Μπαίνοντας στην αίθουσα «Φρίντα Λιάππα» για να παρακολουθήσω τη δανέζικη ταινία «Nordvest», στα πλαίσια του 54ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αισθάνθηκα έντονα ότι ζω σε επανάληψη μια βραδιά από την περσινή εκδήλωση. Ήταν Νοέμβρης του 2012, περίπου ίδια νυχτερινή ώρα, όταν η «Πειρατεία» του Δανού σκηνοθέτη Τομπίας Λίντχολμ προβαλλόταν στην αποθήκη Δ’ του λιμανιού και σκόρπιζε τέτοιο ενθουσιασμό στους θεατές, που κατόρθωσε να αποσπάσει στα βραβεία κοινού τον Χρυσό Αλέξανδρο. Αν είχατε δει το έργο, θα θεωρούσατε ότι ο «Captain Fillips», που παίζεται τώρα στους κινηματογράφους, είναι απλώς μια κακή αντιγραφή. Τότε, ο ρεαλισμός στην απεικόνιση της πραγματικότητας, που σε έκανε να νιώθεις ότι συμμετέχεις στην πλοκή, σε συνδυασμό με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών είχαν καθηλώσει τους θεατές.
Ανάλογη ατμόσφαιρα. Οι καρέκλες γεμάτες, ο κόσμος στριμωχνόταν στα σκαλιά και στην αίθουσα κυριαρχούσε μια αίσθηση αγωνίας. Ίσως και φόβου. Ο Κάσπερ, που ζει μαζί με τη μητέρα του, τη μικρή αδελφή του και τον δεκαεφτάχρονο αδελφό του στο Νόρντβεστ, μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Κοπεγχάγης, αγωνίζεται για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του πουλώντας κλεμμένα εμπορεύματα. Όταν αρχίσει να ανεβαίνει στην ιεραρχία του οργανωμένου εγκλήματος, να μαθαίνει τους κώδικες του υποκόσμου και να συμπεριφέρεται σαν μαφιόζος, παρότι είναι μόλις δεκαοχτώ χρονών, οι προκλήσεις που θα συναντήσει ξεπερνούν κατά πολύ τις ευθύνες που μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του.
Ο σκηνοθέτης Μίκαελ Νορ, που το 2010 είχε συνεργαστεί μαζί με τον Τομπίας Λίντχολμ -κοίτα σύμπτωση!- στην πρώτη του ταινία, το «R», μεταφέρει στην οθόνη έναν κόσμο σκληρό, τόσο σκληρό που θαρρείς ότι δεν υπάρχει. Ωστόσο, η μεταφορά πραγματοποιείται με χειρουργική ακρίβεια, δίχως καμία υπερβολή ή τραβηγμένη από τα μαλλιά σκηνή δράσης, με αποτέλεσμα ο θεατής να ταξιδεύει μαζί με τον Κάσπερ στους επικίνδυνους δρόμους του Νόρντβεστ. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να περιγράψει το πώς ο βασικός του ήρωας φτάνει σε τραγικό αδιέξοδο, δείχνοντας με μεθοδικότητα ότι τελικώς οι ίδιες μας οι πράξεις είναι εκείνες που χαράσσουν την ατομική μας πορεία.
Ο Κάσπερ, από απλός κλέφτης ακριβών αντικειμένων, αναζητώντας χρήματα και καταξίωση, εξελίσσεται σε ένα υπάκουο πιόνι ενός νονού της νύχτας. Εμπορεύεται ναρκωτικά, πουλάει προστασία σε βίζιτες, εκπαιδεύεται στις πολεμικές τέχνες και μαθαίνει να χρησιμοποιεί όπλο. Με τα χρήματα που κερδίζει κάνει πράγματα για να ξεχάσει τα όσα ζει. Φερ' ειπείν, πηγαίνει την οικογένειά του σε ένα πανάκριβο σπα για να ξεκουραστεί η μητέρα του και να ξεφύγει λίγο από τη μιζέρια της φτωχικής γειτονιάς. Όμως, αυτό το ξέπλυμα της καρδιάς, που προσπαθεί να χωνέψει τις εγκληματικές του πράξεις περνώντας «ξέγνοιαστο» χρόνο με την οικογένειά του, είναι που τον σπρώχνει όλο και πιο βαθιά στα δίχτυα της μαφίας. Όσο κι αν οι άνθρωποι κλέβουν κάποιες στιγμές ευτυχίας, οι πράξεις τους παραμονεύουν για να τους τιμωρήσουν, δεν παραγράφονται. Η παραγραφή δεν είναι ρεαλιστική, εκφράζεται μονάχα ως ευχή κι ως τέτοια παραμένει. Ίσως για αυτό τα διαλείμματα της ξεγνοιασιάς να είναι τόσο απολαυστικά για τον Κάσπερ, διότι γνωρίζει τι τον περιμένει και φοβάται.
Δε ξέρω αν αυτή η δανέζικη ταινία θα έχει την τύχη της περσινής. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι το Φεστιβάλ έδωσε για ακόμη μια φορά τη δυνατότητα στο κοινό του να γνωρίσει την κινηματογραφική κουλτούρα μιας εντελώς διαφορετικής χώρας…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News