(Ανατριχιαστική η απλότητα: διάβαζε τη Βίβλο για να περνά την ώρα του, ενόσω μπρος στα μάτια του έπνιγαν τους ανθρώπους κατά εκατοντάδες στα κρεματόρια. Και τα θυμάται όλα αυτά ήρεμος, με τη γυναικούλα του στο πλάι, χαζεύοντας τις τριανταφυλλιές του… Θηρία που είμαστε οι άνθρωποι!)
«Ήμουν φρουρός στον πύργο του φράκτη που συνόρευε με τα κρεματόρια. Φυσικά έβλεπα να τους φέρνουν κι άκουγα τις κραυγές τους… Τέλος πάντων, έτσι ήταν τα πράγματα… Ήμουν στρατευμένος κι έμενα στο πόστο μου πολλές ώρες. Από το πρωί (που έστελναν τους κρατούμενους να σκάψουν δρόμους) ως το απόγευμα (που τους έφερναν πίσω), δεν είχαμε δουλειά και μας επέτρεπαν να διαβάζουμε. Εγώ διάβαζα τη Βίβλο. Είμαι χριστιανός Προτεστάντης».
Ο 91χρονος σήμερα, γιουγκοσλαβικής-σερβικής καταγωγής, που στρατεύθηκε το 1942 στα SS μετά από την κατάληψη της χώρας του και ζει έκτοτε στη Γερμανία, αφηγείται στο «Spiegel» την ιστορία της θητείας του ως φρουρού στο Άουσβιτς. Φυσικά είχε καταλάβει τι γινόταν εκεί πέρα, αλλά αυτός ήταν ένας απλός στρατιώτης κι ένας πιστός χριστιανός – ακριβώς όπως έλεγε ο Άιχμαν στη δίκη του και γέννησε τη θεωρία της Χάνα Άρεντ. Αυτός ο ανθρωπάκος φταίει;
Αφοπλιστικά απλά και συγκλονιστικά λιτά ο αφηγητής περιγράφει την καθημερινότητά του, αναγνωρίζοντας ότι είχε επίγνωση των όσων συνέβαιναν. «Όταν βλέπεις καθημερινά, να έρχονται τρένα και να φέρνουν κόσμο… Ο καθένας μας ήξερε τι συνέβαινε… Τα κρεματόρια ήταν μια αίθουσα κάπου 90 τ.μ. κι όταν τα τρένα έφερναν 200-300 ανθρώπους δεν χωρούσαν όλοι μέσα, κάποιοι περίμεναν απ΄ έξω καμιά ώρα. Τους είχαν πει ότι θα τους έφερναν σε στρατόπεδα εργασίας και όταν έφταναν στο Άουσβιτς νόμιζαν πως τους έπαιρναν για ντους. Εκεί έξω λοιπόν, άκουγαν τις κραυγές των μέσα…. Βεβαίως έβλεπα να χύνουν το αέριο Zyklon B – οι καμινάδες των κρεματορίων εξάλλου δεν ήταν πολύ ψηλές. Ανάλογα με τον αέρα, βρωμούσε ο τόπος… Στα τρία μέτρα απ΄ τα κρεματόρια ήταν ένα χαντάκι, όπου άδειαζαν οι στρατιώτες τους ιμάντες όπου βρίσκονταν τα πτώματα απ΄τα κρεματόρια. Μια φωτιά έκαιγε εκεί μέρα-νύχτα. Ποτέ δεν έσβηνε. Το συνήθιζες, γιατί κανείς δεν μπορούσε να φύγει και γιατί δεν μπορούσες να παραπονεθείς – δεν θα άλλαζε κάτι»…
Ο αφηγητής -που περιγράφει τη ζωή του καθισμένος στον μαύρο δερμάτινο καναπέ του, με τη γυναίκα του πλάι να πλέκει και χαζεύοντας τις τριανταφυλλιές του κήπου του- λέει πως ακολούθησε τη μοίρα του γιατί «δεν είχε επιλογή. Δεν αισθάνομαι ένοχος, έδινα στους εβραίους ό,τι μου περίσσευε απ' το ψωμί μου. Ποτέ δεν χτύπησα, ούτε σκότωσα κάποιον». Ωμά δηλώνει πως ανάμεσα στους φαντάρους υπήρχε μια έχθρα προς τους εβραίους, επειδή «εξαιτίας τους βρισκόμασταν εκεί» και πως στις καντίνες και στα μπαρ που πήγαινε στις ελεύθερες ώρες του «ο κόσμος δεν ήταν ενθουσιασμένος με την ηγεσία. Όλοι νιώθαμε ότι δεν θα τελειώσει καλά αυτή η ιστορία, αλλά όταν είσαι φαντάρος…».
(«Όταν είσαι φαντάρος…», «όταν είσαι υπάλληλος…», «όταν είσαι αγράμματος…», «όταν είσαι γυναίκα…», «όταν είσαι φτωχός…» – η ιδεολογία της ανευθυνότητας και της ψευτο-ταπεινότητας. «Σιγά μην μας πεις ότι φταίμε εμείς» είναι η κλασική επωδός. Πειθαρχημένοι συνεργοί στα εγκλήματα, στις λαμογιές, στη λούφα, αξιώνουν την κατανόησή μας όταν τίθενται υπό κρίση, γιατί αυτοί ήταν «ο τελευταίος τροχός της αμάξης». Άνθρωποι χωρίς συνείδηση, προσκυνούν και γλείφουν τα καλά και συμφέροντα – σε μικρή και μεγάλη κλίμακα αφθονούν γύρω μας.)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News