Kαθόμασταν πλάτη-πλάτη. Σταυρός του Νότου. Τα τραπεζάκια μας κολλητά. Ήταν ένα ζευγάρι γύρω στα είκοσι. Όποτε έσκυβε να της πει κάτι στο αυτί, η απόσταση από το δικό μου αυτί ήταν ίδια. Δεν ήθελα, αλλά τα άκουγα όλα. Της έλεγε ωραία πράγματα. Κι εκείνη. Ομολογώ πως κάποια στιγμή άρχισα να κολακεύομαι. Αφού ήταν σαν να τα έλεγε σε εμένα! Μπήκα στον ρόλο. Εικοσάρης σε πρώτο ραντεβού.
Κάνα δυο φορές, ο τύπος κόλλησε. Τον λυπήθηκα. Ήθελα να τον βοηθήσω. Την είχα την ατάκα αλλά πώς να την πω; Σταμάτησα να τον λυπάμαι και άρχισα να ζηλεύω την αμηχανία του. Έφτιαχνα δικούς μου διαλόγους, με τις δικές μου απαντήσεις, στις δικές της ερωτήσεις. Η μικρή, τον «είχε» για πλάκα. Διάολος. Του έστηνε απίστευτες παγίδες κι ο έρμος τις έτρωγε όλες κι έγλειφε και τα δάχτυλά του. Τα λάθη του απανωτά. Μου ήρθε να γυρίσω και να του φωνάξω:
«Όχι! μην της το λες αυτό, θα σε φάει ζωντανό, σε λίγους μήνες δεν θα σε αναγνωρίσουν ούτε από την οδοντοστοιχία σου!».
Στη σκηνή ο Μίλτος κι ο Χρήστος τραγουδούσαν το «Φωτιά μου». Θα πω ένα τραγούδι- σήκω να το χορέψεις- τα μάτια να μου κλέψεις- για πάντα πριν χαθώ. Τραγουδάνε μαζί με πάθος.
Αν μείνουν μαζί, σε λίγα χρόνια θα το ακούν και θα νοσταλγούν. Εκείνος την αφέλειά του κι εκείνη τα κοφτερά της νύχια. Είναι εκείνη η ηλικία που τα κορίτσια δεν έχουν αντίπαλο. Σίγουρα όχι ανάμεσα στους συνομήλικούς τους. Τα έχουν όλα δουλεμένα στην προπόνηση, βγαίνουν στο γήπεδο, κάνουν παπάδες, χάνεται η μπάλα, έχουν βάλει πέντε γκολ κι εσύ κάνεις ακόμα ζέσταμα.
Μεγαλώνοντας, έχεις μάθει πια τις σωστές απαντήσεις, αλλά όταν οι ερωτήσεις δεν έχουν πια κανένα νόημα. Ποιος θέλει εμπειρία στη θέση της γλυκιάς δειλίας; ποιος δέχεται να ανταλλάξει ωριμότητα με το μυρμήγκιασμα στο αίμα; ποιος χρειάζεται τα λόγια εκεί που κάποτε δεν σου έφταναν οι ανάσες για τα φρενιασμένα λαχανιάσματα των ηδονών;
Το παιχνίδι είχε κριθεί. Ήταν χαλαρή, ήταν ερωτευμένος.
Μόλις στο τέλος έμαθα τα ονόματά τους. Μέχρι τότε μιλούσαν με τις γνωστές χαδιάρικες προσφωνήσεις. Γενοκτονία υποκοριστικών. Εκείνη ήταν η Ελένη. Άρχισαν να κάνουν πάρτι οι συμβολισμοί στο μυαλό μου. Εκείνος ήταν ο Άδωνις. Αισθάνθηκα το σιρόπι της συμπαντικής δικαιοσύνης να χύνεται στη ραχοκοκκαλιά μου.
Τον κοίταξα και σκέφτηκα «κακομοίρη μου, νομίζεις πως βρήκες από τώρα το φάρμακό σου για μια ζωή, αλλά έπεσες σε γενόσημο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News