1985
|

Πίσω από τον κύκλο με την κιμωλία

Πίσω από τον κύκλο με την κιμωλία

Δείτε τις φωτογραφίες του Στέφανου Καστρινάκη

Ο κύκλος με την Κιμωλία, μιλάει για μια γυναίκα, απλή, εργατική, του λαού, που σώζει ένα μικρό παιδί εν μέσω βίας και καταστροφής. Η μάνα του το έχει παρατήσει μέσα στο σοκ της συμφοράς. Το παιδί μεγαλώνει και η πραγματική του μάνα το ζητά πίσω. Ποια θα το πάρει; Ποια αξίζει τον τίτλο της μάνας; Ένα έργο για τον κόσμο, την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη και τη σκληρότητα της ζωής. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Βρεθήκαμε λίγο πριν αρχίσει η παράσταση και «ενοχλήσαμε» τους συντελεστές. Δείτε τι μας είπαν.

Μπρεχτ. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά.

Αιμίλιος Χειλάκης: Σίγουρα δεν είναι. Είναι η δεύτερη φορά. Αλλά ο Μπρεχτ για ένα παιδί της δεκαετίας του '80 που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο, είναι λίγο ως πολύ σαν Ευαγγέλιο. Δηλαδή σε μια γενιά που ακόμα υπήρχαν ισχυρές κομματικές νεολαίες ήταν από τα βιβλία που έπρεπε να έχεις διαβάσει και ειδικά τα ποιήματά του.

Έχετε κάνει ήδη πολλές παραστάσεις. Τι παίρνετε από το κοινό; Πώς αντιδρά;

Α.Χ.: Ο Μπρεχτ δεν ανήκει στην περίοδο ευμάρειας της ζωής μας. Διαβάζοντας Μπρεχτ τα προηγούμενα 30 χρόνια, έβλεπες ιστορίες που δεν σε ενδιαφέρουν. Ένας φτωχός εργάτης, μια εργάτρια που γλυτώνει ένα παιδί. Ένας άνθρωπος που μέσα στο χαβαλέ του γλυτώνει ένα παιδί από μια δίκη. Ο κόσμος ακούει ιστορίες οι οποίες είναι γραμμένες προ 60 ή 100 χρόνων, που μετά λύπης του ανακαλύπτει πως είναι ο ίδιος κύκλος που περνάμε και τώρα. Ο ίδιος κύκλος και πολιτικής ζωής. Στον κόσμο συμβαίνει ό,τι ήθελε ο Μπρεχτ να του συμβεί. Δηλαδή, βλέπει μια ιστορία που τον κάνει μετά να σκεφτεί. Με τέτοια έργα δεν μπαίνεις ποτέ στην διαδικασία να σκεφτείς αν είμαι καλός ή κακός ή ακόμα αν η παράσταση είναι καλή ή κακή. Αυτό το έργο, ακόμα και στις κακές παραστάσεις, επιβιώνει. Δεν είναι το μέτρο μας το κοινό αν είναι ή όχι μια καλή παράσταση. Ούτε η αθρόα προσέλευση του κοινού είναι. Το μέτρο μας ότι είμαστε καλή παράσταση είναι ότι κάθε βράδυ που βγαίνουμε από τη σκηνή, ανακαλύπτουμε και κάτι καινούριο που μας έχει εντυπωθεί στο μυαλό. Από τα ίδια τα λόγια που λέμε σε σχέση με το σήμερα. Δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό ή θετικό. Ούτως ή άλλως ένας σωστός επαγγελματίας θέλει ένα κοινό που να σηκωθεί να πει: «εμένα δεν μου αρέσει». Γιατί η δουλειά μας δεν είναι καν πολιτική αλλά πολιτειακή θέση. Θέτουμε τα πράγματα μέσα στην πολιτεία μας, εμείς από τη θέση μας και ο θεατής από τη δική του. Έτσι δημιουργούμε ικανές συνθήκες για να σκεφτεί και ο άλλος αλλά και εμείς. Γιατί έχουμε Ελύτη, Χατζηδάκι και Μπρεχτ. Όταν λοιπόν κάτι συμβαίνει σε εμάς, κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί και στο κοινό. Οι άνθρωποι που έρχονται να μας μιλήσουν, έρχονται συνήθως με θετικά σχόλια. Αυτών που δεν τους αρέσει, το μαθαίνουμε από άλλους. Πίστεψέ με, στα 45 μου δεν σκέφτομαι αν μια παράσταση αρέσει ή δεν αρέσει. Το θέμα είναι αν η παράσταση έχει δημιουργήσει έναν αντίκτυπο. Και όχι απλά για να δημιουργήσουμε έναν ντόρο. Δηλαδή, το όραμα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη ήταν να μιλήσουμε για το τι είναι η συγκίνηση στον καιρό της κρίσης. Αυτό το έχουμε καταφέρει να περάσει σε εμάς και εμείς στο κοινό.

Η προετοιμασία σας για τον ρόλο ποια ήταν;

Α.Χ.: Κοίτα, μου αρέσει πολύ αυτό που ρωτάς. Υπάρχει ένα λάθος στην Ελλάδα. Το χειρότερο βιβλίο που διαβάζει ένας ηθοποιός, και μάλιστα ως Ευαγγέλιο, είναι το «Πλάθοντας ένα ρόλο», του Stanislavsky Konstantin. Και αυτό γιατί ο ηθοποιός δεν μαθαίνει να συμμετέχει σε μια παράσταση αλλά να φτιάχνει έναν ρόλο. Η Μαρία, ο Δημήτρης, η Ελισάβετ, ο Αποστόλης, εγώ, όλα τα παιδιά, δεν φτιάξαμε ρόλο. Συμμετείχαμε στην παράσταση. Με καλούπια του Μπρεχτ, σε μετάφραση του Ελύτη. Αν φτιάξεις ρόλο, παίζεις σε μια γωνιά μόνος σου. Εμείς συμμετέχουμε σε μια κατασκευή η οποία έχει όραμα από τον Κωνσταντίνο, και έχει προσωπική άποψη από εμάς. Αν τώρα αυτό λέγετε ρόλος, είναι και το ζητούμενο. Πηγαίνουμε από την αντίθετη διαδρομή για να φτιάξουμε τον ρόλο. Πηγαίνουμε από το τι είναι η παράσταση και σε τι συμμετέχει ο ρόλος. Γιατί φαντάσου να παίζει μόνος σου τον Άμλετ, όπως τον καταλαβαίνεις, σε μια παράσταση που έχει φτιάξει ένας σκηνοθέτης. Εσύ έχεις φτιάξει τον ρόλο σου. Δεν ανήκεις στην παράσταση.

Τέχνη και πολιτική ή κάτι άλλο;

Επειδή έχουμε θαμπή πολιτική και των πολιτικών μας λόγω αυτού του θαμπού τοπίου ακόμα και ο λόγος τους ακούγεται βραχνός, εγώ σαν πολιτική μου θέση έχω κατανάλωση της τέχνης περισσότερο. Γιατί η τέχνη κρύβει πραγματικά πολιτική και πολιτειακή θέση. Ένας σκεπτόμενος καταναλωτής τέχνης, μπορεί να καταλάβει πολλά περισσότερα σε σχέση με έναν βραχνό πολιτικό λόγο, από ένα μεγάλο κείμενο για παράδειγμα του Σαίξπηρ ή του Μολιέρου ή των κλασικών μας, ή νεότερων, όπως ο Γιάννης Σκαραγκάς. Αν καταναλώσουμε τέχνη θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τα πλάγια γράμματα των πολιτικών μας. Και δεν εξαιρείται κανένας πολιτικός από αυτό. Γιατί η πολιτική είναι της πλαγίας οδού. Μακιαβελικά, δυστυχώς, πρέπει να συμβαίνει. Για να μην θολώνει το μυαλό μας, θα πρέπει να καταναλώσουμε όσο περισσότερη τέχνη μπορούμε για να διακρίνουμε μέσα από τις πλάγιες γραμμές. Ίσως έτσι γίνουμε πιο σωστοί πολίτες.

Η προετοιμασία σας για τον ρόλο τι περιελάμβανε;

Ελισάβετ Μουτάφη: Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Δεν θα σου πω για την προετοιμασία αλλά τι είναι αυτό που με αφορά στον συγκεκριμένο ρόλο. Ο Μπρεχτ, το έχω πει πολλές φορές αλλά πρέπει να το λέμε για να το ξέρει και ο κόσμος, είναι ένας λαϊκός συγγραφέας. Ο κόσμος πιστεύει ότι είναι κάτι δύσκολο. Όχι. Ο Μπρεχτ έχει ασχοληθεί με τον λαό, πολύ, σε όλα του τα έργα. Και στον «Κύκλο με την Κιμωλία» ακόμα περισσότερο. Και για αυτό όλη η ιστορία που βγαίνει στο τέλος, μέσω της γυναίκας που παίρνει το παιδί (την οποία παίζει εξαιρετικά η Μαρία Πρωτόπαπα), την Γκρούσα. Η οποία έχει πάρει το παιδί και το μεγαλώνει. Και το θέμα είναι αν θα το πάρει στο τέλος αυτή που το γέννησε ή αυτή που το μεγάλωσε. Γιατί η μάνα του το παράτησε, θα σας πω για αυτό πιο μετά, είναι ο ρόλος μου. Η Γκρούσα όμως το μεγάλωσε, με μεγάλη δυσκολία, με φτώχεια. Και το θέμα είναι ποιος θα πάρει το παιδί. Τον Μπρεχτ αυτό που τον αφορά να δώσει είναι οι έννοιες στα πράγματα. Δηλαδή η έννοια της εγκατάλειψης. Αυτό που έκανα εγώ ως Ναταλία Μπασβίλι, ως γυναίκα του κυβερνήτη. Η έννοια της ανιδιοτέλειας, της καλοσύνης και της αγάπης που δίνεις σε ένα πλάσμα ενώ δεν ζητάς τίποτα «πίσω», ως αντάλλαγμα. Δηλαδή πιο πολύ τον αφορούν οι έννοιες. Και αυτό που φτάνει πια να πει ο Μπρεχτ στο τέλος είναι ότι τα πράγματα ανήκουν επί της ουσίας σε αυτούς που τα δουλεύουν και τα δημιουργούν. Όχι σε αυτούς που τα έχουν.

– Μια ιστορία δικαιοσύνης;

– Ακριβώς. Άρα εκεί πηγαίνει και η ιστορία με τις δύο μανάδες. Που τελικά το παίρνει ο δικαστής τον οποίο τον κάνει ο Αιμίλιος Χειλάκης. Μια απίστευτη προσωπικότητα, που στην ουσία είναι ένας μέθυσος τον οποίο σε όλη την κατάσταση του πραξικοπήματος τον βάζουν οι μαυροσκούφηδες, οι αντίθετοι ας πούμε στον κυβερνήτη, που έχουν ήδη αποκεφαλίσει, δικαστή γιατί θεωρούν ότι έχει μυαλό. Βλέποντας την ιστορία του μέσα από το έργο, αυτός δίνει χάρη πάντα στους φτωχούς. Μέχρι που φτάνει στο τέλος, με το περίφημο πείραμα, τον κύκλο με την κιμωλία, που ξέρουμε όλοι πια, δίνει το παιδί στην γυναίκα που δεν το γέννησε αλλά σε αυτήν που πάσχισε για αυτό και το μεγάλωσε. Όσον αφορά τον ρόλο μου, εμένα με ενδιέφερε πάρα πολύ, είναι γραμμένο από τον Μπρεχτ, αυτή έχει μια παράνοια που μου αρέσει εξίσου πολύ. Έχει έναν πολύ ιδιαίτερο σουρεαλισμό. Το έχουμε πάει εκεί με τον Κωνσταντίνο. Δεν είναι ότι είναι μια γυναίκα κακιά, που δεν αγαπάει το παιδί της. Αλλά μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση που ζει, έχει χάσει τους στόχους της, την πραγματικότητά της. Οπότε εκεί ανάμεσα στα ρούχα που ψάχνει, την ώρα που χάνει το κεφάλι του ο άντρας της και όλα καταστρέφονται και γίνεται το πραξικόπημα του πρίγκιπα (Κώστας Κορωναίος), εκεί χάνει τα αυγά και τα πασχάλια. Δεν νομίζω ότι κάποια μάνα θα δικαιολογούσε αυτό που έκανε, δηλαδή μέσα στο πανικό όταν μάζευε τα ρούχα της, έπιασε φωτιά και άφησε το παιδί της. Μετά θα γυρίσει να το ψάξει αλλά… Ο Μπρεχτ είναι ένας συγγραφέας πάρα πολύ κοντά στον κόσμο. Στον κόσμο που δουλεύει, που πασχίζει και που μάχεται για τη ζωή.

Ο Απόστολος Τότσικας παίζει τον Σίμωνα, τον αρραβωνιαστικό της Γκρούσας. Μέσα στον πανικό του πραξικοπήματος της ανακοινώνει ότι θα στρατευτεί και πάει να πολεμήσει. Όταν γυρίζει, δύο χρόνια μετά, την βρίσκει με ένα παιδί. Παρόλο που έχει ωριμάσει μέσα από τις μάχες και την δική του περιπέτεια, αδυνατεί να καταλάβει πώς προέκυψε το παιδί. Όμως η παιδική αθωότητά του τον κάνει να βρει τον δρόμο του μαζί με την Γκρούσα. Καταλαβαίνει την καλοσύνη της καλής του. Ο Απόστολος, πήρε τον ρόλο για αυτόν ακριβώς το λόγο. Είναι το καλό παιδί και εκτός θεάτρου. Συγκεκριμένα μας είπε: «Ο Κωνσταντίνος επειδή με ξέρει αρκετά χρόνια, μου είπε ότι θέλει αυτό το αθώο το παιδί που βγάζω στη ζωή μου». Και μας το είπε με το πιο γλυκό, παιδικό χαμόγελο που έχουμε δει ποτέ σε ενήλικα.

Το επόμενο καμαρίνι έκρυβε τρεις εκπλήξεις. Την Ελένη Κούστα που παίζει την πεθερά της Γκρούσας με το σχέδιο να παντρέψει τον φαινομενικά άρρωστο γιο της για λεφτά. Ενώ κάνει και τη Μάρα στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο αποτελεί μέρος του κοινού του δικαστηρίου και παίζει μια γριά που αποφασίζει να χωρίσει τον άντρα της μετά από 40 χρόνια έγγαμου βίου. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου παίζει την κυρία του πανδοχείου, τη μαγείρισσα. Για το έργο μας είπε: «Αυτό το κείμενο έχει μια πολύ απλή γραμμή που μπορεί να μιλήσει στον απλό κόσμο. Είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, το ότι δεν έχει δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Τα νοήματά του είναι πολύ καθαρά. Μιλάει για την αγάπη και την καλοσύνη καθώς και για το πόσο σημαντικό είναι ότι δεν σου ανήκει κάτι επειδή απλά το έχεις αποκτήσει αλλά επειδή το αγαπάς και το φροντίζεις». Η Χριστιάννα Ματζουράνη παίζει τη νύφη της Γκρούσας και μια χωριάτισσα που προσθέτει ένα σύντομο απρόβλεπτο στοιχείο στο έργο. Η ίδια μας είπε: «Θεωρώ ένα πολύ μεγάλο χάρισμα της παράστασης αυτής, το ότι δεν έχει αποδομήσει το έργο. Και θέλω να το υπογραμμίσω το στοιχείο αυτό, επειδή ζούμε σε μια εποχή που ξεκινάει ο θεατής να δει ένα κλασικό έργο, και πάει και βλέπει τελικά κάτι εντελώς άλλο. Νομίζω πως αυτή ήταν μία πάρα πολύ μεγάλη κατάκτηση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Που παρόλο που είναι ένας πολύ νέος σκηνοθέτης προσάρμοσε το έργο, του έδωσε όλη τη φρεσκάδα της εποχής μας, χωρίς όμως να προδώσει ούτε τα νοήματα ούτε την ποίηση του Μπρεχτ και το τι ήθελε ο ποιητής να αποδοθεί από το έργο».

Συναντήσαμε τη Δέσποινα Γιαννοπούλου που για πρώτη φορά παίζει Μπρέχτ και δηλώνει συγκλονισμένη. Ενώ αυτό που της κάνει «κλικ» είναι ότι το έργο όταν το είχε διαβάσει παλιότερα αλλά και τώρα με αφορμή την παράσταση, δεν μπορούσε να φανταστεί πόσα πράγματα κρύβει παρά μόνο όταν ανέβηκε. Η ίδια μας είπε: «Είναι από τα έργα που προσφέρει ασύγκριτα μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη σκηνή, από ό,τι όταν το διαβάζεις». Την ίδια γνώμη έχει και ο Βαγγέλης Ψωμάς. Είναι για να παιχτεί και όχι για να διαβαστεί. Ο ίδιος μας είπε: «Στήνοντας αυτό το έργο και παίζοντάς το κατάλαβα πόση μεγάλη αξία έχει ο Μπρεχτ. Δεν είναι για διάβασμα αυτό το έργο. Είναι για να παρασταθεί από ηθοποιούς που θα το παίξουν για τον κόσμο. Μετά δεν τολμούσα να πω, δεν μου αρέσει κάτι. Ένιωθα αποσβολωμένος».

Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

*Ο Αίαντας Αρτεμάκης γεννήθηκε το 1982 και είναι δημοσιογράφος και «κομπιουτεράς». Πουλάει κομπιουτεράκια στην Ομόνοια, με προτίμηση στα γιαπωνέζικα. Του αρέσει να διαβάζει και να ονειρεύεται μια γερή δημοκρατία. Παντρεύτηκε το 1989 τον καλό του φίλο, Amstramd 1512. Δυστυχώς από τότε, έχει αλλάξει πολλούς αγαπημένους. Τώρα συζεί με έναν Z800 HP.

Προηγούμενα άρθρα του Αίαντα Αρτεμάκη

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News