Κάθεται και γράφει – από το πρωί, κάθεται και γράφει.
Γράφει το καινούριο του βιβλίο, που τον απασχολεί όσο τίποτε άλλο στον κόσμο· ίσως μονάχα ο έρωτας να ξεπερνά το βιβλίο του σ’ ενδιαφέρον, όμως ο έρωτας είναι ασφαλής, ενώ το βιβλίο μόνο κι απροστάτευτο – αν δεν το φροντίσει, θα πεθάνει στα χέρια του.
Στους δρόμους εσχάτως φασαρίες: φοιτητές, φοιτητές, πόσοι φοιτητές, εξοργισμένοι, βαριεστημένοι, ψυχωμένοι ή γκομενίζοντες, μπορείς να βγάλεις τρελά γκομενάκια σε πορείες, αυτό δα το ξέρουνε κι οι πάπιες. Κι ο κόσμος γενικώς στον διάβολο, πάντα παντού όλο και κάποιος πόλεμος θα γίνεται, άι σιχτίρ πια, τους βαρέθηκε και τους νεκρούς, τουλάχιστον αυτοί πέθαναν και ησύχασαν, εμείς να δούμε τα χαΐρια μας. Τις προάλλες στο απέναντι γραφείο ταξιδίων που’ χε πάει για κάτι εισιτήρια, έπεσε το μάτι του σ’ έναν χάρτη με τη διχοτομημένη Κύπρο΄ κι αυτό ακόμα το ’χε ξεχάσει πλέον, σαν το αδέσποτο στρόντιο του Τσερνόμπιλ, τα κακά γίνονται, κρατάνε χρόνια άμα τα ’χεις στο κεφάλι σου, και μετά ξεχνιούνται. Το παν είναι να τελειώσει το ρημαδοβιβλίο, μην του μείνει στα χέρια.
Είναι σαν να σου πεθαίνει παιδί όταν γίνει κώλος το βιβλίο – χειρότερο· το παιδί το θυμούνται κι άλλοι, και σου λένε, μα τι ωραία μάτια είχε ο συχωρεμένος ο γιος σου, σαν σμαράγδια/ζαφείρια/κάρβουνο, κι εσύ παρηγοριέσαι κάπως. Άμα σου πεθάνει το βιβλίο όμως πριν το γεννήσεις, χέσε μέσα΄ κανείς δε θα το μάθει, κι άσε να λένε για την ντιβανοκασέλα του Πεσσόα – τι κατάλαβε κι αυτός ο έρμος;
Γυρνά το κεφάλι τώρα, το βλέμμα στο παράθυρο, κι αφουγκράζεται τα Εξάρχεια. Θα μου το κάνετε πάλι μπουρδέλο σήμερα με τα δακρυγόνα; αναρωτιέται. Να βγω από τώρα να πάρω τσιγάρα, τσιγάρα, και τσιγάρα; Αλλά μπα, κουράστηκαν από χτες και τα μπατσόπαιδα, κωλοδουλειά κι αυτή, αδερφέ, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου.
Και ξαφνικά, ξαφνικά – η καρδιά μου! Τι ήταν αυτό;;; –
Και ξαφνικά το ουρλιαχτό.
Χειρότερο από σειρήνα, από περιπολικό-ασθενοφόρο-πυροσβεστική, χειρότερο απ’ τη σάλπιγγα του τσίφτη του Γαβριήλ στη Δευτέρα Παρουσία, χειρότερο απ’ οτιδήποτε – κάλλιο να στρίγγλιζε ο ίδιος, πάει τώρα η αυτοσυγκέντρωση, ξέχνα το βιβλίο για σήμερα.
Είναι κλάμα σκυλιού γοερό, που ουρλιάζει επειδή αμάξι ηλιθίου που να καεί στην Κόλαση πέρασε και το σακάτεψε το ζώο, του ’φαγε κανά πόδι, μη σου πω το ξαντέριασε κιόλας, και ξεψυχώντας ο καλύτερός μας φίλος σου ’χει βάλει κάτι φωνές που τύφλα να ’χει το "Εδώ Πολυτεχνείο".
Ο τύπος που γράφει πα’ να κλείσει τ’ αυτιά. Τίποτα. Του ’ρχονται δάκρυα στα μάτια. Δεν αντέχει να πάει στο παράθυρο να δει, θέλει να τρέξει στην κρεβατοκάμαρα που ’ναι στην άλλη άκρη, στον φωταγωγό, να κλείσει πόρτα ερμητικά, να κουκουλωθεί με το πάπλωμα, να θάψει την κεφάλα του κάτω απ’ το μαξιλάρι και να κλάψει για το σκυλάκι, καριόλη που το πάτησες, κακιά αρρώστια να σ’ εύρει.
Δεν το μπορεί άλλο το ουρλιαχτό, του ’ρχεται να τσιρίξει, και τσιρίζει, κι η οδοντογιατρός στο διπλανό διαμέρισμα βάζει τροχό στο φουλ, να σκεπάσει κι αυτή τη στριγγλιά, τον ρόγχο του ζώου.
Στο τέλος όμως δεν μπορεί άλλο. Ντύνεται, τι ντύνεται δηλαδή, ένα παλτό φοράει και παντόφλες, με τις πιτζάμες θα κατέβει, κι άντε να θυμηθεί τώρα πού έχει κτηνιατρείο, κι άντε να βρει ταρίφα που θα τον πάρει με σκυλί που αιμορραγεί, Χριστέ μου, κατάρα στον οδηγό και πάλι.
Και τότε – ξαφνικά ξαφνικά ξαφνικά – το κλάμα του σκύλου κόβεται μαχαίρι. Πάει, πέθανε φαίνεται. Πάει το ζώο, αλλά πάει και το βιβλίο, έτσι όπως τρέμει πού να ξαναπατήσει πλήκτρο σήμερα. Θα πλακωθεί στα κρασά απ’ τη μία το μεσημέρι, κι άντε μετά που τον κράζουν οι πάντες αλκοολικό ν’ αποδείξει τ’ αντίθετο.
Μα δεν βαστιέται και θέλει να δει. Άρρωστο ζώο, άνθρωπε, άρρωστο άρρωστο ζώο, σιχαμένο, γιατί πας να δεις τώρα; Τι να δεις, υποκριτή, να δεις το ψοφίμι και να χαρείς που ζεις ο ίδιος; Γι’ αυτό βλέπετε με γουρλωμένα μάτια τη Συρία κι ό,τι άλλο σπαράζεται απ’ τον πόλεμο, σας φτιάχνει που ’χει γεμίσει το σύμπαν πεθαμένους κι εσείς ζείτε ακόμα και σχεδιάζετε τα γιορτινά σας ψώνια;
Οπότε πάμε να δούμε το σκυλί σκέφτεται το καθίκι ο συγγραφέας, και στήνεται στο παράθυρο και κοιτάει στον δρόμο.
Κι οι περαστικοί, οι μεσόκοπες νοικοκυράδες κι οι μαγαζάτορες κι όλοι οι καλοί αθρώποι, στ’ αποτέτοια τους το ζώο που ψυχορραγούσε. Μα αίματα δε βλέπει, σύρθηκε κατά πώς φαίνεται κάπου να πεθάνει, δεν είχε άλλον αέρα, άλλη ζωή μέσα του να σκούξει, μα ξαφνικά – όχι.
Όχι, δεν πέθανε, όχι δεν κρύβεται, όχι, ζει ακόμα. Με ζόρι ζει, με κόπο, αλλά αντέχει, γιατί το ’χει πάρει αγκαλιά μια κοπελίτσα ένα και πενήντα, σαν Πιετά, ένα μαυριδερό κοκαλιάρικο πλάσμα, υποσιτισμένο και βρώμικο απ’ την πρέζα και τη ρετσίνα και τον ύπνο στα πεζοδρόμια, αλλά δεν θα βρεις, μαλάκα, τέτοια Παναγία σ’ όλο τον κόσμο, Παναγία το κοριτσάκι το πρεζωμένο, αυτό που προσπερνάς και περιφρονείς και δίνεις ένα ευρώ να σώσεις την ψυχή σου και να μη χολοσκάς π’ αγόρασες καινούρια τι-βι πλάζμα, αυτό το κορίτσι και η λετσαρία των Εξαρχείων ενωμένοι, μια στρατιά από υπεράνθρωπους κι εμείς υπάνθρωποι.
Μπορεί και να το σώσαν εν τέλει το σκυλί – ο συγγραφέας δεν έμαθε ποτέ.
Αλλά θα ζηλεύει παντοτινά τα μαύρα χέρια, φαγωμένα απ’ τις βελόνες του 1cc, θα ζηλεύει παράφορα τ’ άλουστα μαλλιά και την απόπνοια μπύρας και το θάρρος. Τη γυναίκα του δρόμου, τον άνθρωπο.
Τον άνθρωπο, τον άνθρωπο – και ξαφνικά: ο άνθρωπος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News