-Ααα, προφιτερόλ, κύριε…
"Πώς το 'πες;".
-Προφιτερόλ…
"Πρόφιτερολ"
-Όχι πρόφιτερολ, κύριε, προφιτερόλ, να σας μάθω…
"Όχι, δεν θέλω να το μάθω, να το φάω θέλω"…
Ήταν η στιχομυθία του μπατίρη Κωνσταντίνου με το γκαρσόνι ενός ζαχαροπλαστείου στην ταινία “Χτυποκάρδια στο Θρανίο”(1963). Την εποχή που γυρίστηκε αυτή η ελληνική ταινία, η Βενεζουέλα μόλις είχε συνέλθει από τα συνεχή πραξικοπήματα και τη χώρα ανέλαβαν να σώσουν τα δύο μεγάλα κόμματα, Acción Democrática και Partido Social Cristiano de Venezuela. Οι δύο πολιτικές δυνάμεις υπέγραψαν το σύμφωνο «Punto-Fijo», βάσει του οποίου δεσμεύονταν να μοιράσουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Η περίοδος αυτής της συμφωνημένης δικομματικής δημοκρατίας διήρκεσε 40 χρόνια (1958-1998) προσφέροντας πολιτική/κοινωνική σταθερότητα και αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη, με ανάλογη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Στα 80’s, όμως, το σύστημα «Punto-Fijo» άρχισε να παραπαίει καθώς οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοζαν οι συντηρητικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να αντέξουν στη πετρελαϊκή κρίση των τελών της προηγούμενης δεκαετίας. Η κλυδωνιζόμενη οικονομία είχε άμεσο αντίκτυπο στο επίπεδο ζωής των Βενεζουελανών, με το ποσοστό της φτώχειας να αυξάνεται – από το 25% στο 65%. Η ακαμψία του κρατικού μηχανισμού στη λήψη αποφάσεων και τα ανεξέλεγκτα κρούσματα διαφθοράς προκάλεσαν την έντονη λαϊκή αντίδραση. Όταν ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, το 1989, άφησε πίσω του 400 νεκρούς από τις δυνάμεις καταστολής, επεισόδιο “Caracazo”(Jennifer McCoy). Το 1992, μια μεγάλη μερίδα αξιωματικών του Στρατού – κυρίως αγροτικής καταγωγής – βλέποντας το εθνικό χάλι, επεδίωξε – με ηγέτη τον συνταγματάρχη των αλεξιπτωτιστών Ούγκο Τσάβες Φρίες – να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση. Αν και απέτυχαν, ωστόσο ο Τσάβες ακολούθησε τη δημοκρατική οδό, βάζοντας υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 1998, στις οποίες και σάρωσε.
Αυτό που επέτρεψε την ανάδυση των τσαβικών δυνάμεων, οφείλεται στον διαχωρισμό του τρόπου διακυβέρνησης από τον τρόπο εκλογής (Huntington). Ο λαός στήριξε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1992, αλλά και την υποψηφιότητα του Τσάβες το '98, διότι δεν τους ένοιαζε πλέον η παγίωση των δημοκρατικών μηχανισμών επιλογής κυβερνήσεων, αλλά η ανάδειξη αποτελεσματικών ηγετών – κι ας ήταν πραξικοπηματίες. Ο Βενεζουελανός στρατιωτικός συνδύασε έξοχα τις εθνικιστικές ιδέες με τις Αριστερές αρχές και, μέσω της συγκεντροποίησης των πολιτικών θεσμών και εκμετάλλευσης των τεράστιων πετρελαϊκών αποθεμάτων, εδραίωσε τη Βολιβαριανή Επανάσταση. Παρά τις ακροβασίες του οικονομικού προγράμματος, η πλειοψηφία του βενεζουελανού λαού στήριξε τα κυβερνητικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας (επιδόματα σίτισης, δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση, χρηματικά βοηθήματα για ανύπαντρες μητέρες). Ο Τσάβες, πρωτότυπα, προώθησε μέτρα βελτίωσης των όρων ζωής των ασθενέστερων, ενώ – ταυτόχρονα – έβαλε στο στόχαστρο τους προνομιούχους. Η αντιπολίτευση, έχοντας αποτύχει επανειλημμένα να τον ανατρέψει – ακόμα και πραξικοπηματικά, το 2002 – στάθηκε ανίσχυρη να ανακόψει την πορεία της Βενεζουέλας, έτσι όπως τη χάραξε ο Τσάβες.
Και όλα αυτά διότι οι Βενεζουελανοί δεν ήθελαν, πια, να μάθουν για το γλυκό “Δημοκρατία”, αλλά – επιτέλους – να “φάνε” τους καρπούς της που δεν έρχονταν, δείχνοντας ότι η δημοκρατική προέλευση της εκάστοτε εξουσίας δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για τη διαχειριστική της αποτυχία, και αυτό είναι – ίσως – το σημαντικότερο από την τσαβική κληρονομιά. Το χειρότερο είναι ότι οι “δημοκράτες” είναι πολλές φορές οι αποτελεσματικότεροι αποδομητές της ίδιας της Δημοκρατίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News