1201
|

Η δύναμη μιας λέξης

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 18 Αυγούστου 2013, 00:14

Η δύναμη μιας λέξης

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 18 Αυγούστου 2013, 00:14

Λίγες νοερές κατασκευές έχουν τη δύναμη της λέξης. Με λέξεις είναι χτισμένος ο νους αλλά κι ο κόσμος μας, αφού σε κάθε αντικείμενο, έμψυχο ή άψυχο, που συνθέτει την πραγματικότητά μας, αποδίδουμε μια λέξη που το περιγράφει, το ορίζει, και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως αυτής των εννοιών, που δεν έχουν το επικουρικό στοιχείο της ύλης) του δίνει ύπαρξη – μια ύπαρξη που στη συνέχεια, εμπλουτισμένη με ακόμα περισσότερες λέξεις που αντιστοιχούν σε σκέψεις και συναισθήματα, μπορεί να υπερβαίνει σε ισχύ ακόμα και την παντοδύναμη εικόνα, περιέχοντας σε μικρογραφία ένα ολόκληρο σύμπαν: αρκεί να σκεφτούμε λέξεις όπως «αγάπη», «πάθος», «θάνατος».

Τέτοια είναι η απεραντοσύνη που περικλείουν, και η αλυσιδωτή αντίδραση που πυροδοτούν άπαξ και ειπωθούν ή ακουστούν, που, κατάλληλα συνταιριασμένες, οι λέξεις μπορούν να εμπνεύσουν πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας – όταν, λόγου χάρη, τις αρθρώνει ένας πολιτικός ηγέτης ή ένας ιδεολογικός μεταρρυθμιστής – ή να επενδύσουν και να δυναμώσουν τη φλόγα του έρωτα – ως ερωτόλογα, ή και ως στίχοι καψουροτράγουδου, που έρχεται να ρίξει λάδι στη φωτιά του πόθου.

Κι έπειτα, βεβαίως, έχουμε τις λέξεις ως εργαλείο αφήγησης, ποιητικής σύνθεσης, ή θεατρικού λόγου – το εργαλείο που χρησιμοποιεί ο λογοπλάστης για να υπηρετήσει τις ανάγκες της τέχνης του. Κι εκεί είναι που οι αόρατοι αυτοί δομικοί λίθοι της νόησης αγγίζουν το ζενίθ της δύναμής τους, γεννώντας μυθιστορηματικούς κόσμους και χαρακτήρες που ξεπερνούν σε στιβαρότητα ακόμα και αληθινούς ανθρώπους, εμπνέοντας και τέρποντας γενιές αναγνωστών που ζούνε δεύτερες και τρίτες ζωές μέσα απ’ τη ζωή των λογοτεχνικών ηρώων – είτε, στην περίπτωση της ποίησης, της πλέον απαιτητικής και μυσταγωγικής μορφής που μπορεί να λάβει ο γραπτός λόγος, φτάνουν, μέσω της νοερής απαγγελίας μερικών αράδων, σε μια μέθεξη με το θείον που έδωσε φτερά στην πέννα του ποιητή.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις στάθηκε η πρόσφατη θύελλα που ξεσήκωσε μια ατυχής λέξη – ατυχής τόσο στην επιλογή της όσο και στον χρόνο εκφοράς της – από μια συγγραφέα, λέξη η οποία, αν και γενικευμένη στη διατύπωσή της, φάνηκε να φωτογραφίζει το νεαρό θύμα ενός τραγικού ατυχήματος, προξενώντας την οργή πλήθους ανθρώπων που έσπευσαν να ψέξουν την εν λόγω συγγραφέα, άλλοι με νηφαλιότητα και άλλοι, πολύ περισσότεροι σε αριθμό, με λέξεις τόσο απαξιωτικές και χαρακτηρισμούς τόσο βάναυσους, που θα μπορούσαν να πληγώσουν φριχτά και τον πλέον αναίσθητο παραλήπτη τους, με ύβρεις και κατάρες που ξεπέρασαν μακράν το βάρος του αρχικού λεκτικού ατοπήματος που άναψε τη θρυαλλίδα τους.

Ανάλογης μεταχείρισης (αν και λιγότερο μαζικής και σκαιάς σε τόνο) έτυχε, λίγο καιρό πριν, μια έτερη τεχνίτης του λόγου, καταξιωμένη ποιήτρια αυτή τη φορά, όταν φράση της απομονώθηκε από δηλώσεις μιας συνέντευξής της κι έγινε εφαλτήριο απαξίωσης του έργου της και προσωπικών προσβολών εναντίον της.

Κι ενώ θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι επιθέσεις αυτές, το “character assassination” κατά τους Αγγλόφωνους, ήταν απόρροια της αδύναμης θέσης των προαναφερθεισών επειδή είναι γυναίκες, τα ίδια και χειρότερα άκουσε και είδε να γράφονται για μια του απερίσκεπτη δήλωση λίγο παλιότερα ένας άνδρας συγγραφέας, βάζοντας μια χοντροκομμένη κατάρα στο στόμα ενός νεκρού συνθέτη με αφορμή τη διαχείριση του έργου του συνθέτη από την κόρη του.

Και στις τρεις περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με απροσεξία στη χρήση του λόγου εκατέρωθεν: απρόσεχτη επιλογή λέξεων από τη μία πλευρά, λέξεις-μαχαιριές από την άλλη. Και μολονότι υπάρχει σαφώς δυσαναλογία μεταξύ αντίδρασης και δράσης, και μίσος τόσο υπερβολικό που επισκιάζει τη συγκρατημένη αρνητική κριτική που θα μπορούσε να εισπράξει και η μία και η άλλη λογοτέχνης για το λεκτικό τους ατόπημα (φτάνοντας στο σημείο ορισμένοι να βρίσκουν πίσω απ’ τις λάθος λέξεις μια κακή προαίρεση, ή έναν μοχθηρό χαρακτήρα που δεν δικαιολογείται απ’ την πορεία, τον βίο και την πολιτεία τους – κι άλλοι, ακόμα πιο φανατισμένοι, στο σημείο να απειλήσουν τη ζωή των συγγραφέων), ένα γεγονός παραμένει για μένα αναντίρρητο: ότι άνθρωποι που βιοπορίζονται από τον λόγο, από τον ορθό και έντεχνο χειρισμό του, επέλεξαν όρους ατυχείς, τόσο ατυχείς που κανείς απορεί πώς εργάτες του γραπτού (και πλέον απαιτητικού, και συγκροτημένου) λόγου προέβησαν σε τέτοιο κραυγαλέο σφάλμα.

Βεβαίως, σε όλους μας ξεφεύγουν λάθος λέξεις, πολλές απ’ αυτές τη λάθος στιγμή. Κι έχουμε την επιλογή, οσάκις οι φραστικές αυτές «στραβές» κοινοποιηθούν, και προκαλέσουν πόνο ή οργή, να τις ανακαλέσουμε, ή και να απολογηθούμε γι’ αυτές, ελπίζοντας πως η απολογία θα λειτουργήσει, ως είθισται, κατευναστικά.

Προς Θεού δεν εισηγούμαι αυτολογοκρισία, ούτε μια αυθαίρετη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας όπου η κάθε φράση θα πρέπει να υποβάλλεται σε εξονυχιστικό έλεγχο προτού τα δάχτυλα του γράφοντος αγγίξουν τα πλήκτρα του υπολογιστή. Η ελευθερία του λόγου είναι αγαθό αδιαπραγμάτευτο, και είναι αδιανόητο να περιστέλλεται από φόβο μην τυχόν και μια λεκτική αστοχία μπορεί να εξοργίσει κάποιους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζονται λέξεις που πονούν για να φτάσουμε στην αλήθεια. Όμως όταν πρόκειται για μια χοντράδα, ειπωμένη εν τη ρύμη του λόγου ή σταλμένη από κινητό σε λογαριασμό του Twitter με την ίδια ευκολία που στέλνεις ένα γραπτό μήνυμα στον κολλητό σου ή παραγγέλνεις σουβλάκια, μου φαίνεται παράξενη και αδικαιολόγητη η απορία των θιγμένων για το εύρος της αντίδρασης που προξένησαν οι λέξεις τους – ιδίως όταν αυτοί κατέχουν έναν λεκτικό πλούτο (και άρα έναν πλούτο σκέψης) που παρέχει τη δυνατότητα της ευθυκρισίας, και της συναίσθησης του σε ποιον και σε τι τόνο απευθύνεσαι.

Τα social media διακρίνονται για τον αυθορμητισμό και την επιπολαιότητά τους – στοιχεία εξίσου θετικά (όπως όταν κάποιος κοινοποιεί ένα ακατέργαστο συναίσθημα που αγγίζει αυτούς που το διαβάζουν, ή ανεβάζει ένα κομμάτι επειδή έχει πει λίγο παραπάνω και θέλει να μοιραστεί τον σεβντά του) όσο και αρνητικά (όπως όταν κανείς μεταχειρίζεται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και δη κρυμμένος πίσω απ’ την ανωνυμία που του επιτρέπουν, ως όπλα για να επιτίθεται σε όποιον δε γουστάρει για να ξεσπάσει τον συσσωρευμένο εκνευρισμό του). Κι αυτή τους η ιδιότητα – τουλάχιστον στην περίπτωση των δύο πεζογράφων, που προέβησαν στο αρχικό τους ατόπημα στο Twitter, όπου η κάθε λέξη μπορεί να λειτουργήσει ως σχάση του πρώτου ατόμου σε μιαν ατομική βόμβα – είναι, και οφείλει να είναι, γνωστή.

Διότι, στην τελική, έχουμε την επιλογή της αποχής από τα social media, ή της πιο συνετής χρήσης τους. Και πάλι το τονίζω: δεν λέω ότι το εκάστοτε δημόσιο πρόσωπο πρέπει να ψειρίζει το κάθε γραφόμενό του από φόβο, αλλά ότι αφενός δεν είναι αναγκαίο να προσφέρουμε την ενδεχομένως αδούλευτη τοποθέτησή μας επί παντός επιστητού, κι αφετέρου, όταν επιλέγουμε να το κάνουμε, οφείλουμε να έχουμε συναίσθηση του θορύβου που δύναται να προκαλέσει.

Οπότε, όταν απέναντί σου ξεσπά ένα κύμα διαμαρτυρίας κι επιθέσεων, ένας ιντερνετικός «όχλος» όπως γράφουν πολλοί (λέξη με την οποία διαφωνώ, καθώς τη βρίσκω ελιτίστικη, και θεωρώ ότι με τον απαξιωτικό της χαρακτήρα επισκιάζει τις λογικές φωνές διαμαρτυρίας που καλύπτονται απ’ τη χλαλοή του παράλογου μίσους) μην πέφτεις απ’ τα σύννεφα. Ιδίως, επαναλαμβάνω, όταν ο ίδιος κατέχεις έναν λεκτικό πλούτο που σου επιτρέπει να σκέφτεσαι σύνθετα, και να προβλέπεις τις συνέπειες των πράξεών σου, σε αντίθεση με άλλους, που δεν είχαν ενδεχομένως τα προνόμια της ανατροφής και της μόρφωσής σου, και χρησιμοποιώντας τις λιγοστές λέξεις που γνωρίζουν ως μαστίγιο του κοχλάζοντος θυμικού τους, προβαίνουν σε δυσανάλογες ασχημοσύνες. Κι αντί να εξαναγκάζεσαι σε ολόκληρα κατεβατά για να αιτιολογήσεις ένα σφάλμα που κι ο ίδιος αναγνωρίζεις, προσπάθησε την επόμενη φορά να είσαι λίγο πιο προσεχτικός προτού πατήσεις το “Enter” και μοιραστείς μια σκέψη της στιγμής με μερικές χιλιάδες αγνώστων.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News