Έπαιρνα τις στροφές λες και με κυνηγούσαν. Ήταν καλό και το αυτοκίνητο. Ανοιχτό. Τέρμα η Κάλλας στο απόβραδο, να σκορπίζεται στα δέντρα και τα δάση, όσο ανέβαινα. Λες και ανατρίχιαζαν και τα πεύκα απ’ τη φωνή της.
Περνούσα τα χωριά του Πηλίου ένα-ένα και κοιτούσαν οι γυναίκες καθισμένες έξω από τις πόρτες μια ξανθιά, προφανώς παράξενη στα μάτια τους.
Όταν έπεφτε για τα καλά η νύχτα που τόσο με σαγήνευε, έπαιρνα τον δρόμο του γυρισμού. Στη Λάρισα. Από εκεί που έφυγα το προηγούμενο μεσημέρι, γιατί δεν άντεχα μια έρημη πόλη στους 45 βαθμούς, Αύγουστο μήνα.
Τόλμησα Σάββατο ή Κυριακή, δεν θυμάμαι, να πάω μόνη μου για μπάνιο στον Αγιόκαμπο. Τρίκαλα, Καρδίτσα, Λάρισα, όλα τα χωριά τα τριγύρω μαζεμένα σε μια απέραντη, υπέροχη παραλία με καταγάλανα νερά. Και σαν κάθε οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της, κάποια καρό τραπεζομάντηλα, σκηνές, τάπερ, τάπερ -ούτε σε επίδειξη τόσα τάπερ- γεμάτα κάθε λογής φαγητό.
Τόλμησε η πουτάνα της πόλης να χωθεί στον κόσμο τους. Έλιωνα σαν το κερί. Δεν τόλμησα να σηκωθώ να βουτήξω. Τόσες γνωστές φάτσες. Τόσα βλέμματα ενοχής, φόβου και απαξίωσης μαζί. Τόσα πρόσωπα οικεία απο τις βραδινές υπηρεσίες μου. Πού να σηκωθώ; Ένιωθα ότι όλοι, μα όλοι, κοιτούσαν εμένα.
Και πώς να μην το νιώθω όταν μια ζωή είσαι με ένα δάχτυλο να σε σημαδεύει στη μούρη. Και πόσο μάλιστα όταν υπάρχει στην παρέα η γυναίκα ή η γκόμενα, πώς θα κάνει τον έξυπνο αν δεν πει, αν δεν δείξει, ότι αυτός είναι μάγκας και την κατάλαβε ότι δεν είναι “γνήσια”…
Το πώς το καταλαβαίνει κάποιος και το δηλώνει έτσι αυτάρεσκα, τον ρωτάνε ποτέ; Είναι μια απορία που δεν μου λύθηκε ποτέ. Γιατί πλέον δεν με αφορά. Τότε όμως!
Τότε ήταν αλλιώς. Η αυτοπεποίθησή μου σε σχέση με την «ταυτότητά» μου ήταν σε περίπλοκη σχέση. Η επαρχία με τα «φορτία» της, η μετάβαση της νιότης στην ωριμότητα…
Όλα ήταν μπερδεμένα. Δεν έπρεπε να φαίνεσαι τι είσαι. Αν το καταλάβαινε κάποιος, πήγαινες μια βόλτα μικρή ή μεγάλη στην κόλαση και γυρνούσες. Αν δεν έπαιρνε πρέφα, που ήταν το πιο συνηθισμένο λόγω έλλειψης πληροφόρησης, ένιωθα την ανάγκη να το πω. Γιατί αν το ανακάλυπτε κάπως, από κάπου, από κάποιον, το ξύλο δεν το γλύτωνα. Γνωστή η ιστορία της Κρήτης με το όπλο στον κρόταφο, επειδή θεωρούσε ότι τον κορόιδεψα. Δεν έβαλα κι εγώ μια ταμπέλα η χαζή.
Τώρα πού τα θυμήθηκα όλα αυτά; Κλασικά, ξημερώματα, μια απόκοσμη ηρεμία. Μόνο το μυαλό μου ταραγμένο τέτοιες ώρες. Αναπολώ Αύγουστους στη νότια Κρήτη, βουτιές στον παγωμένο βαθύ μπλε Λιβυκό, με τη σιλικόνη να κοιτά κατάματα τον ήλιο αψηφώντας τη βαρύτητα.
Αναπολώ ακόμη και μοναχικές νύχτες, γιατί υπήρχε το όνειρο. Να το δουλέψεις, να το ζυμώσεις, να το χαϊδέψεις μπας και σου κάτσει. Αυτές τις μοναχικές νύχτες κατάλαβα πως δεν πρόλαβα να ζήσω τη νιότη μου, όπως σχεδόν κάθε παιδί, και χαιρόμουν ένα μαυρισμένο κορμί σε λευκά σεντόνια ξενοδοχείων, να απολαμβάνει τον καρπό αυτών των ονείρων. Το δικό μου.
Είναι γυμνοί οι Αύγουστοι έτσι κι αλλιώς. Ειδικά σε μια Αθήνα που όταν σαλεύει κάτι το ακούς. Είναι ερωτικός ο Αύγουστος παρά την τόση λάβρα του. Ίσως αυτή «επιδεινώνει» τη γύμνια του και προκαλεί αισθήσεις μα και παραισθήσεις.
Να κάνω παιχνιδάκι με τον χρόνο; Στην Καλλιθέα της Ρόδου, εκεί στα βράχια και πάνω τους ξαπλώστρες. Αλλόκοτο μα θεσπέσιο. Παρέα με φίλες, να κολάζουμε αγόρια, να βουτάμε, να ερεθιζόμαστε με την ιδέα πως η ζωή είναι όμορφη και πως η νύχτα μάς περίμενε να λικνίσουμε τα κορμιά μας σε μπαρ. Είναι ερεθιστικός ο Αύγουστος. Πάντα ήταν. Γι’ αυτούς που φεύγουν μα πιο πολύ γι’ αυτούς που μένουν πίσω και νιώθουν έστω για λίγο ελεύθεροι από τα δεσμά. Είτε της κοινωνίας… είτε των τάπερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News