486
|

Η ζωή μου όλη: Χάδι μαζί και δάκρυ

Avatar Αναστασία Λαμπρία 17 Σεπτεμβρίου 2010, 09:24

Η ζωή μου όλη: Χάδι μαζί και δάκρυ

Avatar Αναστασία Λαμπρία 17 Σεπτεμβρίου 2010, 09:24

Το ξεκαθαρίζω από την αρχή: όταν πρωτάκουσα το Υπάρχω, χλεύαζα με την αυθάδεια της νιότης μου και του στραμπουληγμένου φεμινισμού. Είκοσι χρόνια αργότερα το τραγούδαγα έξω φωνή στην Εθνική, σκαρφαλωμένη σ’ ένα καπό αυτοκινήτου ευχόμενη να μη τελειώσει ποτέ – στίχοι, μουσική, φωνή γέμιζαν ακόμη και τα σύννεφα.

Δεν μεγάλωσα με λαϊκά (ούτε στα λαϊκά). Στην κοινότοπη ερώτηση «τι μουσική ακούγανε σπίτι σας» εγώ θα απαντούσα ότι το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι είναι τα Καβουράκια του Τσιτσάνη και το ακατανόητο για τους στίχους του, χαδιάρικα πεισιθανές «Φέρτε μου ένα μαντολίνο». Στις κυριακάτικες εκδρομές, περνώντας από την λεγόμενη Κακιά Σκάλα οι μεγάλοι σφύριζαν “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου” και ότι τα πρώτα ελληνικά εξώφυλλα δίσκων που θυμάμαι είναι “Οι δεκαπέντε εσπερινοί” και “Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού”. Τα έχω ακόμη. Στα είκοσι μπορούσα να διακρίνω τον ήχο της βιόλας ντα γκάμπα από τη βιόλα ντ’ αμόρε κι ήξερα σχεδόν όλες τις διαφορετικές εκτελέσεις από τις Σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν. Είχα αφήσει πίσω τον Βιβάλντι και τους προκλασικούς που ακόμη δεν τους είχαν βγάλει τα μάτια οι διαφημιστές. Από ελληνικά, τα Άπαντα Θεοδωράκη, ο Χατζιδάκις και το Καπνισμένο Τσουκάλι (που βράζει βράζει τραγουδώντας) και ενδιαμέσως όλα τα Αντάρτικα. Μια θεωρούμενη ανήσυχη αστή. Πφφφφφ

Τον Καζαντζίδη τον πρωτάκουσα ενσυνειδήτως στην “Πολιτεία” του Θεοδωράκη, με το που βγήκε ο δίσκος, στο Σαββατόβραδο και στο Παράπονο, αλλά πλάι στη φωνή του Μπιθικώτση (που τότε πια είχε άπαντες κατακτήσει και καθηλώσει), αυτός ο συμπαγής πόνος μού ακουγόταν αβάσταχτος.

Κάτι χρόνια αργότερα μέσα στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών στο Παρίσι, έμαθα τον θάνατο του Τσιτσάνη. Γύρισα στο φοιτητικό μου δωμάτιο κι αναζήτησα στις μουσικές που είχα φέρει μαζί μου, τη Συννεφιασμένη Κυριακή.Κι ήταν σαν να άνοιξαν τα ουράνια: της προσωπικής μνήμης (θυμήθηκα και τις εισαγωγές στις ραδιοφωνικές εκπομπές της Κολούμπια), της συλλογικής μνήμης και όλου του λαϊκού τραγουδιού που από τότε με κατέκτησε. Είχε τα ελαττώματα και τους ναρκισσισμούς, τις εμπάθειες και τα κολλήματα αλλά αυτά μοιάζουν λίγα και αδύναμα, θολά και μικρά γιατί ήταν σε σάρκα, οστά και φωνή η βαθύτερη ουσία των παλαιών Ελλήνων: δεν είναι γλεντοκόποι, δεν είναι χαρούμενοι, δεν είναι πλακατζήδες. Είναι κάτι πλάσματα μελαγχολικά που κάνουν πλάκα με την τραγικότητα. Είναι πικροί, δεν είναι πικραμένοι.

Δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε. Είτε όταν τραγουδούσε το Πέλαγο είναι βαθύ του Χατζιδάκι είτε τα Τούρκικα και τα Ινδικά είτε τα τραγούδια του Άκη Πάνου, είτε το αγαπημένο μου Πριν το χάραμα, όπου όλο το τραγούδι μπαίνει στο αχ προτού το “να ξαναβρώ τα δυο χείλη που ποτέ δε χόρτασα”. Το αχ το δικό του. Δεν με νοιάζει η μυθολογία του, η μαμά του, οι γυναίκες του, οι καυγάδες και τα δικαστήρια με μουσικούς και δισκογραφικές, οι εμμονές, οι οπαδοί του. Με νοιάζει ότι κάνει το φυλλοκάρδι μου να τρέμει. Κι όχι μόνο σ’ εμένα. Αγγίζει το ανέγγιχτο, λίγο είναι;

Του οφείλω πολλά. Ακόμη και το όνομα αυτής της στήλης.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News