Σήμερα έχει ήλιο, έναν καθάριο ήλιο. Και όλοι κάθονται έξω στο Sudstern. Tα πάρκα γεμάτα με παιδιά και μαμάδες. Τα καφέ έχουν μέχρι και ξαπλώστρες. Όχι, δεν εκπλήσσομαι. Φέτος είχε χιόνια μέχρι τέλη Μάρτη.
Τέσσερις Έλληνες, καθόμαστε σχεδόν δίπλα από το ποτάμι και απορροφάμε όση ηλιαχτίδα μπορούμε. Αν κοιτάξω τον ουρανό για πολλή ώρα ξεγελάω τον εαυτό μου και νομίζω πως βρίσκομαι σε κανένα νησί, πίσω.
Η κουβέντα αναπόφευκτα καταλήγει στη ζωή εδώ. Στο πώς τα περιμέναμε και πώς αλήθεια είναι.
Εδώ δεν θα δεις μπουλούκια ομογενών να βγαίνουν έξω. Δεν υπάρχει κάτι να τους φέρει μαζί. Παλιοί θεσμοί έγιναν και εδώ παιχνίδια εξουσίας και έτσι απομονώθηκαν.
Ηλεκτρονική μουσική και μπύρα, το όπιο του λαού. Ανησυχία και αμφιβολία δεν υπάρχει για πολλά. Πολιτική, τα κοινά, και οι τέχνες είναι ενδιαφέροντα σε μια μειονότητα. Να είναι, άραγε, που τα εισοδήματα είναι χαμηλά;. Δουλειές δεν υπάρχουν, δεν υπήρχαν ποτέ.
Αλλά η πόλη έχει μια αίγλη προς τα έξω και τα ζευγαράκια έρχονται να δοκιμάσουν την τύχη τους και εδώ.
Το φαγητό, μια ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί γρήγορα και με τον πιο φθηνό τρόπο. Το κεμπάμπ και η πίτσα βασιλεύουν.
Οι δρόμοι, πλατιοί και καθαροί. Τα δένδρα, πολλά και πυκνά. Τα πάρκα, καταπράσινα.
Και οι άνθρωποι; Οι άνθρωποι πολλοί και διάφοροι. Από Λατινική Αμερική μέχρι Ρωσία. Ένα μείγμα κουλτουρών που με το χρόνο περιθωριοποιούνται.
Η μεγαλύτερη μειονότητα, οι γείτονές μας, οι Τούρκοι δεν αποδέχονται ούτε λεπτό να αλλάξουν. Με τις φωνές τους, τα κακαρίσματα τους, τα “πάρε, πάρε κόσμε, καλό καρπούζι», τις μουσικές στη διαπασών και τα κορναρίσματά τους αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της βερολινέζικης ψυχής. Οι τοπικοί άρχοντες το έχουν αποδεχτεί.
“Είναι ηλικιακό απαρτχάιντ», μου είπε με απαθές βλέμμα ο Νεοζηλανδός Τζέιμι. Από το τρέντι Μίτε (Mitte) μέχρι το εναλλακτικό Φριντριχσάιν (Friedrichshain) και το χίπστερ και ανερχόμενο Νοϊκόλν (Neukolln), θα δεις νεολαία. Οικογένειες, μεσήλικες, ώριμα ζευγάρια κούρνιασαν στην ησυχία της Δυτικής μεριάς. Εκεί μετά τις 9 το βράδυ το απόλυτο σκοτάδι, ίσως να πετύχεις καμιά μπυραρία.
Το μόνο σίγουρο, χώρος και χρόνος για σκέψη. Πόσο μπορεί να με αλλάξει η πόλη; Πόσο οι άνθρωποί της; “Όσο εσύ την αφήνεις», πετάγεται βίαια μια φωνή από μέσα.
Αυτό αναλογιζόταν και η παρέα στο καφέ. Τι είμαστε, άραγε; Ευρωπαίοι πολίτες ελεύθερης διακίνησης ή παγκοσμιοποιημένοι Έλληνες μετανάστες; Δώσαμε μια ευκαιρία στη χώρα που μας φιλοξενεί ή ο φόβος να χάσουμε την ταυτότητά μας, μας οδήγησε στη γωνία;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News