Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 119 χρόνια από τη γέννηση του Δ. Μητρόπουλου. (1896-1960)
Αν κάτι χαρακτήριζε το μουσικοσυνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν o τρόπος που διηύθυνε την ορχήστρα. Χωρίς μπαγκέτα. Με μόνο «όπλο» τις κινήσεις των χεριών, άλλοτε έσκιζε τον αέρα, προστάζοντας και διεκδικώντας τη μελωδία κι άλλες φορές τον χάιδευε σαν εραστής, στέλνοντας σήματα στην ορχήστρα να συμπεριφερθεί τρυφερά στην παρτιτούρα,. Μόνο πολύ αργότερα, όταν η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα από απανωτά καρδιακά επεισόδια, χρησιμοποίησε μπαγκέτα προκειμένου να διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Ο κόπος προφανώς ήταν λιγότερος για το ταλαιπωρημένο του κορμί.
Γεννημένος στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου του 1896 (ή για κάποιους άλλους την 1η Μαρτίου της ίδιας χρονιάς), γιος του εμπόρου δερματίνων ειδών Ιωάννη Μητρόπουλου, ο μαέστρος σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών αποφοιτώντας με άριστα. Με υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική σύνθεση και στο πιάνο στις Βρυξέλλες. Η διεθνής καριέρα του ξεκινά το 1930, σε μια παράσταση κατά την οποία διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, ενώ ταυτόχρονα είναι ο κεντρικός σολίστ, ερμηνεύοντας το 3ο Κονσέρτο για πιάνο του Sergei Prokofiev. Δεν ήταν δύσκολο για εκείνον. Διέθετε φωτογραφική μνήμη που του επέτρεπε να εργάζεται χωρίς παρτιτούρες. Και να φανταστεί κανείς ότι υπήρξε μάλλον κακός μαθητής στη Βαρβάκειο – αν και είχε έφεση στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, καθώς και στις ξένες γλώσσες.
Και ήταν τολμηρός, πολύ. Πρωτοστάτησε στη διοργάνωση συναυλιών στην ελληνική επαρχία, επιλέγοντας τα ερείπια των αρχαίων υπαίθριων θεάτρων της Επιδαύρου, των Δελφών και της Σικυώνος, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μπορούσε να συμβάλει στη νεκρανάσταση των αρχαιολογικών θησαυρών και στη μουσική παιδεία των Ελλήνων ταυτόχρονα. Αυτό που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει στον τόπο του, στον οποίο επανερχόταν ξανά και ξανά με πείσμα, το κατόρθωσε στην αγροτική Μινεσότα, τα χρόνια που έμενε στην Αμερική. Η συμφωνική ορχήστρα αυτής της πολιτείας γνώρισε κοντά του πρωτόγνωρη αίγλη, ενώ η παρουσία του Δ. Μητρόπουλου κόσμησε και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης αργότερα. Το ταλέντο του και η αναμφισβήτητη μουσική ιδιοφυία του κατέκτησαν ακόμη και τη στρυφνή ευρωπαϊκή κριτική: υποκλίθηκε στον άνθρωπο που έγραψε περίπου 40 μουσικά έργα (πιάνο- φωνή) και μία όπερα με τίτλο «Αδελφή Βεατρίκη».
Παρόλη την αναγνώριση ο Δ. Μητρόπουλος παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος, με ασκητικό τρόπο ζωής, αγάπη στην ορειβασία και βαθιά πίστη. Τις αμοιβές του τις χάριζε σε όποιον είχε ανάγκη, ενώ αυτός βυθιζόταν στην αγκαλιά της μουσικής, της μόνης συντρόφου που είχε τελικά στη ζωή του. Ο άνθρωπος, ο οποίος διηύθυνε την ορχήστρα ακόμη και με τους μυς της πλάτης του, ένιωθε μοναξιά. Ο πόλεμος του προξενούσε βαθιά θλίψη και μαρασμό και αντλούσε σταγόνες ευτυχίας στην εθελοντική εργασία του στο τμήμα αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού. Στο τέλος, σαν η μοίρα να θέλησε να τον χτυπήσει αλύπητα, έμεινε και πραγματικά μόνος. Όλοι του γύρισαν την πλάτη εξαιτίας μια αντισυμβατικής φωτογράφησης για το περιοδικό LIFE που προκάλεσε, όπως λέγεται, την καθαίρεσή του από τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Παρόλα αυτά, συνέχισε αγόγγυστα να δουλεύει, αρνούμενος να υποταχτεί. Δεν λύγισε ακόμη κι όταν οι γιατροί, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο, του σύστησαν να ξεκουραστεί. Ο θάνατος τον βρίσκει όρθιο στο πόντιουμ να διευθύνει την ορχήστρα στη σκάλα του Μιλάνου, με τις νότες από την 3η Συμφωνία του Μάλερ να πλημμυρίζουν τον χώρο. Ένα χρόνο νωρίτερα το 1959, ο ταπεινός μεγάλος δήλωνε σε μια συνέντευξή του στον σταθμό NDR Hamburg: «Το όνομά μου είναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Είμαι μαέστρος. Αλλά θα σας φανεί απίστευτο αν σας πω ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάζομαι που τελικά έγινα μουσικός. Κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε μουσικός».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News