«Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζετε;» ρώτησα τον Δήμαρχο μιας πόλης 2 εκατομμυρίων κατοίκων στις Μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Φανταζόμουν ότι θα άκουγα κάτι σχετικό με την ανεργία, την κίνηση στους δρόμους, την εγκληματικότητα. «Dealing with bullshit», μου απάντησε ή, ελληνιστί, «το ότι έχω να κάνω με μαλακίες». Τι ήταν αυτές οι μαλακίες; Εντολές από την κεντρική κυβέρνηση που δεν έβγαζαν κανένα νόημα σε τοπικό επίπεδο, αιτήματα από εκπροσώπους μικρών ή μεγαλύτερων συμφερόντων που απειλούσαν ότι θα του στερήσουν κάμποσες ψήφους στις επόμενες εκλογές, κομματικές ντιρεκτίβες που μπλόκαραν δράσεις που είχαν να κάνουν με την καθημερινότητα των πολιτών, για λόγους που κανείς δεν καταλάβαινε.
Σε μια άλλη συνάντηση, λίγες ημέρες μετά, συζητώντας με έναν Δημοκρατικό και έναν Ρεπουμπλικάνο δημοτικό σύμβουλο, και οι δύο είπαν ότι το καλύτερο πράγμα που τους συνέβη ήταν ότι έχασαν στις εκλογές όταν κατέβηκαν υποψήφιοι για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και παρέμειναν στην τοπική αυτοδιοίκηση. «There’s a lot of bullshit out there» μου εξήγησαν για την Ουάσινγκτον και τα βυζαντινά πολιτικά της παιχνίδια. Να ‘τα πάλι τα bullshit. «Εδώ μπορούμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί, η δουλειά που κάνουμε έχει άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων, δεν αναλωνόμαστε σε μικροκομματικά ζητήματα, συνεργαζόμαστε μεταξύ μας».
Η δυσπιστία των Αμερικανών απέναντι στην κυβέρνηση δεν είναι κάτι καινούργιο. Πηγάζει από το ίδιο τους το Σύνταγμα και η συζήτηση για το μέγεθος, τον ρόλο και την παρεμβατικότητα της κυβέρνησης κρατάει χρόνια. Αυτό που όμως είναι σχετικά καινούργιο είναι ότι οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να επιλέγουν να είναι πολιτικά ενεργοί αλλά όχι κομματικά ενεργοί. Όλο και περισσότεροι υποψήφιοι αλλά και εκλεγμένοι αξιωματούχοι, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο σε αστικά κέντρα είναι ανεξάρτητοι ή συμπεριφέρονται ως ανεξάρτητοι μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τις κομματικές ιδεολογίες και το παραδοσιακό δίπολο Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αρχίζει και κλυδωνίζεται καθώς η πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων είναι κοινωνικά πιο ανοιχτοί (υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των μειονοτήτων κ.λπ.) και οικονομικά φιλελεύθεροι (λιγότεροι φόροι, λιγότερο παρεμβατικό κράτος, ισχυρή πίστη στο δικαίωμα και τη δυνατότητα του ατόμου να εξελιχθεί επαγγελματικά και οικονομικά βάσει των δυνατοτήτων του).
Αυτή η δυσπιστία έχει, για προφανείς λόγους, περάσει και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, η δε Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου τα παλαιοκομματικά συστήματα προσπαθούν να αυτοσυντηρηθούν ενώ είναι ξεκάθαρο ότι έχουν χάσει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα και τις νεότερες γενιές ψηφοφόρων. Κανείς στην Ελλάδα δεν ασχολείται με την ΟΝΝΕΔ, και αντιστοίχως ουδείς στις ΗΠΑ ασχολείται με τους Young Republicans, εκτός από τους ίδιους. Το ενεργό, παραγωγικό κομμάτι των νέων ψηφοφόρων απέχει από αυτού του είδους την κομματική εμπλοκή, απορρίπτοντάς την ως «bullshit». Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι πώς μπορούν αυτές οι νέες ομάδες να εμπλακούν στα κοινά χωρίς να πρέπει να περάσουν μέσα από το κομματικό κανάλι και χωρίς να απορρίπτουν συλλήβδην την πολιτική. Η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα ιδανικό πεδίο όπου αυτό μπορεί να συμβεί. Καθώς οι δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα είναι προγραμματισμένες για το 2014 και κατά πως φαίνεται θα γίνουν σε γενικές γραμμές με τους ίδιους κομματικούς σχηματισμούς που υπάρχουν σήμερα, αποτελούν μία καλή ευκαιρία για έναν διαφορετικό πολιτικό πειραματισμό: Τη στήριξη υποψηφίων πέρα από κόμματα και παρατάξεις, πέρα από bullshit, αλλά και την ενίσχυση ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης και ηγεσίας, περισσότερο συμμετοχικού και διαμεσολαβητικού και λιγότερο επικεντρωμένου στο μοντέλου του ηγέτη-παντογνώστη που έτσι κι αλλιώς έχει αποδειχθεί ότι δεν λειτουργεί στην πράξη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News