2166
|

Οδυσσέας Ιωάννου: «Πρέπει όλοι να πάρουμε θέση»

Γιώργος Μυζάλης Γιώργος Μυζάλης 24 Ιανουαρίου 2015, 00:12

Οδυσσέας Ιωάννου: «Πρέπει όλοι να πάρουμε θέση»

Γιώργος Μυζάλης Γιώργος Μυζάλης 24 Ιανουαρίου 2015, 00:12

Έχω ξαναγράψει για εκείνον ότι, κατά τη γνώμη μου, εξελίσσεται σε σημαντικό πρόσωπο για το ελληνικό τραγούδι. Το ελληνικό τραγούδι, που, όπως ο ίδιος σωστά επισημαίνει σε κείμενό του «μετράει πλειοψηφίες που δεν μετρήθηκαν ποτέ». Η χρονιά που έφυγε, αναμφίβολα η πιο παραγωγική του, αποδεικνύει περίτρανα τον ισχυρισμό μου και συμβάλλει στην ενίσχυση μια διαχρονικής πεποίθησης: το τραγούδι είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές τέχνης. Και ο Οδυσσέας Ιωάννου την γνωρίζει καλά αυτή την τέχνη.

Αφήσαμε πίσω μας μια χρονιά έντονης παραγωγικότητας για σένα: δύο προσωπικοί δίσκοι, αρκετές συμμετοχές, τραγούδια για το θέατρο, αλλά και μια θεατρική παράσταση. Τι πυροδότησε όλη αυτή τη δημιουργικότητα;
Απολύτως τίποτα. Το έχω πει πολλές φορές αυτό: αποφασίζουν άλλοι για μένα. Ό,τι έχω κάνει, δεν το έχω προτείνει εγώ. Μου το έχουν προτείνει άλλοι. Δηλαδή, ακόμα και τον δίσκο με τον Θέμη (Καραμουρατίδη), μου τον πρότεινε εκείνος. Ο Πλιάτσικας μού ζήτησε τέσσερα τραγούδια. Ο Βασίλης (Παπακωνσταντίνου) μού ζήτησε να γράψω κείμενα και να τα παίξω σαν να κάνω εκπομπή. Αισθάνομαι, πραγματικά, ότι, από τότε που ξεκίνησα, αποφασίζουν άλλοι για μένα. Ο Τσακνής αποφάσισε ότι είμαι στιχουργός, όχι εγώ. Ο Δανίκας αποφάσισε ότι μπορώ να κάνω ραδιόφωνο. Ο Κέδρος μόνος του -όσο κι αν φαίνεται κουφό- το 1996 με πλησίασε, λέγοντάς μου ότι μπορώ να βγάλω διηγήματα. Ο Θάνος (Μικρούτσικος) να κάνουμε τραγούδια… Πραγματικά, ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα -θα σου φανεί παράξενο- είναι αποτέλεσμα θετικών απαντήσεών μου σε κάτι που έχουν αποφασίσει άλλοι για μένα.

Δεν έχεις γράψει ποτέ, δηλαδή, χωρίς την «απόφαση» των άλλων;
Όχι. Γράφω με παραγγελία μόνο. Στα συρτάρια μου έχω μηδέν τραγούδια. Ποτέ δεν θα σηκωθώ να γράψω ένα τραγούδι. Μου αρέσει πολύ η λογική της παραγγελίας και του deadline: «Οδυσσέα θέλουμε να κάνουμε έναν δίσκο, χρειαζόμαστε δώδεκα τραγούδια, μέχρι τότε». Κάποιες φορές ξέρω και τη φωνή, κάποιες φορές όχι. Με τον Θέμη, δηλαδή, δεν ξέραμε φωνές. Είπαμε απλώς να κάνουμε έναν δίσκο οι δυο μας. Κάναμε έξι τραγούδια για πάρτη μας και, όταν αποφασίσαμε ποιες θα είναι οι φωνές, προσαρμόσαμε και τέσσερα πάνω τους. Όσον αφορά τον στίχο, ποτέ δεν έχω ξυπνήσει και να πω θα γράψω ένα τραγούδι χωρίς να ξέρω ποιος θα το μελοποιήσει ή ποιος θα το πει. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, απλά έτσι δουλεύω.

Οι δύο προσωπικοί σου δίσκοι και τα κείμενα του θεατρικού διαφοροποιούνται, τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου από την καθεστηκυία στιχουργία ή συγγραφή και μιλούν για την καθημερινότητα του παρόντος. Το νιώθεις έτσι; Το εισπράττεις; Είναι η πρόθεσή σου;
Κατ' αρχήν, αυτό που λες είναι το ζητούμενο για όποιον γράφει. Να μιλήσει για το σήμερα και να καταφέρει να περάσει μέσα και μερικά αειθαλή πράγματα που θα ισχύουν και σε δέκα χρόνια. Δηλαδή, να μην κάνει καθαρά ρεπορταζιακό τραγούδι. Αυτό που θα γράψεις, να βρει τον κοινό τόπο όλων μας ή όσων περισσότερων μπορεί στο συναίσθημα, αλλά αυτός ο κοινός τόπος να ισχύει και σε δεκαπέντε χρόνια. Στην παράσταση ειδικά αυτό κάναμε. Αυτό ήταν το concept. Να μιλήσουμε για ό,τι ζήσαμε όλοι μας από το 1974 μέχρι το 2010. Προσπάθησα να πιάσω όσο το δυνατόν περισσότερο κοινό τόπο. Για αυτό και δεν είναι ακραιφνώς πολιτικά τα γεγονότα που αναφέρω. Έτσι είναι μέσα και ο σεισμός της Αθήνας, που τον θεωρώ ένα πραγματικό ορόσημο και μια άσκηση αλληλεγγύης…

Έτσι λειτούργησε κιόλας.
Δεν μπορώ να ξεχάσω και το έχω πάρα πολύ έντονα στο μυαλό μου, παρότι ήμουν πεντέμισι χρονών, ότι ξύπνησα μια μέρα και άκουσα τη φράση «γενική επιστράτευση». Και σκέφτηκα, τι σημαίνει αυτό; Ότι ο μπαμπάς πάει στον πόλεμο. Την «κάτσαμε». Και πραγματικά ρωτούσα τη μητέρα μου κάθε μέρα: «πες μου, ο μπαμπάς πού πήγε; Στη δουλειά ή στον πόλεμο»; Αυτόν τον φόβο τον θυμάμαι πάρα πολύ. Τον ζήσαμε κι εγώ και οι συμμαθητές μου. Αυτό το έβγαλα στην παράσταση. Προσπάθησα, δηλαδή, να κάνουμε μια παράσταση που να μην έχει ούτε φθηνή καταγγελία, ούτε διδακτισμό, ούτε σκέτο ωμό θυμό και, κυρίως, να μην έχει δάχτυλο που να δείχνει προς τα πού να πάμε. Γιατί δεν έχω ιδέα. Δεν έχω κανένα δάχτυλο να δείξω προς τα πουθενά. Ήθελα να μιλήσω για αυτό. Τον κοινό τόπο όλων μας, όσα ζήσαμε από το 1974 μέχρι σήμερα. Τις ελπίδες, τους φόβους, τις διαψεύσεις…

Καταλαβαίνεις ότι γράφεις τραγούδια διαφορετικά;
Όχι. Καθόλου.

Να σου εξηγήσω τι εννοώ. Η πλειοψηφία της παραγωγής τραγουδιού εστιάζει τη θεματολογία της στο ερωτικό στοιχείο. Τα δικά σου τραγούδια διαφοροποιούνται από αυτό. Το καταλαβαίνεις;
Όχι. Ειλικρινά. Κι επίσης, για να μην παρεξηγηθώ, δεν ενοχοποιώ ή ποινικοποιώ τα ερωτικά τραγούδια. Το έχω πει κι άλλες φορές: μακάρι να είχα τα άντερα και το ταλέντο να μπορούσα να γράψω το ερωτικό τραγούδι του Άκη Πάνου. Ακαριαίο, λαϊκό, ερωτικό και με πολλαπλά επίπεδα.

Γράφεις ένα ερωτικό, το «Σ' αγαπάω μόνο», που είναι ένα ερωτικό του ρεαλισμού, αν με ρωτάς. Μέσα στο τραγούδι αυτό κρύβεται η ωραία πλευρά της καθημερινότητας και της συντροφικότητας.
Το «Σ’ αγαπάω μόνο», θα το πω χαριτολογώντας, αν έχει μια πολιτική αιχμή, είναι το γεγονός ότι το απευθύνει άνδρας σε γυναίκα. Τι σημαίνει αυτό: ότι πια ο άνδρας είναι ο άνεργος, κάθεται σπίτι και η γυναίκα δουλεύει. Παλιότερα συνέβαινε το ανάποδο. Το ότι το λέει άνδρας σε γυναίκα, είναι ένα «χαριτωμένο» πολιτικό σχόλιο της εποχής. Αν κάναμε αυτό το τραγούδι το 2004, θα λέγαμε να μην το πει ο Γιάννης (Κότσιρας), να το πει μια γυναίκα, να το πει η Γιώτα (Νέγκα).

Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Έχεις δίκιο.
Ομολογώ πάντως ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορετικότητα που επισημαίνεις. Έτσι και με την παράσταση. Έχω εντυπωσιαστεί με τις κριτικές. Σου αποδίδουν προθέσεις που δεν τις είχες. Διάβασα σε κριτική, πως η παράσταση αυτή είναι μια πολύ βαθιά πολιτική πράξη. Δεν ξεκινήσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Το δίκιο, βέβαια, το έχει πάντα ο ακροατής. Ακόμα κι αν εσύ πιστεύεις ότι κάνεις κάτι καλό, αν οι άλλοι δεν στο αποδώσουν, το δίκιο το έχουν αυτοί. Γιατί, μεταξύ μας, υπάρχουν τραγούδια που εγώ τα λάτρεψα και δεν τα άκουσε ποτέ κανένας και τραγούδια που θεώρησα ότι δεν είναι κάτι που μπορεί να αγγίξει πολύ κόσμο και έχουν περάσει μια γενιά ήδη. Δεν προβλέπονται αυτά και τα τραγούδια γενικώς δεν είναι προϊόντα εργαστηρίου. Και έχουμε πρόσφατα παραδείγματα πολλά, τραγουδιών που φωνάζανε από πριν την πρόθεσή τους να μιλήσουν πολιτικά και να εκφράσουν την εποχή τους και ήταν παταγώδης η αποτυχία τους γιατί ήτανε πολύ βερμπάλ, πολύ δήθεν και πολύ λαϊκίστικα. Και όπως έχω πει επανειλημμένως, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν το επόμενο τραγούδι που θα στεγάσει το συλλογικό αίσθημά μας θα είναι ερωτικό ή όχι. Μπορεί κάλλιστα να είναι ερωτικό. Και η λειτουργία του να είναι καθαρά πολιτική. Είναι άλλο το τραγούδι και άλλο η λειτουργία του. Το πώς θα λειτουργήσει ένα τραγούδι σε μια εποχή δεν έχει να κάνει με την πρόθεση του δημιουργού, ούτε καν με τα υλικά. Έχω γίνει εμμονικός και αναφέρω ως παράδειγμα την «Πρώτη Μαΐου». Ξεκινάει ο Λοΐζος και γράφει κουπλέ για το Μάη του 68: «οι φοιτητές σηκώνουν τα πανό και ξεκινάνε». Φτάνει το ρεφραίν, που εσύ περιμένεις ότι θα υποπέσει στην παγίδα και στο αμάρτημα και θα κορυφώσει την αντίσταση και θα πει τη φονική πολιτική ατάκα, αλλά επειδή είναι μεγάλος δημιουργός τι λέει; «Ψάχνω το κορίτσι που αγαπώ». Και σου κόβει τα πόδια και λες: για αυτό είσαι μεγάλος.

Στην παράσταση λειτουργείς λίγο σαν ραδιοφωνικός παραγωγός. Θα μπορούσαν αυτά τα κείμενα να είναι τα κείμενα μιας εκπομπής. Σου λείπει το ραδιόφωνο;
Καθόλου. Ήταν ένας κύκλος είκοσι δύο χρόνων, που θεωρώ ότι ολοκληρώθηκε. Φυσικά, δεν λέω ότι δεν θα ξανακάνω ραδιόφωνο. Θα ξανάκανα ραδιόφωνο με τους όρους μου, χωρίς playlist, δηλαδή κ.λπ. Δεν με πιστεύει κανένας, δεν πιστεύω κι εγώ τον εαυτό μου που το λέω, αλλά δεν μου λείπει καθόλου. Μάλιστα, το ότι έφυγα από το Μελωδία την κατάλληλη στιγμή απελευθέρωσε όλη αυτή τη δημιουργικότητα…

…που τώρα υποδεχόμαστε με τη μορφή τραγουδιών και άλλων δραστηριοτήτων σου.
Ακριβώς. Μπόρεσα, δηλαδή, να κάνω τους δίσκους που δεν είχα κάνει, να γράψω τα κείμενα που δεν είχα γράψει. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις την πολυτέλεια του να παλεύεις μια λέξη σου τέσσερις μέρες κοιτώντας το ταβάνι. Είχα την πολυτέλεια του χρόνου. Είχα τη δυνατότητα να παλέψω τα κείμενά μου και να τα κάνω όσο πιο καλά μπορούσα. Όταν γράφεις με καθημερινή πίεση είναι πολύ λογικό να γράφεις πιο βιαστικά, να γράφεις θυμωμένος, να γράφεις αγχωμένος. Επιπλέον, δε, με το που φεύγω από το Μελωδία, γεννιέται η κόρη μου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σκέφτηκα ότι δεν μπορείς να αυτολογοκρίνεσαι στη χαρά σου. Πέφτουν κορμιά δίπλα μας, η φτώχεια είναι η απόλυτη βία, μιλάμε για μια εποχή που πάθαμε ένα κάταγμα όλοι μας, αλλά από την άλλη θα ήμουν ψεύτης και δεν θα ήμουν δημιουργός αν μες στα τραγούδια μου δεν πέρναγα και την ευτυχία και την ευλογία που ένιωσα πρώτη φορά πατέρας. Δεν μπορείς να αυτολογοκρίνεσαι από φόβο μη γίνεις προκλητικός άμα ουρλιάξεις: συγγνώμη παιδιά, αλλά αυτή τη στιγμή που κάνω βόλτα με την κόρη μου είμαι ευλογημένος. Δεν μπορώ να είμαι ψεύτης και να βγω μουρτζούφλης και σκοτεινός όταν έχει γεννηθεί το παιδί μου.

Την Κυριακή που μας έρχεται, έχουμε εκλογές. Και θέλω να σε ρωτήσω σε ποιο ποσοστό νιώθεις την ιστορία να επαναλαμβάνεται και πόσο απογοητευτικό μπορεί να είναι αυτό.
Είναι τρομερά απογοητευτικό. Είναι επίσης απογοητευτικό ότι, έκλεισα τα 48 πρόσφατα, δεν θυμάμαι ποια φορά στη ζωή μου ψήφισα εκτός λογικής του «μη χείρον βέλτιστον». Δεν θυμάμαι πότε ψήφισα κάτι «με τα χίλια». Όταν, βέβαια, μιλάμε για κομματικούς οργανισμούς, είναι πάρα πολύ δύσκολο να ταυτιστείς απόλυτα. Από την άλλη, δεν μπορώ να ανεχτώ και την απόλυτη ήττα που νιώθω αυτήν τη στιγμή. Δεν ελπίζω ούτε σε μαγικά, ούτε σε θαύματα και θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ για δύο λόγους. Ο ένας λόγος είναι νορμάλ και ο δεύτερος είναι η ήττα μου και θα στην εξηγήσω. Πρώτον, λοιπόν, πρέπει να μπει ένα φρένο στον ραγδαίο αποδημοκρατισμό της χώρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια και θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εγγύηση, τουλάχιστον για αυτό. Και δεύτερον -και εδώ έρχεται η ήττα μου, που δεν με συγχωρώ αλλά δεν μπορείς να έχεις φτάσει 48 χρονών, να είσαι αριστερός και να δηλώνεις ότι ψηφίζεις με τέτοιο κριτήριο- να φύγει η ακροδεξιά ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Ποτέ δεν με ενδιέφερε η ηγεσία κανενός κόμματος που δεν ψήφιζα, δεν με αφορούσε. Δεν με αφορά τι κάνει η Νέα Δημοκρατία, δεν με αφορά τι κάνει το ΠΑΣΟΚ. Η απόλυτη ήττα μου είναι ότι παρακαλάω να ξαναγυρίσει η Νέα Δημοκρατία σε πιο μετριοπαθείς, γιατί δεν αντέχω η χώρα μου το 2015 να έχει πρωθυπουργό με ακροδεξιούς συμβούλους με πολλά ένσημα στον φασισμό. Γιατί δεν είναι απλώς ακροδεξιοί. Ορισμένοι έχουν ένσημα στον φασισμό. Είναι το έσχατο σημείο ενός αριστερού να παρακαλάει κάτι τέτοιο. Είναι μεγάλη ήττα μου, το καταλαβαίνω. Απαντάω στην ερώτησή σου, λοιπόν, και σου λέω ότι οι απογοητεύσεις έρχονται η μία μετά την άλλη και ο μόνος τρόπος που βρήκα να ξεπερνάω την απογοήτευσή μου είναι να είμαι δημιουργικός όσο μπορώ την κάθε μέρα.

Τα εργαστήρια στιχουργικής που κάνεις ενισχύουν τη δημιουργικότητά σου;
Πάρα πολύ. Στην ουσία, για να μην παρεξηγηθώ, αυτό που κάνω είναι να «κουρδίζω» ορισμένες ικανότητες σε ανθρώπους που γράφουνε στίχους. Με βάση την εμπειρία μου, να κουρδίζω, δηλαδή, μερικά λαθάκια που κάνουνε και κυρίως να κάνουμε πολύ καλές γερές συζητήσεις γύρω από το ελληνικό τραγούδι με αφορμή τον στίχο. Οι ηλικίες των ανθρώπων που παρακολουθούν το εργαστήριο είναι από 18 ετών μέχρι και 55. Αυτή η τόσο μεγάλη γκάμα ανθρώπων, που καθένας τους ακούει διαφορετικά πράγματα από το ελληνικό τραγούδι και διαφορετικά πράγματα θέλει να γράψει, άλλος ο τρόπος γραφής του και άλλη η θεματολογία του, είναι πάρα πολύ γοητευτική. Το πιο γοητευτικό από όλα είναι ο στίχος σαν αφορμή για να κάνουμε κουβέντες. Είναι όλο interactive. Δεν μιλάω μόνο εγώ, δεν κάνω διάλεξη σε καμία περίπτωση. Πάντα μιλάνε πιο πολύ τα παιδιά. Μου αρέσει πάρα πολύ. Με κάνει να αισθάνομαι πάρα πολύ ζωντανός.

Αν έκανες τώρα μια ραδιοφωνική εκπομπή με τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς που μόλις έφυγε, ποια θα συμπεριλάμβανες σε αυτή;
Δεν αναφέρω δικά μου τραγούδια, φυσικά. Θα έπαιζα την «Ευθεία γραμμή» της Γιώτας (Νέγκα). Θα έπαιζα, παρότι δεν είναι του 2014 αλλά όταν το άκουσα συγκλονίστηκα, τον «Όμηρο» της Ζουγανέλη. Θα έπαιζα τον «Κατάδικο» του Φασουλά, που βγήκε τώρα. Θα έβαζα του Αλκίνοου ένα κομμάτι που δεν παίζουν τα ραδιόφωνα και με έχει ενθουσιάσει, το «Τι περιμένεις πια». Ελπίζω κάποια στιγμή να το «πιάσουνε» τα ραδιόφωνα. Θα έπαιζα το καινούργιο του Φάμελλου, που παίζεται τώρα, «Ο δρόμος μέσα στο σκοτάδι». Και ο «Φυγάς», των Εκμέκ από τη Θεσσαλονίκη. Κάτσε να το σκεφτούμε λίγο. Έχουμε χρόνο, μην είμαστε άδικοι.

Θα έβαζες κάποιο από τον δίσκο της Αντωνοπούλου;
Α, βέβαια! Θα έβαζα το «Έχεις που να πας».

Εμένα μου άρεσε πολύ και το «Δουλειά-αγκαλιά».
Επίσης, αλλά το «Έχεις που να πας» είναι το πρώτο που άκουσα και με «έκοψε». Θα έβαζα το τραγούδι που λέει ο Μάλαμας στο δίσκο του Θανάση, την «Ηλιόπετρα». Θα έβαζα το «Φορτηγό» του Μάλαμα, που μου άρεσε πάρα πολύ. Τα «Μεροκάματα» οπωσδήποτε. Και τα «Κλειδιά» του Κοτονιά. Τους «Λαβύρινθους» της Βουλγαράκη, που έχει «άγνοια κινδύνου» στη χρήση λέξεων, όπως η «μπέσα». Είναι μια λέξη που εγώ δεν έχω βρει ακόμα το κατάλληλο στιχουργικό περιβάλλον για να την εντάξω σε κάποιο τραγούδι. Ξεχνάμε σίγουρα κάποια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News