Την προηγούμενη Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου, το Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης γιόρτασε τα 20ά του γενέθλια στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη. Πρόκειται για ένα πρωτοποριακό ίδρυμα, από τα λίγα στον κόσμο, που εκθέτουν έργα ζωγραφικής και κατασκευές παιδιών 5 έως 14 ετών και λειτουργεί σ΄ ένα πανέμορφο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Κόδρου στην Πλάκα.
Σκοπός του Μουσείου είναι η ανάδειξη της μοναδικότητας της Παιδικής Τέχνης. Οι συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνουν 7.000 έργα ζωγραφικής και κατασκευές παιδιών, που εμπλουτίζονται κάθε χρόνο από τα σεμινάρια που διοργανώνει. Συνεργάζεται επίσης, με πολλά άλλα αντίστοιχα μουσεία του εξωτερικού, όπως του Όσλο και του Τόκιο.
Όσο κυλούσε η παρουσίαση και οι ομιλίες της γιορτής, σκεφτόμουν διάφορα περί παιδικής τέχνης, εκπαίδευσης, πρωτογενούς μόρφωσης και διαχείρισης των αναγκών των παιδιών. Μα, θα πει κάποιος, τα παιδιά πάντα ζωγράφιζαν και θα ζωγραφίζουν. Στα σπίτια, στα σχολεία, στους παιδότοπους, οπουδήποτε βρουν χαρτί, μολύβι και χρώματα.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο να συμφωνούμε όλοι ότι η ζωγραφική και γενικότερα η τέχνη αποτελεί την πιο δημιουργική έκφανση της παιδικής εξωστρέφειας. Θα πρέπει να το αποδεικνύουμε και στην πράξη. Κι εδώ έρχεται να βοηθήσει ο ρόλος ενός μουσείου που εξασφαλίζει τα εξής σημαντικά πράγματα: Θεσμική σταθερότητα ενός πρότυπου χώρου ως διαχρονικού σημείου αναφοράς, επαναληπτικότητα στη διαδικασία της συλλογικής δράσης των παιδιών στην τέχνη και καταγραφή της κάθε δημιουργίας ως σημαντικού στοιχείου μνήμης μέσα στον χρόνο. Με απλά λόγια, όλοι ξέρουν ότι το μουσείο κάνει τα ετήσια σεμινάρια, τα παιδιά γεμίζουν τις τάξεις και μέσα από μια ευχάριστη και παραγωγική διαδικασία τα έργα των παιδιών εμπλουτίζουν την τεράστια συλλογή του. Κι αυτό συνεχίζεται για χρόνια, για δεκαετίες. Με σταθερότητα και σοβαρότητα. Γιατί έτσι μπαίνουν οι πολιτιστικές βάσεις μιας κοινωνίας.
Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο σπουδαίο θα ήταν να είχαμε τη δυνατότητα να συλλέξουμε όλες τις δημιουργικές εμπειρίες των παιδιών σε μια κοινή μνήμη. Όχι μόνο της τέχνης αλλά για οτιδήποτε βγαίνει από τις παιδικές ψυχές που δημιουργούν. Θα είχε μεγαλύτερη αξία, αν μπορούσαμε να το κάνουμε δια ζώσης και όχι μόνο ψηφιακά. Και ο ρόλος των μουσείων, των σχολείων και όλων των πολιτιστικών κέντρων εκεί θα έπρεπε να βασίζεται.
Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική και οργανωμένη κατάθεση καλλιτεχνικής έκφρασης από τα παιδιά, ενισχύει ταυτόχρονα και το κίνητρο. Γιατί, ας πούμε, κάθε σχολείο να μη διαθέτει τη δική του μουσειακή έκθεση για τις δημιουργίες των μαθητών του; Γιατί να μην υπάρχει η υποχρεωτική και θεσμικά κατοχυρωμένη ετήσια σχολική γιορτή για όλες τις τάξεις της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Δε λέμε πάντα πως κάθε καλλιτέχνης θέλει το κοινό του; Φαντάσου πόσο ανάγκη το έχουν τα παιδιά…
Η ζωγραφική δεν είναι η τέχνη της αποτύπωσης της φαντασίας; Κι όμως, δεν είμαστε σε θέση πλέον, ως εκπαιδευτικό σύστημα, να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα της εξωστρέφειας και της απελευθέρωσης των εσωτερικών εικόνων των παιδιών. Άλλο γνώσεις, άλλο ελεύθερη σκέψη που έχει ανάγκη να αποκαλυφθεί.
Όπως και να ΄χει, υπάρχει μεγάλη εκκρεμότητα της επίσημης παιδείας με τη διαχείριση των ενστίκτων και των αναζητήσεων των παιδιών. Ευτυχώς όμως, που η ανοιχτή αγορά (με την ευρεία σημασία του όρου, ιδιωτική πρωτοβουλία και τοπική αυτοδιοίκηση) δίνει πολλές δυνατότητες στις οικογένειες να προσφέρουν στα παιδιά τους πρόσβαση στην τέχνη.
Χρόνια πολλά λοιπόν στο Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης που ενηλικιώνεται και συνεχίζει να συγκεντρώνει τις πολύχρωμες σκέψεις των παιδιών. Μακάρι ένας τέτοιος θεσμός να γινόταν πρότυπο και για κάθε σχολείο της χώρας. Η τέχνη φτιάχνει ελεύθερους ανθρώπους κι οι ελεύθεροι άνθρωποι ελεύθερες κοινωνίες. Ίσως ένα μέρος της σημερινής μας σήψης να οφείλεται και σ΄ αυτό.
Μήπως έχουμε ανάγκη από λιγότερα μαθηματικά, λιγότερη γραμματική και περισσότερη έκφραση; Πάντα δεν ίσχυε ότι για να μην καταστραφούμε από τη γνώση έχουμε την τέχνη; Είναι κι αυτό ένα ζήτημα, μες τα πολλά…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News