Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή της Σοφίας Αδαμίδου δραματοποιείται το μυθιστόρημα του Γιόζεφ Μπορ, «Ρέκβιεμ της Τερεζίν», χωρίς να υποβιβάζεται αυτό που ονομάζουμε εγγενή θεατρικότητα ενός κειμένου που γράφεται κυρίως για τον αναγνώστη. Οι αφηγηματικές δομές, που υπαγορεύονται από τη θεματική, αναδεικνύονται περαιτέρω μέσα από τις μετωνυμικές ενέργειες που διατηρούν ανέπαφο το πνεύμα και την ατμόσφαιρα ενός έργου δια του οποίου προβάλλεται η νομοτέλεια του τελεσίδικου και του προμελετημένου. Ο κόσμος και η ιστορία του, στον παρόντα χρόνο, θα λάβουν το τέλος που τους αξίζει. Και ύστερα, τι; Στο γκέτο της Τερεζίν, οι Εβραίοι κατάδικοι βιώνουν ό,τι προσφέρει απλόχερα το κολαστήριο της ναζιστικής φρίκης. Το αποτρόπαιο ισούται με την αισθητική του μακάβριου. Τα τρένα πηγαινοέρχονται και «σφυρίζουν» πάντα μία φορά, όταν έρχονται σημαιοστολισμένα με την γκριμάτσα της βάρβαρης επίθεσης ανθρώπου σε άνθρωπο. Βέβαια, στη ναζιστική κοσμοθεωρία οι άνθρωποι διακρίνονται σε «υψηλούς και ωραίους» και σε υπάνθρωπους με εβραϊκό διαβατήριο αίματος. Μολαταύτα, το αίμα ρέει άφθονο, όταν δεν εξαϋλώνεται στο στιγμιαίο, στον ξαφνικό θάνατο των θαλάμων αερίων. Πόσο κοντά και πόσο μακριά βρίσκεται η παραβίαση και η καταπάτηση της ανθρώπινης ύπαρξης; Ο Χίτλερ θα έπρεπε να είχε εκμηδενισθεί εδώ και χρόνια. Μιλάμε όμως γι’ αυτόν ακόμη. Το ολοκαύτωμα μπήκε στο πετσί της σύγχρονης οντότητας που αναζητεί μια καλύτερη ζωή, έναν ανώτερο πολιτισμό. Μια ουτοπία. Το γκέτο της Τερεζίν καθίσταται σύμβολο και ανέρχεται σε παγκόσμιο αρχέτυπο, καθώς, βαθμιαία, αναγνωρίζουμε την Τερεζίν σε «τόπους» τωρινούς, σε φάτσες γνωστές και άγνωστες. Ο κόσμος γύρω μας γέμισε Τερεζίν και τα υπόλοιπα, τα συνακόλουθα: χαστούκι εδώ, σφαλιάρα εκεί, τρικλοποδιά πιο πέρα και λίγο πιο κοντά το μαχαίρι, χιλιοστά μακριά από το μέρος της καρδιάς.
Η Δήμητρα Χατούπη, στο θεατράκι «Δήλος» σκηνοθετεί μετά λόγου γνώσεως και με προσήλωση στο ανθρώπινο χρέος: να βγει στο φως «ο τρόμος που τρώει τα σωθικά» (αθάνατος Φασμπίντερ!) και να εξορκισθεί ο πανικός ομοιοπαθητικά. Να μη φοβόμαστε τον τρόμο, να μη μας πανικοβάλει ο πανικός! Οι νέοι ηθοποιοί δημιουργούν την τραγική συλλογικότητα του γκέτο διατηρώντας στο ακέραιο του κάθε ρόλου ξεχωριστά το μεγαλειώδες προσωπείο, εκείνο που δείχνει με ωμή ειλικρίνεια τον πόνο. Το γκέτο, που ενορχηστρώνει άψογα η σκηνοθεσία της κυρίας Χατούπη, κινείται πυρετωδώς ανάμεσα στην επίγνωση του τέλους και στην επίγνωση της αρχής, αφού με κέφι ετοιμάζουν τη γιορτή. Θα παίξουν και θα τραγουδήσουν σαν να ασκούσε ο καθένας τους ανεμπόδιστα το επάγγελμα της τέχνης του, με χαρά και με υπερηφάνεια όπως αρμόζει σ’ εκείνους τους ελεύθερους πολιορκημένους. Αν και τα κοστούμια του Μάριου Ράμμου παραπέμπουν σε αποχρώσεις του νατουραλισμού, η χορογραφία της Νικολέτας Ξεναρίου και η μουσική του Χρίστου Θεοδώρου πασχίζουν να κρατήσουν αποστάσεις. Ωστόσο, οι φωτισμοί του Αντώνη Χαλκιά δεσπόζουν καθ’ ολοκληρίαν, θα λέγαμε, για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα της φωτοσκίασης, ανάμεσα στο μουντό και στο απαστράπτον μιας εξπρεσιονιστικής μυσταγωγίας.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News