Την έλαβα την πρόσκληση, ήρθε το μήνυμά σου.
Θα έρθω, θα έρθω αλλά από το δικό μου δρόμο.
Τη σκόνη μου θα φέρω, τους καρπούς, την πέτρα, την πετριά μου, τη φοινικιά, το μαύρισμά μου και τον ήλιο μου.
Τα λόγια, τα ονόματα, τα ρήματα και τους κανόνες, το χώμα, τις βραγές, τις ξόβεργες με τα πιασμένα τα πουλάκια στο κλουβί τους.
Τις στροφές, τα αυλακιά, τις λακκούβες.
Θα έρθω, θα έρθω από το δρόμο μου.
Αυτόν περπάτησα, αυτόν σκόνταψα, αυτόν ξέρω, αυτόν θα φέρω, αυτόν θα βγάλω από τη τσάντα μου να αφήσω δώρο στη γιορτή και στο τραπέζι σου. Μην περιμένεις τα πολλά, φανταχτερά και βελουδένια.
Βασιλικό της γης θα φέρω και νερό, νεράντζι από τη νεραντζιά μου.
Η ανθοδέσμη θα είναι απ’ το χαντάκι μου, θα έχει το γάβγισμα του σκύλου, το αλύχτισμα. Θα είναι σφιχτά δεμένη στην ουρά μου.
Μικρό το ρόδο και το αγκάθι μου φαρμακερό, το ρούχο μου θα στάζει τη βροχή και η λάσπη της, πυλός μου και φωνή μου.
Θα έρθω με το κάρβουνο το άσβεστο στη γλώσσα μου, με τα χαρτιά και το τετράδιο το δωδεκάφυλλο, τα γράμματα τα είκοσι τέσσερα θα βγάλω από τον κόρφο μου και θα σου πω το ποίημα από στήθους, καθαρά και ξάστερα.
Μετά θα φύγω. Στρατιώτης σιωπηλός και ηττημένος.
«Με μιλείς κ’ ένας κρυφός
δισταγμός με αποτρέπει
του προσώπου σου το φως
να θαυμάσω καθώς πρέπει
Γιατί μ’ έχει η μουσική
Μαγεμένο της φωνής σου
Κι’ ωσάν Όνειρο γλυκύ
Την θαρρώ του Παραδείσου»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News