Το Παγγαίο τον χειμώνα ανεβαίνει στον ουρανό. Είναι το χιόνι που του δίνει τα φτερά. Το βλέπεις ψηλά. Ανεβασμένο. Κρέμεται. Αιωρείται. Τραμπαλίζεται. Γαλαξίας. Πολυέλαιος. Βγαίνουν οι άγγελοι, ένας–ένας στη σειρά, σοβαροί, επιμελείς κι ανάβουν τις κορφές του. Το Μάτι, το Αυγό, το Τσεκούρι.
Οι κρόκοι του Χειμώνα. Ο Γάλανθος. Το Ρόδο το εκατόφυλλο. Τα εφτά μονοπάτια.
Το μέλι των γκρεμών.
Κρέμεται χρυσό και μαλαματένιο από τον ουρανό. Δεν είναι θαύμα. Είναι πραγματικότητα. Το βλέπεις, αρκεί να βγεις στο μπαλκόνι σου να σηκωθείς στις μύτες των παπουτσιών σου και να κοιτάξεις πίσω και πάνω από το παραβάν – από το όρος Σύμβολο- από όλα αυτά που συμβαίνουν και αμέσως νιώθεις, καταλαβαίνεις, αισθάνεσαι, ότι σβήνει, λευκαίνει, απαλείφει όλα σου τα κρίματα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα ανομήματα του κόσμου. Όσο πλησιάζεις κοντά του, τόσο αυτό απομακρύνεται. Σε τραβάει μαζί του. Σε ρουφάει, σε ανεβάζει, σε βγάζει. Σε θέλει. Σου μιλάει. Σε αγαπάει;
Το Παγγαίο τον χειμώνα φεύγει, μετακομίζει, ξεκολλάει, ταξιδεύει, σκαρφαλώνει, χάνεται, εξαφανίζεται, παίζει, σοβαρεύεται, απογειώνεται, ανοίγει πανιά, σαλπάρει. Θάλασσα γίνεται, νησί και άρμενο.
Περπατώ πάνω στο χιόνι του. Ακούω το τρίξιμο. Σφίγγω το χιόνι στη γροθιά μου. Σκέφτομαι πώς τα φέρνει έτσι η ζωή; Πώς τα βγάζει, πώς τα ανακατεύει και στα πετάει κατάμουτρα; Θολώνεις, κρυώνεις, κλείνεις τα μάτια σου, τα ανοίγεις. Τα ανοίγεις.
Πώς αγαπάμε, πώς πονάμε, συμπάσχουμε, συμπονάμε, αντιδρούμε, πορευόμαστε, υπάρχουμε; Πότε είμαστε τίμιοι, συνεπείς, αξιοπρεπείς, δίκαιοι, αγωνιστικοί, παρόντες; Πότε και πώς είμαστε άνθρωποι;
Να ανέβουμε αυτό το βουνό, αυτό το βουνό που ζούμε, να το ανέβουμε, να ανεβάσουμε μια παράσταση, να μην κρυφτούμε, να μην σκύψουμε, να μη φοβηθούμε, να μην το αποφύγουμε, ένα έργο που να μιλάει για το μεγάλο, σύγχρονο πρόβλημα, το μαύρο, το μαύρο μας χιόνι. Να πάρουμε μέρος και εμείς στη δημόσια συζήτηση, να μην προδώσουμε τους στόχους μας.
Ωραία, σωστά. Έχουμε στα χέρια μας «την οδύνη των ανέργων» και «το δικαίωμα στην τεμπελιά» ας μπούμε λοιπόν από τα Μαύρα νερά, από το μονοπάτι αυτό, κι ας δούμε ποια και τι κορυφή θα πιάσουμε.
Ηθοποιοί, πρόβες, πρεμιέρα εδώ, στον Βορρά, στην Καβάλα. Τι πιο ωραίο; Όλα άγια και καλά. Ανεβαίνουμε, φτάνουμε, στο δικό μας Παγγαίο, πετυχημένη παράσταση κι ο κόσμος να τρέχει με λαχτάρα, με θέρμη, να έρχεται στο θέατρο, να υποστηρίζει τη δουλειά μας, να συμμετέχει, να γεννάει ερωτήσεις, να προτείνει, να συζητάει, να πλαισιώνει, να παίρνει δουλειά για το σπίτι. Να κουβεντιάζει στα μπαρ, στα καφενεία, δεξιά κι αριστερά, για τη δική μας δουλειά. Το δικό μας το χιόνι. Άγια πράματα. Τι πιο ωραίο. Τι άλλο να θέλεις; Τι άλλο να ζητάς; Να έρχονται φίλοι, συνεργάτες, γνωστοί, να μοιράζεσαι τη χαρά, το γέλιο. Την επιτυχία.
Το Παγγαίο τον χειμώνα ανεβαίνει στον ουρανό. Ονειρεύεται. Άλλη διανομή, άλλη σκηνή, άλλο έργο. Αλλάζει ρούχο, αλλάζει φως. Χαρταετός. Να μας σηκώσει, να μας πάρει, να μας πάει. Σ’ άλλη γη. Είναι το χιόνι που του δίνει τα φτερά. Το βλέπεις ψηλά. Ανεβασμένο. Κρέμεται. Αιωρείται. Τραμπαλίζεται. Γαλαξίας. Πολυέλαιος. Βγαίνουν οι άγγελοι ένας–ένας στη σειρά, σοβαροί, επιμελείς κι ανάβουν τις κορφές του. Πράγματι.
Το Παγγαίο κρέμεται τον χειμώνα από τον ουρανό. Δεν είναι θαύμα. Είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα που έχεις ανάγκη. Σε ρουφάει, σε ανεβάζει, σε βγάζει. Σε θέλει. Αγιάζουν τον χειμώνα τα ψηλά βουνά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News