Στις 6 Οκτωβρίου 2014 είχα καταθέσει ενώπιον των τότε Υπουργού και Υφυπουργού Οικονομικών και της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, υπόμνημα με προτάσεις για τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος, τονίζοντας ότι, για τους νέους επαγγελματίες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στους τομείς παροχής υπηρεσιών, η υπερφορολόγηση απειλεί μέχρι και την παραμονή τους στο επάγγελμα. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, στους νέους δικηγόρους, δεν συζητάμε πλέον για αξιοπρεπή διαβίωση αλλά για την ίδια μας την επιβίωση.
Με την πεποίθηση ότι το ζητούμενο δεν μπορεί παρά να είναι ένα απλό, σταθερό, αποτελεσματικό και, εν γένει, δίκαιο φορολογικό σύστημα, είχα εισηγηθεί, σε ένα πρώτο επίπεδο, την προώθηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να δοθεί μία ανάσα στις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, ώστε να καταστεί εφικτή η ομαλή ανάπτυξη των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η οποία μεσοπρόθεσμα θα συνεπάγεται επαρκή εισοδήματα για τους επαγγελματίες, αύξηση της φοροδοτικής τους ικανότητας και, κατ’ επέκταση, περισσότερα χρήματα για το δημόσιο ταμείο:
1. Μείωση της κατώτερης φορολογικής κλίμακας για τους ελεύθερους επαγγελματίες από 26% σε 15% και σταδιακή κλιμάκωση της φορολόγησης ανάλογα με τα εισοδήματα του καθενός.
2. Κατάργηση του «τέλους επιτηδεύματος», το οποίο, ως «κεφαλικός φόρος» αντίκειται ευθέως στη συνταγματική επιταγή της αναλογικής συνεισφοράς στα δημόσια βάρη.
3. Διασφάλιση ενός ελάχιστου αφορολογήτου ορίου διαβίωσης 9.000 ευρώ έναντι κάθε φόρου εισοδήματος ή κεφαλαίου (στο πρότυπο του «bouclier fiscal») για όλα τα φυσικά πρόσωπα και 12.000 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες κατά τα πρώτα δέκα (10) έτη από την έναρξη του επαγγέλματος.
4. Κατάργηση της υποχρέωσης προσκόμισης έγγραφης σύμβασης στις περιπτώσεις στις οποίες οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται ως μισθωτοί.
5. Δυνατότητα απαλλαγής από το καθεστώς ΦΠΑ για επαγγελματίες με ετήσια εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ.
6. Αναγνώριση και στους ελεύθερους επαγγελματίες των φοροαπαλλαγών που ισχύουν για τους μισθωτούς (π.χ. έκπτωση φόρου για ιατρικές δαπάνες).
7. Θέσπιση αφορολογήτου ορίου για ακίνητη περιουσία αξίας τουλάχιστον μέχρι 100.000 ευρώ.
8. Κατάργηση των αναχρονιστικών τεκμηρίων διαβίωσης και, εν γένει, της φορολόγησης με βάση τεκμαρτά (ανύπαρκτα) εισοδήματα.
9. Επαναφορά των πρόσθετων αφορολογήτων ορίων για κάθε προστατευόμενο τέκνο.
10. Κατάργηση κάθε ποινικής διαδικασίας για τους οφειλέτες που αποδεικνύουν ότι από αντικειμενική αδυναμία δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Δίκαιη φορολόγηση σημαίνει απαρέγκλιτη εφαρμογή της φορολογικής ισότητας, κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Με απλά λόγια, κάθε πολίτης πρέπει να φορολογείται ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες. Είναι αδιανόητο οι ελεύθεροι επαγγελματίες να φορολογούνται δυσμενέστερα από τα μέλη οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ομάδας με το επιχείρημα ότι «φοροδιαφεύγουν». Όταν ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη απολαμβάνει (ορθώς!) το τεκμήριο της αθωότητας, πώς είναι δυνατόν απλοί πολίτες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο σύνολό τους, να τεκμαίρονται και να τιμωρούνται εκ των προτέρων ως ένοχοι φοροδιαφυγής;
Αλλά και η ίδια η φοροδιαφυγή ενθαρρύνεται από την υπερφορολόγηση, σε συνδυασμό με την κοινή πεποίθηση ότι εξοντώνονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες για να συντηρούνται οι κομματικές στρατιές των δημοσίων υπαλλήλων. Αν το κράτος θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή, πρέπει, εκτός από το σχεδιασμό και την υλοποίηση αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων, να δώσει έμφαση στην εμπέδωση φορολογικής συνείδησης, η οποία, πάντως, δεν επιτυγχάνεται με πολυδάπανες επικοινωνιακές εκστρατείες αλλά προϋποθέτει τη διαπίστωση από τους πολίτες ότι η φορολόγησή τους είναι δίκαιη και ότι το κράτος δαπανά τα χρήματά τους για την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News