«Ερχεται κάποτε η στιγμή που κάποιος πρέπει να πάρει μία θέση, που δεν είναι ούτε ασφαλής, ούτε πολιτική, ούτε δημοφιλής, αλλά πρέπει να την πάρει γιατί η συνείδηση του του λέει ότι αυτό είναι το σωστό.» Με αυτό το γνωστό απόφθεγμα και στην επέτειο της γέννησης του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ επέλεξε ο σκηνοθέτης Σπάικ Λι να ανακοινώσει ότι θα μποϊκόταρει τα φετινά βραβεία Οσκαρ.
Λίγο αργότερα, και η ηθοποιός Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ, έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο twitter: «Στα Όσκαρ, οι μαύροι ηθοποιοί είμαστε ευπρόσδεκτοι να δίνουμε βραβεία, να διασκεδάζουμε το κοινό…Αλλά σπάνια αναγνωρίζονται οι καλλιτεχνικές μας αξίες και δεξιότητες. Μήπως δεν πρέπει να πάει κανείς μας;». H Σμιθ είχε αναφέρει ξανά την έλλειψη αναγνώρισης των μαύρων ηθοποιών στο Χόλιγουντ, όταν ο σύζυγος της, Γουίλ Σμιθ παραβλέφθηκε από την ακαδημία και δεν επελέγη ως υποψήφιος για τον ρόλο του στη δραματική ταινία «Concussion».
Για δεύτερη χρονιά οι μαύροι ηθοποιοί απουσιάζουν παντελώς από τις υποψηφιότητες για τα οσκαρς Α’ και Β΄ ρόλου. Το hashtag #oscarsSoWhite που είχε δημιουργηθεί πέρσι ως ένδειξη δυσφορίας φέτος έχει πάρει φωτιά με αγανακτισμένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες να δηλώνουν αποχή καθημερινά. Η πρόεδρος της ακαδημίας δήλωσε βαθύτατα θλιμμένη και ανήγγειλε ριζικές αλλαγές στις καταστάσεις των μελών. Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι ότι υπάρχει έλλειψη ταλέντου, ούτε ότι «ίσως οι μαύροι ηθοποιοί να μην άξιζαν να βρεθούν στις τελικές υποψηφιότητες» όπως δήλωσε η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, αλλά ότι από τα 6.028 εγγεγραμμένα μέλη της ακαδημίας που ψηφίζουν για τις υποψηφιότητες, το 94% είναι λευκοί, το 76% άντρες και με μέσο όρο ηλικίας άνω των 63 ετών. Στην ιστορία των βραβείων Οσκαρ μόνο μία μαύρη ηθοποιός έχει κερδίσει το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, η Χάλι Μπέρι για το «Χορό των Τεράτων», και μόνο 7% από τους νικήτες για το Α΄ ανδρικό ρόλο είναι μαύροι, με διαφορά σχεδόν 40 ετών μεταξύ του βραβείου του Σίντνεϊ Πουατιέ και αυτό του Ντένζελ Ουάσινγκτον. Από τις έξι βραβευμένες ηθοποιούς με το οσκαρ Β΄ ρόλου, οι πέντε το κέρδισαν παίζοντας ρόλους όπως αυτόν της σκλάβας ή της μαμής.
Η έλλειψη αναγνώρισης και ποικιλομορφίας στα βραβεία δεν έχει βέβαια να κάνει μόνο με τα μέλη της ακαδημίας. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και έχει τις ρίζες του στο Χόλιγουντ και στους επικεφαλής των στούντιο, που τις περισσότερες φορές διστάζουν να βάλουν έναν μαύρο ηθοποιό ως πρωταγωνιστή, φοβούμενοι ότι θα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερη εισπρακτική επιτυχία. Ποιος μπορεί άλλωστε να ξεχάσει την κατακραυγή που είχε ξεσπάσει όταν κάποιος πρότεινε τον βρετανό ηθοποιό Ιντρίς Έλμπα ως τον επόμενο Τζειμς Μποντ. Οπως πολύ σωστά το είχε θέσει η Βαϊόλα Ντέιβις στον συγκινητικό λόγο που είχε βγάλει όταν κέρδισε το βραβείο Emmy, η πρώτη μαύρη ηθοπoιός που έχει καταφέρει να κερδίσει τέτοιο βραβείο, «το μόνο πράγμα που διαχωρίζει τους μαύρους ηθοποιούς από τους υπόλοιπους είναι οι ευκαιρίες. Δεν μπορεί κάποιος να κερδίσει ένα βραβείο για ρόλους που δεν υπάρχουν».
https://www.youtube.com/watch?v=685jYZGcFh8
Ανέκαθεν το Χόλιγουντ ένιωθε άβολα όταν ερχόταν η στιγμή να επιλέξει μαύρους ηθοποιούς. Για χρόνια τους επέλεγε όταν ήταν απολύτως απαραίτητο, σε ταινίες εποχής, για να παίξουν το ρόλο ενός σκλάβου ή του υπηρέτη. Οσο η κοινωνία προόδευε και μαζί της και τα κινηματογραφικά στούντιο, περισσότεροι μαύροι άρχισαν να εμφανίζονται στις οθόνες, αλλά πάντα σε υποστηρικτικό ρόλο δίπλα στον λευκό πρωταγωνιστή, και σπάνια θα δείξουν δυο άτομα διαφορετικού χρώματος να είναι σε σχέση. Ετσι άρχισαν να δημιουργούνται νέα στερεότυπα, με επικρατέστερο αυτό του «μαγικού νέγρου». Ο ακτιβιστής σκηνοθέτης Σπάικ Λι, που πάντα θίγει στις ταινίες του το θέμα του χρώματος και της φυλής, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αυτόν τον όρο στον κινηματογραφικό λεξιλόγιο.
Η προσβλητική λέξη νέγρος χρησιμοποιείται επίτηδες για να αφυπνίσει και να επισημάνει την αναπαραγωγή αναχρονιστικών στερεότυπων. Ο ρόλος της ύπαρξης του «μαγικού νέγρου» είναι πάντα για να βοηθήσει τον πρωταγωνιστή να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, ακόμα και αν χρειαστεί να θυσιαστεί ο ίδιος. Ο «μαγικός νέγρος» είναι ήρεμος, υπομονετικός και σοφός και τις περισσότερες φορές διαθέτει μαγικές, μεταφυσικές δυνάμεις. Τρανταχτά παραδείγματα αυτού του φαινομένου, είναι ο «Αόρατος Εραστής», όπου η Γούπι Γκόλντμπεργκ είναι μέντιουμ και βοηθάει την Ντέμι Μουρ να έρθει σε επαφή με τον νεκρό της σύζυγο, η Γούπι Γκόλνμπεργκ πάλι, στον ρόλο της ως νοσοκόμα στο «Το Κορίτσι Που Άφησα Πίσω», που βοηθάει την Γουϊνόνα Ράιντερ να θεραπευτεί και να εξελιχθεί, οι περισσότεροι ρόλοι που έχει ερμηνεύσει ο Μόργκαν Φρίμαν και το «Πράσινο Μίλι», όπου ο Μάικλ Κλαρκ Ντάνκαν, είναι ένας αγαθός γιγαντόσωμος μαύρος θανατοποινίτης, ικανός να γιατρέψει και καρκίνο με τις μαγικές δυνάμεις που διαθέτει, ωστόσο στο τέλος πεθαίνει στην ηλεκτρική καρέκλα ενώ είναι αθώος.
Σε έναν κόσμο τόσο διαφορετικά και πολύχρωμα πλασμένο, η δυσκολία του θεατή να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή της μεγάλης οθόνης οδηγεί σε προκαταλήψεις και αφαιρεί από την μαγεία του σινεμά. Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει οι σκηνοθέτες να απαιτούν να δουν περισσότερους διαφορετικούς τύπους ηθοποιών, οι υπεύθυνοι casting να διαφοροποιήσουν τον τρόπο σκέψης τους, οι σεναριογράφοι να προσπαθήσουν να γράφουν πιο σημαντικούς ρόλους που αψηφούν τα στερεότυπα και σέβονται την διαφορετικότητα και οι υψηλές διοικητικές θέσεις στα στούντιο, με την δύναμη να έγκρινουν την παραγωγή μιας ταινίας, να είναι ανοιχτές προς όλους, ανεξαρτήτως χρώματος ή φύλου, αλλιώς ο Σπαικ Λι θα έχει δίκιο και θα «είναι ευκολότερο για έναν μαύρο να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, παρά να τεθεί επικεφαλής ενός στούντιο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News