Θέλω να πω για τη θάλασσα, για το κολύμπι. Θέλω να πω για τη θάλασσα με το φανατισμό και το πάθος που μιλάμε γι' αυτήν όσοι κολυμπάμε δια βίου στην επαγγελία της.
Αμίλητος. Χωρίς λόγια. Όπως μουτζουρώνεις στα τυφλά την άκρη της εφημερίδας. Τρώγοντας ένα κομμάτι καρπούζι, κοιτάζοντας αλλεπάλληλες θάλασσες στην τηλεόραση. Το καλοκαίρι του νεσκαφέ, το καλοκαίρι της Αμίτα, η Ραφήνα, η Κρήτη. Όλες αυτές οι θάλασσες φαίνεται ότι μας αφορούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γιατί μας τις δείχνουν;
Σε άλλη περίπτωση θα έδειχναν τη Μυτίτσα κι εμένα μικρό να μαθαίνω να κολυμπάω. Αλλά η Μυτίτσα δε μας αφορά όλους. Αφορά εμένα, ίσως τον Αλέξανδρο… Ούτε μας αφορά όλους πώς και πότε μαθαίνω εγώ -ό,τι και αν έμαθα- να κολυμπάω.
Όσο για το «συλλογικό» προβεβλημένο καλοκαίρι του νεσκαφέ… μοιάζει σαν να εξελίσσεται μάλλον σε υπερπόντιες παραλίες, και πάντως όχι στην Αρβανιτιά που το πρωτοσυνάντησα……
Θέλω να πω για τη θάλασσα αμίλητος. Πελαγωμένος. Κοιτάζοντας άναυδος πόσα πολλά πράγματα έχω θαλασσώσει. Αλλά αυτό δε γίνεται. Εκτός αν κάποιος θελήσει να στο αποσπάσει. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για τη μουτζούρα στην άκρη της εφημερίδας. Αλλιώς δε γίνεται.
Είμαστε στο Μπούρτζι, σε μια βάρκα, κάνουμε πατητές, έχουμε πιει Δεμέστιχες. Έχουμε μόλις τελειώσει τις εξετάσεις του σχολείου. Τρίτη Γυμνασίου ή Δευτέρα, δε θυμάμαι. Σαν τα τρελά πουλιά. Είναι βράδυ. Τα νερά είναι μαύρα και αστραφτερά. Η Ακροναυπλία, το Παλαμήδι, το Μπούρτζι, όλα μέσα στα νερά. Μαζί μας. Κολυμπάνε μαζί μας. Σκαλοπάτια, πολεμίστρες, ντάπιες, κανόνια, φυλακές, καρμανιόλες, δήμιοι, θανατοποινίτες, ληστές, ήρωες, αγάλματα, φουστανέλες, γιαταγάνια, Τούρκοι, Έλληνες, Αλβανοί, Αιγύπτιοι. Τα βουνά απέναντι. Τα πέντε κανόνια. Τα πέντε αδέλφια. Το Ιτς Καλέ με τα φραγκόσυκα, τους αχινούς των βράχων. Ή μήπως οι αχινοί είναι τα φραγκόσυκα της θάλασσας; Βουτάω απ’ τη βάρκα. Κατεβαίνω βαθιά. Βγαίνω. Δε βγαίνω στην επιφάνεια. Αργώ. Αργώ πολύ. Δυο χέρια με βουλιάζουν ακόμα πιο βαθιά. Δε φωνάζω βοήθεια. Ντρέπομαι. Προσπαθώ. Πίνω νερό. Βουλιάζω. Την τρίτη φορά γαντζώνομαι απ’ τη βάρκα. Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Θα είχα πνιγεί και θα είχες γλιτώσει, αν και θα σε έβρισκα εκεί κάτω στο βυθό, θα έβαζε ένα χεράκι ο Ποσειδώνας, ένας θεός θα έβαζε το χέρι του, γιατί πρέπει να βρίσκουμε αυτόν που θα θελήσει να μας αποσπάσει κάτι παραπάνω, κάτι παραμέσα. Αυτόν που καταλαβαίνει χωρίς λόγια. Ας μην τα πάρουμε κατάκαρδα όλα αυτά, απλώς καμιά φορά, προσπαθώντας να μάθεις σε κάποιον κολύμπι, κάνεις τον πνιγμένο, το νεκρό πάνω στο κύμα, χωρίς να είσαι πεθαμένος. Πνίγεσαι εσύ γι’ αυτόν. Καμιά φορά και στ’ αλήθεια.
Τότε ακούς τα λόγια τα πραγματικά. Τότε βλέπεις το δάκρυ της θάλασσας το αρμυρό. Το θαύμα. Το περπάτημα πάνω στα νερά. Την αγάπη. Αφήνεσαι πάνω στο κύμα, στο τιμόνι του, στο δρόμο του. Στο αυλάκι του. Αυτό σε πηγαίνει, αυτό σε σπέρνει, αυτό σε πνίγει, αυτό σε ανασταίνει, αυτό σε βγάζει στα σίγουρα, στο μέρος που θες, στην αμμουδιά που σου ταιριάζει. Που σε περιμένει. Σαν το κορίτσι από την Αμοργό. Θα σε αναγνωρίσω απ’ το σημάδι στο γόνατο. Από το δαχτυλίδι.
Θέλω να πω για τις θάλασσες του Καρκαβίτσα, του Κόνραντ, για τα καΐκια του Κόντογλου, για την άφεση των αμαρτιών, για τα «Ρόδινα Ακρογιάλια», το «Όνειρο στο Κύμα», για την Αφροδίτη, για τη Μοσχούλα, τη Μανταλένια… Θέλω να πω γι’ αυτά. Θέλω να μπω στη θάλασσα. Να πάρω και να ζητήσω τη συγγνώμη. Τη δική σου συγγνώμη. Στη θάλασσα, στα νερά, ανοίγομαι πιο εύκολα. Γίνομαι πιο ελαφρύς. Πιο σαν και σένα. Πώς το λέει ακριβώς ο Κόνραντ -«εκεί πετυχαίνεις την άφεση των αμαρτιών σου και τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής σου. Εκεί θυμάσαι ότι υπήρξες Θεός».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News