Όταν πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη φτάνω πάντοτε φαρμακωμένος. Σαν το αγριοκάτσικο που το δάγκωσε φίδι. Ευτυχώς, ξέρω το αντίδοτο, γνωρίζω το αγριόχορτο, έχω μάθει πού φυτρώνει η γλυκαγκαθιά, η μολόχα η πικρή, τα άνθη και τα φύλλα της.
Δεν παίρνω μαζί μου βιβλίο. Θα σηκωθώ πρωί- πρωί και θα τρέξω στα φαρμακεία. Στην Τσιμισκή στο Μόλχο -αναλήφθηκε-, στου Μπαρμπουνάκι, στο Ραγιά, στον Παρατηρητή, στον Προμηθέα στην Αγία Σοφία. Εκεί. Εκεί θα ανάψω το κεράκι, εκεί θα βρω το χόρτο που χρειάζομαι. Την προσευχή, τη συνταγή και την ευχή-κατάρα. Θα βουλιάξω. Θα χωθώ.
Θα σηκωθεί το χέρι μου από μονάχο του και θα πιαστεί, θα κρατηθεί, θα στηριχτεί, από τη ράχη που χρειάζεται, από τη σελίδα που του πρέπει. Είναι γιατρός και φαρμακοποιός. Γνωρίζει, διατάζει και ορίζει.
Θα πάρω το βιβλίο που θα μου υποδείξει αγκαλιά, θα περπατήσουμε στους δρόμους τους γνωστούς, θα καθίσουμε μαζί στης παραλίας τα παγκάκια, στα στέκια, στα καφέ τα μηρυκαστικά.
Πρώτα στομάχι, μετά στόμα και χείλη.
Με τη γραφή λοιπόν και με το διάβασμα
έτσι το διώχνουμε το δηλητήριο
αυτό το χόρτο μας και αυτό το ελιξίριο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News