Απ’ την κοιλιά της μάνας της βγήκε χαμογελώντας κι έμεινε το ίδιο γελαστή ως τα γεράματά της. Λεπτή σαν το λεπτότερο λελέκι, σβέλτη και πάντα ακούραστη, με τα σμιχτά της φρύδια μια να απλώνουν το πρόσωπο και μια να το μαζεύουν, η Αγλαΐα σαν άνεμος έπαιρνε σβάρνα τις γειτονιές και τα χωράφια, και με την τσιριχτή φωνή της χαιρετούσε όλον τον κόσμο -ζωντανούς, νεκρούς, φυτά, ζώα, ακόμη και τα σκαθάρια- γελώντας μοναχούλα της, μάλλον δίχως λόγο.
Δεν έμαθε να γράφει ούτε το όνομά της, μιας και όλοι νόμιζαν πως το κορίτσι αυτό από μικρό είχε κάτι αφύσικο, λιγότερο απ’ τα άλλα, κι έτσι την κράτησαν για τις δουλειές στους κήπους, το σπίτι και το άρμεγμα, και κάπου στα δεκάξι της βρήκαν και την έδωσαν στον Λάμπρο. Καλός-κακός δεν νοιάστηκε να μάθει, αυτός ήταν για εκείνη κι αφού τον κοίταξε πρώτη φορά πίσω απ’ το μικρό της «ράμφος», του έσκασε το μεγάλο της χαμόγελο και έτσι χαμογελώντας τον φρόντισε χωρίς παράπονο μέχρι τον θάνατό του.
Κουτσά-στραβά τα βόλεψαν για αρκετά χρόνια, μα όταν ο μεγάλος τους γιος ήταν ήδη φαντάρος, ο Λάμπρος έπαθε κάτι με την καρδιά του και κάποιος άλλος έπρεπε για όλους να δουλέψει. Η ιδέα έπεσε μια Κυριακή αρχές καλοκαιριού του 1965 μετά τη λειτουργία: στο ξενοδοχείο στον Άγιο Στέφανο δούλευε ήδη το μισό χωριό: παιδιά απ' τα δώδεκά τους χρόνια, φοιτητές και ανάμεσα και μερικά κορίτσια, πάνω-κάτω οι μισοί άνδρες του χωριού: άλλος στο μπαρ, άλλος βοηθός σερβιτόρου και υδραυλικού, και οι γυναίκες στην καθαριότητα, καμαριέρες και άλλες μέσα στην κουζίνα, κι ανάμεσά τους δυο-τρεις με σπαστά αγγλικά στη ρεσεψιόν, όλο και κάτι θα βρισκόταν και για εκείνη. Μόνο που το ξενοδοχείο είχε ήδη ανοίξει απ’ το Πάσχα και έτσι έπρεπε να φτάσει ως τη Μύκονο μονάχη.
Θάλασσα δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή της και πέρα απ’ τα βουνά και τις πέτρες του χωριού δυο φορές όλες και όλες κατέβηκε ως τα Γιάννενα, για μια εγχείρηση στο χέρι την πρώτη μικρό παιδάκι ακόμη, για τις ακτινογραφίες του Λάμπρου τη δεύτερη, πριν λίγο καιρό. Ένας συγγενής θα την έβαζε στο λεωφορείο απ’ την Άρτα και στο πρακτορείο στην Αθήνα θα την περίμενε παιδί του αδερφού της. Θα έμενε για ένα βράδυ στα Πατήσια και το επόμενο πρωί θα πετούσε ολομόναχη με το αεροπλάνο.
«Μισή ώρα είναι όλο κι όλο το ταξίδι» της είπαν και «δεν θα το καταλάβεις» και ύστερα της το έδειξαν πάνω στο χάρτη του παιδικού αναγνωστικού. Κι η Αγλαΐα με τα μεγάλα της μάτια τα βρήκε όλα τόσο κοντά που άπλωνε τα δάκτυλα και άγγιζε, χωρίς να ξέρει τι λένε, τα μπλε νερά και τα καφέ βουνά και έκανε με τα χέρια της ξανά και πάλι το ταξίδι. Κι όταν έφυγαν όλοι, το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή της ξανάβγαλε το χάρτη και αφού παραφύλαξε πονηρά, έσκισε τη σελίδα και την έβαλε χαμογελώντας ακόμη πονηρότερα στην τσέπη κι ύστερα αποκοιμήθηκε χαμογελώντας. «Μεγαλοπιάστηκε η γυναίκα σου Λάμπρο μου και θα μπει και σε αεροπλάνο» έλεγαν όλοι την προηγούμενη εβδομάδα και κορόιδευαν «και δεν φοβάται μην πέσει και την καταπιεί το νερό αφού δεν ξέρει κολύμπι». Μα εκείνη δεν είχε λόγο να φοβάται, αφού με τον χάρτη στην τσέπη, ήξερε που και πώς θα πάει.
«Θα κοιτώ τον διπλανό και έτσι θα προχωράω» σκεφτόταν ήσυχη στη θέση της και ίσωνε και ξαναΐσιωνε το εμπριμέ της φουστάνι. Βουνά-βουνά και ανάμεσα τα σπίτια, πέτρες και πάλι πέτρες και πιο κάτω οι πόλεις και ύστερα οι μεγάλες απλωμένες πεδιάδες και στο τέλος της γης μια ατελείωτη μπλε θάλασσα. Πόσο μεγάλος να ήταν άραγε ο κόσμος του τοσοδούλη χάρτη, όσος και αν ήταν ούτε μια φορά δεν θα την φόβιζε, σκέφτηκε και κόλλησε περισσότερο το μάγουλο στο τζάμι, έβγαλε τα σποράκια της και σα να χαμογελούσε κατάφατσα στον κόσμο άρχισε να τα τσιμπολογά σπυράκι-σπυράκι.
«Τα αεροπλάνα είναι διασκεδαστικά, κάνουν έναν δυνατό θόρυβο, σηκώνονται το ένα μετά το άλλο και όλα μαζί κουνιούνται μες τα σύννεφα σα μια μεγάλη κούνια» θα έλεγε και θα ξανάλεγε χρόνια πολλά μετά στα εγγόνια της.
Την είχε φέρει το παιδί πολύ νωρίτερα στο αεροδρόμιο, από φόβο μήπως η θειά χάσει το αεροπλάνο. Μια κοπελίτσα αεροσυνοδός την πέρασε απ' τον έλεγχο και ύστερα κάθισε μαζί της περιμένοντας υπομονετικά για ώρα. Κι εκεί μέσα, στην αίθουσα αναμονής η Αγλαΐα ολομόναχη μα πάντα γελαστή, αντίκρισε για πρώτη φορά στη ζωή της τον τεράστιο κόσμο, έναν κόσμο διαφορετικό, βιαστικό και αληθινά αδιάφορο, που έφευγε και ερχόταν μες το ίδιο λεπτό και εξαφανίζονταν ακόμη πιο γοργά από εμπρός της, ένα κόσμο άγνωστο μα ταυτόχρονα τόσο φιλικό ακριβώς επειδή και η ίδια χωρούσε για πρώτη φορά μέσα του και γινόταν πανεύκολα ένα μαζί του, έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα πρόσεχε το ράμφος της, ούτε το διαρκές χαμόγελό της και κανείς δεν θα άκουγε την παράξενη φωνή της. Κι εκείνη τον κοίταζε χωρίς απορία, ανοικτή και λαχταρώντας τον, σαν από πάντα, και εκεί μέσα ένιωσε ξαφνικά σα να του συστηνόταν και ας μην την μάθαινε κανείς, η Αγλαΐα των βουνών που τώρα ξαφνικά γινόταν η Αγλαΐα όλου του κόσμου ίσια στο άγνωστο, ένα άγνωστο γεμάτο χρώματα, φωνές σε χίλιες γλώσσες, κινήσεις και νέες μυρωδιές, όλα απλωμένα μπρος της και αυτή πουλάκι λίγο πριν τον μεγάλο δροσερό αέρα.
Εκεί πάνω στα σύννεφα θα μπορούσε να κατοικεί μέρες πολλές και να τα χαζεύει. Να, αριστερά, ένα που έμοιαζε με γίγαντας και πιο κει ένα άλλο ίδιο με το πρόσωπο του Λάμπρου. Έβγαλε τον χάρτη, τον άπλωσε στα πόδια, μασούλησε τα σποράκια της, χάιδεψε για λίγο το βουνό της, που της είχαν κυκλώσει με κόκκινο για να μη νοιώθει μοναξιά κι ύστερα τους ξέχασε όλους και όλα τελείως φυσικά, σα να άνοιξε τα φτερά της και δεν γύρισε να κοιτάξει κανέναν και τίποτε πια πίσω.
Η Αγλαΐα των ανέμων και των σύννεφων, χωρίς φαντασία, μα ανάλαφρη, σωστό πουλάκι τ’ ουρανού, ευχαρίστησε τα μπλε κορίτσια του Ωνάση, πήρε την μικρή της τσάντα και προσγειώθηκε ένα μεσημέρι του Ιούλη στη Μύκονο.
Δέκα χρόνια κάθισε εκεί κάτω. Τίποτε δεν της έκανε ποτέ εντύπωση και τίποτε δεν της φάνηκε ποτέ ξένο. Ποτέ δεν ζήλεψε τίποτε και με το ίδιο πάντα χαμόγελο καθάριζε σαν ευχαριστημένη κάθε πρωί για δέκα χρόνια ένα-ένα τα δωμάτια και τα απογεύματα βοηθούσε στην κουζίνα. Κάθε Παρασκευή κατέβαινε στη Χώρα και έστελνε τα χιλιάρικα πίσω στο σπίτι. Ύστερα ξαναγύριζε χωρίς σχόλια, δίχως κακία και διάθεση κουτσομπολιού, χωρίς να ρίχνει το παραμικρό βλέμμα τριγύρω, λες και δεν είχε την ελάχιστη περιέργεια να δει πώς είναι η ζωή σε τούτον δω τον τόπο. Μόνο κάθε σούρουπο ανέβαινε ως την ψηλότερη βεράντα και εκεί στην άκρη με τους βασιλικούς άνοιγε τα κατάκοπα χεράκια της, τέντωνε το πρόσωπο-πουλί όσο πιο ψηλά μπορούσε, να νιώθει τον αέρα, να την παίρνουν τα σύννεφα και η αύρα και ξεκινούσε πάντα χαμογελαστή το δικό της ταξίδι.
Την βρήκαν πεθαμένη μια εβδομάδα πριν μέσα στο κουζινάκι της. Στην τσέπη της ποδιάς της είχε κολλημένα μερικά κομματάκια ενός παλιού χάρτη και μια φωτογραφία, νέα με ένα εμπριμέ φουστάνι στο κλειστό πια εδώ και καιρό παλιό αεροδρόμιο. Χαμογελαστή και με τα χέρια ανοικτά, σαν έτοιμη να πετάξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News