Το 1983, μαθητής Τρίτης Λυκείου, είχα εξουσιοδοτηθεί από το δεκαπενταμελές, μαζί με τον συμμαθητή μου Νίκο Αργυράκη, να κάνουμε όλες τις επαφές με τους εκδοτικούς οίκους και να επιλέξουμε εμείς τους τίτλους των βιβλίων που θα εκθέτονταν και θα πωλούνταν στο ετήσιο Φεστιβάλ του 2ου Λυκείου Υμηττού. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο πιο ανοιχτοί επέτρεπε η ορμή και οι βεβαιότητες της ηλικίας μας. Το Φεστιβάλ ήταν Σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα το πρωί, αντιμετωπίζαμε και οι δυο μας την απειλή της πενθήμερης αποβολής, γιατί ανάμεσα στα βιβλία είχαμε επιλέξει και το βιβλίο της Ελισάβετ Βακαλίδου (γνωστή τραβεστί της εποχής ως “Μπέττυ”) με τίτλο “Πόσο πάει;”, που είχε κυκλοφορήσει το 1980. Την πρόταση την είχε φέρει στο συμβούλιο των καθηγητών ο καθηγητής των Θρησκευτικών.
Στους πάγκους μπορούσε κάποιος να συναντήσει όλον τον Μαρξισμό-Λενινισμό, από τις Εκδόσεις “Σύγχρονη εποχή”, όλον τον Αναρχισμό από τις εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος”, τις βιογραφίες των “καταραμένων” ροκ σταρ, των οποίων στίχους είχαμε γραμμένους στις τσάντες μας, αλλά και σπουδαία λογοτεχνία Ελλήνων και ξένων, ανάμεσά τους και Έζρα Πάουντ, αλλά και άλλων “ύποπτων” για την Αριστερά συγγραφέων. Μάλιστα, την Κυριακή -αυτό δεν θυμάμαι αν ήταν ενταγμένο στο Φεστιβάλ, αλλά μάλλον λόγω ισχυρής δύναμης της ΟΝΝΕΔ- είχε κάνει μια ομιλία στο Γυμναστήριό μας και ο νεαρός τότε Κώστας Καραμανλής, ο οποίος πέρασε από τους πάγκους μας και αγόρασε αρκετά βιβλία, δεν θυμάμαι ποια.
Εμείς όμως έπρεπε να απολογηθούμε για την Μπέττυ! Ή, για να είμαι πιο ακριβής, όχι να απολογηθούμε, απλά να παραβρεθούμε στο Συμβούλιο, γιατί από ό,τι θυμάμαι δεν μας άφησαν να πολυμιλήσουμε. Κάνα-δυο καθηγητές πήραν το μέρος του “Θρησκευτικού”, αλλά η πλειονότητα όχι μόνο αντέδρασε, αλλά του εκτόξευε συχνά-πυκνά και ειρωνικά χαμόγελα. Τελικά, όπως καταλαβαίνεις, τη γλιτώσαμε.
Αν υπήρχαν τότε τα social media, πιθανόν να ανεβάζαμε την είδηση και να άρχιζε το γαϊτανάκι των άρθρων, των posts, των share και των comments. Όπως και με τον “Κεμάλ” του Χατζιδάκι και του Γκάτσου. Τέτοια “χαριτωμένα” συνέβαιναν και συμβαίνουν εκατοντάδες κάθε μέρα. Δεν υπάρχει κάτι καινούριο. Πολύ σωστά τα κουβεντιάζουμε, αρκεί να τα βλέπουμε στις διαστάσεις τους και να μην τα μεγεθύνουμε, “προάγοντάς” τα σε ένα γενικευμένο φαινόμενο σκοταδισμού που σαρώνει τη χώρα από Έβρο μέχρι Κρήτη. Ποιο είναι το νέο; Ότι υπάρχουν γονείς που θεωρούν τον Χατζιδάκι έναν έκφυλο; Σιγά το νέο! Ότι υπάρχουν ακόμη και δάσκαλοι που θα τον κατηγορήσουν ως εθνικό μειοδότη; Έλα, τώρα. Ότι υπάρχουν και μαλάκες; Wellcome to our country!
Kαι ξέρεις κάτι; Όσες φορές σε αυτόν τον τόπο ο Χατζιδάκις βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μαλακία, πάντα κέρδιζε η μαλακία. Έστω πρόσκαιρα, γιατί μακροπρόθεμα οι μύθοι δεν κινδυνεύουν. Η σκληρότερη “εκδίκησή” του θα είναι πως τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους θα ακούν τα τραγούδια του, θα χαίρονται, θα κλαίνε, θα ερωτεύονται, θα σκέφτονται. Τουλάχιστον, όσα γλιτώσουν…
Εδώ, έχει γραφτεί σε κάποιο από εκείνα το “ημιεπίσημα” νεοδημοκρατικά sites πως ο Θεοδωράκης είναι ένας μέτριος συνθέτης και πως δίχως το δεκανίκι που του προσέφερε το ΚΚΕ δεν θα ήταν τίποτα σπουδαίο! Ποια πόρτα βγάζει στο μπαλκόνι να πηδήσω;
Και θα ρωτήσεις, δικαίως. “Γιατί, ρε φίλε, τόσο ειρωνικός και αυστηρός; Δεν έχει δικαίωμα κάποιος να μην αναγνωρίζει κανέναν από τους δυο τους;”. Βέβαια και το έχει. Όλα τα δικαιώματα απλωμένα στον μπουφέ και τσιμπάς ανάλογα με την όρεξή σου. Μπορείς να φτιάξεις το πιάτο που σου αρέσει και να το ονομάσεις “πατρίδα”. Ο Χατζιδάκις απλά gay, o Mίκης μέτριος, το Κρυφό σχολειό υπήρξε και στον Ζάλογγο σέρναν τον χορό. Ή, ο Χατζιδάκις Θεός, ο Θεοδωράκης ατάλαντος, το Κρυφό σχολειό μάλλον ήταν μύθος, αλλά στον Ζάλογγο σίγουρα χόρεψαν. Θέλεις κι άλλον συνδυασμό; Ο Χατζιδάκις μειοδότης, ο Μίκης Θεός, Κρυφό σχολειό υπήρξε, αλλά στον Ζάλογγο δεν συνέβη τίποτα ηρωικό.
Δεκάδες οι συνδυασμοί. Δεκάδες οι πατρίδες και ό,τι αξίζει από αυτές. Απλώς, μιλάμε την ίδια γλώσσα και μας έλαχε να συμβιώσουμε. Δεν υπάρχει άλλη ορατή επιλογή. Θα μείνουμε εδώ προσπαθώντας, όπως πάντα, να μη φαγωθούμε μεταξύ μας από “δευτερεύουσες” διαφορές μας.
Κι αν μου αντιτείνεις πως μπερδεύω άσχετα πράγματα, γιατί ο Μάνος και ο Μίκης είναι ζητήματα υποκειμενικής αισθητικής, ενώ το Κρυφό Σχολειό και ο Ζάλογγος είναι θέματα αντικειμενικής ιστορικής απόδειξης ή όχι, θα σου έλεγα πως ο υποκειμενισμός μου είναι η μοναδική αντικειμενικότητα που μπορώ να πατήσω. Η δική μου ιστορία -μεταξύ πολλών άλλων γεγονότων και προσώπων- είναι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Σε αυτούς κρατήθηκα, γιατί τους είχα “εύκαιρους” και σύγχρονους. Ξέρω πόσο καλύτερος -ή, απλά, διαφορετικός- έγινα μέσα από την τέχνη τους.
Προσκυνώ το αίμα όσων θυσιάστηκαν ή σφαγιάστηκαν. Δεν υποτιμώ επ’ ουδενί το παράδειγμά τους, τη θυσία τους, τι χρωστάω στο καθρέφτισμά τους επάνω στη λάμα ενός μαχαιριού, πριν από 190 χρόνια. Είτε συνέβησαν τα γεγονότα όπως τα μάθαμε στο σχολείο, είτε όχι.
Όμως, αν δεχτούμε πως εμπεριέχουμε την ιστορία μας και είμαστε οι άξιοι συνεχιστές της τι νόημα έχει να μάθεις αν ήταν αλήθεια ή όχι; Θα βοηθήσει στην ιστορική αλήθεια, αλλά εσένα προσωπικά πώς; Θα το ανακαλύψεις, με τον δύσκολο και μοναδικό τρόπο, αν έρθει εκείνη η στιγμή της προσωπικής σου απόδειξης. Μην κρύβεσαι πίσω από “εθνικές” αξιολογήσεις. Η αξιολόγηση είναι πάντα και μόνο ατομική. Αν ήταν αλήθεια κι εσύ αποδειχτείς ποντίκι, τι νόημα έχει που ήξερες; Αν ήταν ψέματα κι εσύ αποδειχτείς αετός, πάλι τι νόημα θα έχει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News