430
|

Γράμμα απ’ τη Φραγκφούρτη: τανγκό για έναν

Avatar Αναστασία Λαμπρία 7 Οκτωβρίου 2010, 20:49

Γράμμα απ’ τη Φραγκφούρτη: τανγκό για έναν

Avatar Αναστασία Λαμπρία 7 Οκτωβρίου 2010, 20:49

Είχα ξεχάσει πώς είναι οι σοβαρές χώρες. Και ταυτοχρόνως έπασχα από ιδρυματισμό, ήταν αδύνατον ξεκολλήσω από τον ελληνικό πάτο. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο χτες το πρωί στο χάραμα, Λουφτχάνσα πτήση για Φραγκφούρτη με το λεγόμενο γαλατάδικο των 6πμ, σερνόμουν ξάγρυπνη, αλλόφρων από το άγχος, βαριά από τη μελαγχολία της αποτυχίας που από παντού αναδίδεται. Τρεις ώρες αργότερα, ζούσα πάλι σε πόλη, ζωηρή, φρέσκια, παλλόμενη, γόνιμη, οργανωμένη, φιλική. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ‘γραφα αυτούς τους χαρακτηρισμούς για γερμανική πόλη και δη τη Φραγκφούρτη που την έχω συνδυάσει μόνο με δουλειά, βιομηχανία, και σιδερένιες τράπεζες με Ταυ κεφαλαίο.

Πλην όμως όταν φτάνεις στα έγκατα του πάτου –και η ελληνική ζωή μας εκεί βρίσκεται- το βαρύ πυροβολικό της Γερμανίας σου φαίνεται σαν κομμάτι του παραδείσου (εκεί φτάσαμε). Επιπλέον και τελειωτικό χτύπημα για την ελληνολατρική επιχειρηματολογία, έξω ήταν όλη μέρα, χαρά θεού, μια μαγική λιακάδα. Και τέλος, το λεωφορείο που μόνο με 6 ευρώ με οδήγησε από το αεροδρόμιο στην Έκθεση ήρθε ακριβώς στην ώρα του, 8.35 (και ουχί 36), ο οδηγός έλεγε σε όλους χαμογελαστά καλημέρα και κατατόπιζε με προθυμία, ήταν το όχημα απαστράπτον κ.ο.κ (απορώ γιατί τα προηγούμενα 14 χρόνια που έρχομαι στην έκθεση αναζητούσα ταξί).

Δεύτερη τονωτική ένεση: η έκθεση του Βιβλίου (ο λόγος για τον οποίο αφίχθην). Κι όσο μύγα να αισθάνομαι μέσα σ’ αυτή τη βαριά βιομηχανία του βιβλίου, δεν νιώθω ότι ασχολούμαι με ένα είδος που δεν ενδιαφέρει κανένα, εντύπωση κυρίαρχη εν Ελλάδι. «Διαβάζω ό,τι είμαι» σκέφτομαι καθώς αποφασίζω να ξεκινήσω τη μέρα από την την τιμώμενη χώρα, την Αργεντινή και το περίπτερό της (κι όταν λέμε περίπτερο εννοούμε καμμιά χιλιάδα τετραγωνικά, ιδιοφυώς στημένο, αυτό που όταν η Ελλάς ήταν τιμώμενη χώρα είχε κοστίσει ένα δυσθεώρητο ποσό και κύριος φυσικά οίδε που σαπίζει τώρα ο εξοπλισμός). «Τα βιβλία κάνουν τους ανθρώπους» διαβάζω το αργεντίνικο μόττο και αποφεύγω να κάνω την παραμικρή σύγκριση. Απλώς νιώθω να μου φυτρώνουν φτερούγες και να με εγκαταλείπει πλήρως η δυσθυμία που κουβαλούσα οίκοθεν.

Τρίτη ένεση: έφαγα βασιλικά στη λήξη της ημέρας, προς τριάντα ευρώ, το προσφιλές κανιβαλιστικό μου ταρτάρ και όλα τα συμπαρομαρτούντα, το τραπεζομάντηλο ήταν τριζάτα ατσαλάκωτο και πάλλευκο, ανάλογο με το σακάκι του σερβιτόρου, το χαμόγελό του και την καθόλου μοστραδόρικη περιποίησή του. (Και πάλι αποφεύγω τις συγκρίσεις με τη χώρα του φιλόξενου Διός). Οι περιλάλητες μπύρες ήταν παγωμένες, τα φωτάκια της πόλης μες στη νύχτα σαν την σκάλα του Ιακώβ και το σοκολατάκι που βρήκα στο κολλαριστό μου μαξιλάρι πρώτης+ διαλογής.

Μετά από καιρό, πολύ καιρό, κοιμήθηκα χωρίς να ‘χω την ελληνική ζωή, βαριά σαν νταλίκα, να βρίσκεται αραχτή στο στέρνο μου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News