1063
|

Η ιστορική μάχη της Αθηναϊκής Νύχτας

Avatar Πάνος Κοκκίδης 24 Οκτωβρίου 2010, 20:21

Η ιστορική μάχη της Αθηναϊκής Νύχτας

Avatar Πάνος Κοκκίδης 24 Οκτωβρίου 2010, 20:21

Ο μετρ του Κόζα Νόστρα με καληνύχτισε με την εγκαρδιότητα και την επαγγελματική οικειότητα που έπρεπε. Η ελαφριά υπόκλιση δεν χρειαζόταν αλλά τέλος πάντων. Αντιχαιρέτησα χαμογελαστά αντιγυρίζοντας την ψεύτικη εγκαρδιότητα. Μα είχαμε γίνει φίλοι. Η εφορία ακόμα έψαχνε τα τεφτέρια τους ακούγοντας Ελβις Πρίσλευ. Ο αέρας του Ψυρρή με χτύπησε στο πρόσωπο και με ξύπνησε κάπως. Η παρέα του Protagon αναζητούσε αφορμές για επιμήκυνση της ωραίας φθινοπωρινής νύχτας με έξω καρδιά διάθεση. Γέλια αγκαλιές και ζιπαρίσματα στα φερμουάρ των μπουφάν, κλεφτές ματιές στην λαμπερή οθόνη των κινητών. Κανείς δε με αναζητούσε. Καλό! Σήκωσα το κινητό και τραβούσα φωτογραφίες με το φως της ΔΕΗ να περιγράφει θαμπά και να πασπαλίζει ζάχαρη άχνη πάνω απ τα σώματα και τη χαρούμενη διάθεση. Η Λινα γελούσε ασταμάτητα, χαλαρωτικά.

Κάποιος νύσταζε και κάποιος άλλος περίμενε υπομονετικά να τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις. Θα μας έπαιρνε ο Αντρέας για μια τσάρκα με Μπιθικώτση και το-παληκάρι-έχει-καημό Θεοδωράκη και άλλες αριστεριές που δονούσαν το Καραϊσκάκη στα late 70’s. Αχαρνών και αναχώρηση με το Batlestar Alexander. To φτηνό βελούδο παντού και πέντ’ έξι μασημένες τσίχλες φτυσμένες από κάποια ξεδιάντροπα νυμφίδια με σούπερ μίνι που παραπατούσαν μεθυσμένα, μαυρισμένοι λεκέδες απ την πολυκαιρία, κοσμούσαν την άπλυτη από τοίχο σε τοίχο κόκκινη μοκέτα. Είχαμε αναπτύξει ταχύτητα. Ήμασταν κιόλας ανοιχτά στο σκοτεινό αλλά και υπέρλαμπρο διάστημα της ελληνικής μουσικής κιμαδομηχανής. Ο πορτιέρης στα έγκατα της γης μας καλωσόρισε με ένα αγαθό στ’ αλήθεια χαμόγελο πρεμιέρας. Γκρίζο μαλλί με μουστάκι ψαροκάϊκου. Σακάκι κρεμαστό στο ατσούμπαλο καμπουριαστό σώμα, τύπος Σκανδάλιδη. Μας κοίταζε στα μάτια επίμονα.

– Καλή διασκέδαση είπε σπρώχνοντας την βαριά πόρτα που μας οδηγούσε στο εσωτερικό του σκάφους. Τα πρώτα κύματα από 180 ντεσιμπελ χορδής λα ηλεκτρικού μπουζουκιού κάποιας άγνωστης λαϊκής επιτυχίας δεν άφηναν περιθώρια επιστροφής. Είχαμε βγάλει εισιτήριο και είχαμε lift off στο διαστημικό ορίζοντα της λαοφιλούς ελληνικής διασκέδασης. Λαμπιόνια σαν μικροί πλανήτες λαμπύριζαν γυροτρώγυρα. Οι συνταξιδιώτες μας είχανε αρχίσει τις χαρές. Και τα ασπροκόκκινα γαρίφαλα από το αφρολέξ δισκάκι έφευγαν όπως τα βέλη του Ξέρξη στους τριακόσιους. Πρώτο τραπέζι πίστα. Τα πρόσωπα μας είχαν κάποιο είδος διαβατηρίου που μέτραγε στην αξιοκρατία του φαλακρού μετρ με το άσπρο ζιβάγκο, που βίδωνε και κάτι μικρόφωνα που και πού. Μας οδήγησε σε αρκετά περίοπτη θέση. Είχαμε παράθυρο στην πτήση. Τα φωτάκια αναβόσβυναν σε μαύρο φόντο πίσω από την ορχήστρα κι ένα Korg πιάνο έβγαζε άναρθρες κραυγές. Ο πιανίστας ήταν ξυπόλυτος και ο ιδρώτας τον έλουζε από παντού. Ο οδηγός του spaceship με το μπουζούκι ήταν στην πλώρη της πίστας κι έπαιζε τόσο γρήγορα που ο Alvin Lee θα έβγαζε σπυράκια. Ανέκφραστος. Τα δάχτυλα του ανεβοκατέβαιναν τα τάστα και πυροβολούσαν τις νότες σαν λέιζερ μυδράλιο. Στα πρώτα τραπέζια οι θανατηφόρες νότες έστειλαν στον άλλο κόσμο τρεις παρέες και μια νεαρή υπηρέτρια με στραβωμένο στρινγ. Και ξάφνου πίσω μας, έκανε την εμφάνιση της μια επιβλητική φιγούρα με χρυσή κελεμπία. Εκτυφλωτικό ροζ φως. Έφερε τελετουργικά το μικρόφωνο στο στόμα και ξεκίνησε την προσευχή. Ένας θηλυκός μουεζίνης. Όλα τα τραπέζια απογειώθηκαν. Άβαταρ!

Η χοντρή τραγουδίστρια ήταν η Janis Joplin. Μα πώς δεν το είχα προσέξει, άκουγα το Get it While you can aaa baby. Ήταν μια παραίσθηση. Η υπόγα της Αχαρνών είχε φύγει με ταχύτητα φωτός στο κοσμοδρόμιο της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας. Σκούπιζαν την πίστα για να λερωθεί ξανά. Ο θηλυκός μουεζίνης τα έδινε όλα. Το Μαράκι λιγοθύμησε. Η Κανελία την κοιτούσε με φρίκη. Κάποιο λέιζερ χαμόγελο της χοντρής άστραψε δίπλα μας. Καλή διασκέδαση είπε κι έστειλε πέντε κόκκινα γαρίφαλα. Μας ευλόγησε με ένα θυμιατό σατανικό.

Γύρισα να δω το Μαράκι. Είχε χτυπηθεί άσχημα από μια ριπή. Έγειρε στο πλάι κρατώντας την τσάντα της σφιχτά. Ο Αντρέας έμοιαζε με εκείνους τους γενναίους Αμερικανούς λοχίες από το Γουισκόνσιν που στέκονται όρθιοι στη μάχη της Βαγδάτης ενώ γύρω γύρω πέφτουν οι σφαίρες χαρτοπόλεμος. Ήταν ακίνητος κι ανέκφραστος σαν το άγαλμα του Τρούμαν. Έβλεπε τη διμοιρία του να αποδεκατίζεται from these fuckin locals. Η νύχτα βυθιζόταν σε μια ήττα άνευ προηγουμένου. Πυρ ομαδόν. Βαλλόμεθα από παντού. May day, Μay day!

Η χοντρή ξανθιά τραγουδίστρια ξαπολούσε τόνους φλεγόμενων πυρομαχικών στο κοινό της, που της απαντούσε με δισκάκια από αφρολέξ γέματα ναπάλμ. Ξαφνικά πετάχτηκε ο Μπεν Άφλεκ και άδειασε δυο γεμιστήρες στην πίστα σε αργή κίνηση. Την χοντρή την πήραν τα αίματα αλλά σαν Λερναία Ύδρα εξακολουθούσε να κανονιοβολεί με τραγούδια καψούρας και άλλα για υποσχέσεις που αθετήθηκαν κι πονεμένους έρωτες κάπου στην ύπαιθρο. Τα ταγγισμένα φιστίκια πετάχτηκαν στο αέρα μπροστά μου, μαζί με δεκάδες χαρτοπετσέτες. Τα λέιζερ έσκιζαν το σκοτάδι και κάποιος που έπαιζε τουμπελέκι βάλθηκε να χτυπάει με μανία το όργανο δίπλα στο αυτί μου. Είχα παραισθήσεις και απ το τραύμα μου έτρεχε Gordons. Στη πίστα σκαρφάλωσε μια Ουκρανή με μαύρο σουπερ μίνι, μπικίνι και καλσόν με σχέδια. Πίσω της ένας κουρασμένος γκριζομάλλης σαν τον Τσοχατζόπουλο με μουστάκι και ασημένια ταυτότητα στο χέρι, που είχε μεγάλο νταλκά. Ο χορός του Τσαρούχη. Η Ουκρανή με περούκα Pulp Fiction σειόταν και λυγιόταν μπαινοβγαίνοντας στην εικόνα της χίπισσας του 60 και της ντιζέζ καταγώγιου της Σμύρνης. Ένα λέιζερ την περιέλουζε χρυσόσκονη. Το εξτένσιον ανέμιζε έτοιμο να φύγει. Μόλις που κρατιόταν από μια κόπιτσα.

Είχαμε χάσει πολύ αίμα. Μόνο η Αναστασία έμενε όρθια περιμένοντας κάτι σαν την βρετανική αεροπορία να βάλει ένα τέλος σ αυτή την άνιση μάχη. Μου φάνηκε σαν να απήγγειλε Εμπειρίκο ψιθυριστά, σκυμμένη μπροστά σαν τελευταία προσευχή. Δεν άκουγε τον εαυτό της. Αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε προς την έξοδο σκυφτά. Ο Σκανδάλιδης στη πόρτα μάς ρώτησε γιατί φεύγαμε τόσο νωρίς. Τι να του πεις τώρα για να μην τον προσβάλεις, δε βλέπει που είμαι γέματος αίματα. Δεν βλέπει το λαβωμένο Μαράκι που την υποβαστάζει ο Αντρέας. Δεν βλέπει που είχαμε χάσει τον Κώστα τόσο νέο. Ανεβήκαμε τα σκαλιά με τη λεκιασμένη μοκέτα μέχρι που πατήσαμε το πεζοδρόμιο της Αχαρνών και το παχύ καυσαέριο μας έφερε στα συγκαλά μας. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Αντρέα και διασχίζαμε την ερειπωμένη νυχτερινή Αθήνα και τη νεότητα μας. Οι μαύροι Σομαλοί αντάρτες ξεπετάγονταν από παντού. Είχαν καταλάβει τη πόλη; Ξαφνικά είδα πολλά μαύρα κορίτσια με καλσόν να μας πλησιάζουν. Περνούσαμε αθόρυβα γυαλιστερά δίπλα τους. Η εισβολή των ζόμπι. Δεν άντεχα άλλη μάχη. Η Λίνα ήταν σε κώμα. Η Κανελία όλως παραδόξως είχε μείνει αλώβητη. Κι έβλεπε συνεχώς έξω απ το παράθυρο. Σαν κάτι να έψαχνε. Έκλαιγε. Έκλεισα τα μάτια μου κι ευχήθηκα να γυρίσω σπίτι ζωντανός. Η διμοιρία μας είχε εξολοθρευτεί από την ελληνική νύχτα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι ξανάκουσα Μπιθικώτση απ το κασετόφωνο του Αντρέα περνώντας από την Ομόνοια. Γύρισα στη πατρίδα σκέφθηκα. Ευτυχώς.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News