο) ο πολιτικός σου φίλος. Αν πει ο ένας «σκόρδο», πρέπει υποχρεωτικά ο άλλος να πει «κρεμμύδι», ακόμα κι αν το φαγητό που προσπαθείτε να φτιάξετε είναι σκορδαλιά.
Κούραση.
Τι γίνεται όταν από τα κοινοβουλευτικά σπλάχνα μιας παράταξης που κάθε άλλο παρά στηρίζω, ξεπετάγεται κάτι που συμβαίνει να θεωρώ, μια πολύ καλή ιδέα;
Αυτό το παιχνίδι υποκρισίας δεν είναι βεβαίως κάτι δύσκολο και κρυφό, παίζεται μπροστά μας, παίζεται για χρόνια, και όχι μόνο στη χώρα μας. Λέγεται «πολιτική». Λέγεται και «κομματική πειθαρχία». ( Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όπου μια ομάδα κατά τα άλλα σοβαρών ενηλίκων, αποφασίζουν όλοι μαζί ότι ναι, πετάει ο γάιδαρος, επειδή τους είπε ο αρχηγός τους ότι «τώρα πετάει, μάγκες.)
Το παρατηρούσα από πιτσιρίκα και τρελαινόμουν. «Μα πώς μπορούν να το κάνουν αυτό; Δε ντρέπονται, τη μια μέρα να ξεκατινιάζονται, και την άλλη να κάνουν λυκοφιλίες, για να κλωτσήσουν πιο δυνατά τον αντίπαλο;» Μου έλεγαν ότι είμαι παιδί και θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Το έβλεπα και αργότερα, όταν πια εργαζόμουν, κέρδιζα τη θέση μου στην κοινωνία. Μου έλεγαν ότι είμαι ανώριμη και επιπόλαιη και θα «καταλάβαινα» τις πολιτικές ισορροπίες όταν θα ερχόταν η ώρα.
Γέρασα και η ώρα αυτή δεν ήρθε ποτέ. Ο δικός μου γάιδαρος δεν πετάει, η σκορδαλιά θα φτιάχνεται με σκόρδο και η κρεμμυδόσουπα με κρεμμύδι. Η ιδέα για τη πρωτοβουλία νομιμοποίησης της κάνναβης είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, λαμπρή. Με χαρά λοιπόν και αυθορμήτως βγάζω από προς τα έξω το μέσα μου «εύγε» για την πρωτοβουλία των 20 του ΣΥΡΙΖΑ. Mάλιστα τους εύχομαι… και εις ελευθερότερα.
Τολμώ μάλιστα στιγμιαία, να ονειρευτώ ένα διαφορετικό σκηνικό: Να υπάρχουν περισσότερες στιγμές όπου τα αυτοματικά «σκόρδα-κρεμμύδια» πετιούνται στην άκρη και οι εκπρόσωποι, (οι έρημοι κι οι απρόσωποι) δεν θα ντρέπονται να ομολογούν αν συμφωνούν σε κάτι. Μόνο που φοβάμαι ότι για να επιτύχουμε τέτοιο βαθμό πολιτικής -και προσωπικής- ειλικρίνειας μεταξύ μας, δεν αρκεί να νομιμοποιηθεί μόνο η κάνναβη, αλλά να γίνει υποχρεωτικό το LSD.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News