Όταν διαβάζω άρθρα όπως το Το δικαίωμα του να βγω βόλτα μόνη μου αισθάνομαι μελαγχολία, ανακατεμένη με αγανάκτηση και θυμό. Και καπάκι νιώθω ένοχη, γιατί σκέφτομαι πως δεν είναι αδιάφορος και παρτάκιας μόνο ο κάθε οδηγός που κλείνει για λίγα λεπτά ή μερικές ώρες μια διάβαση για αναπηρικά αμαξίδια, αλλά κι όλοι εμείς που του επιτρέπουμε να το κάνει. Ξεχνάμε ή κι ενδεχομένως αγνοούμαι, ότι στο πλαίσιο της κοινωνικής συνύπαρξης είμαστε σε ένα βαθμό υπεύθυνοι για τα λάθη των άλλων, όπως και οι άλλοι για τα δικά μας. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι αυτονόητη αντίδραση μια αυστηρή, πλην ευγενική παρατήρηση, σε όποιον βλέπουμε να παρκάρει το αυτοκίνητο κάπου που δεν πρέπει , όπως π.χ σε στροφή λεωφορείου, ή μπροστά σε ειδική ράμπα. Γιατί αυτός ο οδηγός είναι πολύ πιθανό να μην έχει συναίσθηση του πόσο θα δυσκολέψει τη ζωή των άλλων με την επιλογή του. Σκέφτεται πως έχει λόγο που παρανομεί, κι αυτός ο λόγος, ο δικός του λόγος, του αρκεί. Κι όσο κανείς ποτέ δεν του εξηγεί το λάθος του, θα συνεχίσει να το κάνει. Ξανά και ξανά.
Μερικές φορές σκέφτομαι την Ελλάδα σαν ένα τεράστιο Κωσταλέξι.
Ζούμε απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, αποκλεισμένοι στον μικρόκοσμο της οικογένειάς μας και τα βάσανά μας, κι όχι μόνο δεν μας νοιάζουν οι ανάγκες των συμπολιτών μας, αλλά τις εχθρευόμαστε κιόλας, επειδή φοβόμαστε (και λόγω κρίσης πια) ότι μπορεί να καπελώσουν τις δικές μας. Έχουμε απειροελάχιστη αίσθηση της συλλογικής ευθύνης και του ευρύτερου «εμείς», δεν ψάχνουμε στους εαυτούς μας τις λύσεις, πόσο μάλλον για τα προβλήματα των άλλων. Μπορεί να νιώθουμε συμπόνια για τον άγνωστο με το αναπηρικό αμαξίδιο, αλλά ως εκεί. Τα δικαιώματα του δεν θα μας απασχολήσουν. Αν μάλιστα τα δικαιώματα του χαλάνε την ευκολία μας… ε, τότε με ευκολία θα τα καταπατήσουμε.
Όταν παλιότερα ήμουν μέλος μιας εθελοντικής ομάδας στήριξης παιδιών με ανίατες ασθένειες, οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί με ρωτούσαν «Μα γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Δεν είναι καταθλιπτικό;». Φυσικά και ήταν καταθλιπτικό και φυσικά στενοχωριόμουν πάρα πολύ με αυτά που έβλεπα, όμως πιο πολύ στεναχωριόμουν με το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου δεν ήθελαν να ξέρουν, δεν«άντεχαν» να ξέρουν αυτά που άλλοι αναγκαζόντουσαν να αντέξουν, γιατί πολύ απλά «αυτά» ήταν η ζωή τους.«Δύσκολα ασχολείσαι με τον πόνο που δεν είναι δικός σου» μου είχε πει σε κάποια φάση μια νοσοκόμα. Και είχε δίκιο. Απόλυτο δίκιο. Στην Ελλάδα επιβιώνουμε οικογενειακά, προστατευόμαστε μεταξύ μας, αγαπιόμαστε μεταξύ μας. Τα αναπηρικά αμαξίδια αν πάνω τους δεν βρίσκεται κάποιος δικός μας απλώς δεν μας αφορούν. Και επειδή ακριβώς όλα αυτά τα χρόνια το κράτος λειτουργούσε με άξονα αυτήν την αλληλεγγύη της ελληνικής οικογένειας, οι μηχανισμοί πρόνοιας και φροντίδας είναι για κλάματα.
Κάποτε μια φίλη, σε σχετική κουβέντα, μου είχε πει πως όταν είχε πάει στο Μόναχο για σπουδές και έβλεπε κόσμο να κυκλοφορεί με καροτσάκια σκεφτόταν «τους καημένους τους Γερμανούς, πόσους πολλούς ανάπηρους έχουν», θεωρώντας πως στην Ελλάδα δεν έχουμε παρά ελάχιστους. Λίγα μόλις χρόνια αργότερα κατάλαβε ότι στη χώρα μας έχουμε περισσότερους, απλώς δεν κυκλοφορούν. Δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν. Βρίσκουν παντού εμπόδια. Εμάς.
ΥΓ.1: Νομίζω πως η ποινή για παράνομη στάθμευση σε τέτοια σημεία, καθώς επίσης και για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, θα έπρεπε να είναι ένας μήνας καθημερινής συνοδείας ανθρώπων με αναπηρικά αμαξίδια. Επίσης αντί για λευκές εβδομάδες στα σχολεία θα μπορούσε να υπάρχει μία εβδομάδα όπου τα παιδιά θα συναντούσαν, υπό την καθοδήγηση ειδικών, συνομηλίκους τους με ειδικές ανάγκες/ικανότητες -ή για να το πω πιο σωστά, συνομήλικους τους που κινούνται και σκέφτονται διαφορετικά. Το ότι πολύ μικρή γνώρισα κι έπαιξα και αγάπησα ένα τέτοιο παιδί, νομίζω πως μόνο καλό μου έκανε.
ΥΓ. 2: Επειδή τα αυτονόητα δεν είναι αυτονόητα, φυσικά δεν είναι όλοι οι συμπολίτες μας αδιάφοροι, απόδειξη η ιστορία του Κωστάκη, απλώς αυτοί που είναι, φτάνουν για όλους μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News