Με αφορμή την «εικόνα ντροπής» των εξαθλιωμένων συμπολιτών μας μπροστά σε μια σακούλα λεμόνια στην πλατεία Συντάγματος – δημοσιεύτηκε στον Guardian– η κ. Φωτεινή Τσαλίκογλου σε άρθρο της στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (17/2) θίγει ένα πρόβλημα ουσίας. Αναφερόμενη στη δυσφορία μας για τη δημοσιοποίηση τού γεγονότος κι όχι για το γεγονός καθαυτό χαρακτηρίζει, εύστοχα, την ενόχλησή μας υποκριτική. Αποδίδει δε το σύμπτωμα αυτό στη βασική αρχή με την οποία γαλουχηθήκαμε ως λαός: «τι θα πουν οι άλλοι για μας ;»
Ας μου επιτραπεί, χάριν του διαλόγου, να διατυπώσω κάποιες σκέψεις πάνω στο θέμα. Ανάμεσα στο «τι θα πουν οι άλλοι για μας;» και στο «τι λένε οι άλλοι;» υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Η πρώτη ερώτηση εμπεριέχει φόβο και αγωνία ενοχική, η άλλη εκφράζει ανθρώπινο ενδιαφέρον και επιθυμία προσέγγισης του άλλου. Η ειδοποιός αυτή διαφορά ορίζει και μιαν ανάλογη στάση ζωής. Ούτε να καθορίζεται κανείς μπορεί, ούτε να απορρίπτει εκ των προτέρων τη γνώμη των άλλων. Η άνευ όρων υιοθέτησή της οδηγεί στην απώλεια της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η άκριτη απόρριψη σε στέλνει σταδιακά στο περιθώριο (και στην προσωπική σου ειρκτή που διακαώς επιθυμούσες ν’ αποφύγεις).
Δεν μπορεί λοιπόν να αγνοήσει κανείς την άποψη των άλλων. Αλλά, θα τη λάβει υπόψη στο βαθμό που είναι, κατά τη γνώμη του, σωστή· στο ποσοστό που αποτελεί απόρροια μιας τεκμηριωμένης λογικής. Η «κοινή γνώμη» ως συνισταμένη ιδεών, αντιλήψεων και νοοτροπιών είναι καθρέφτης, άλλοτε θαμπός άλλοτε διαυγής. Οι άλλοι γίνονται μέτρο σύγκρισης, είτε προς αποφυγή είτε προς υιοθέτηση απόψεων. Την ευθύνη της επιλογής, τι θα πάρει κανείς και τι θα αφήσει, την έχει το αυτόβουλο άτομο: συμπαρατάσσεται, ή αντιτάσσεται και απορρίπτει αναλόγως.
Πιστεύω ωστόσο ότι η οποιαδήποτε επιλογή προϋποθέτει α) μιαν αυτοσυνειδησία ώστε να ξεχωρίζει κανείς τι είναι φυσικό (του) και τι επιβαλλόμενο· β) την αποδοχή της δικής του πραγματικότητας (κυρίως, όταν αυτή δεν συνάδει με τα κρατούντα κοινωνικά πρότυπα)· γ) αντοχές ψυχικές και ερείσματα εσωτερικά (δεδομένου ότι η κοινή γνώμη είναι πολλές φορές στυγνή και ανελέητη)· τέλος, ας το πούμε κι αυτό για να ’μαστε εντελώς προσγειωμένοι, χρειάζονται τα ελαχιστότατα έστω βιοτικά μέσα όταν ξαφνικά βρεθεί κανείς, εξαιτίας της προάσπισης των προσωπικών του επιλογών, στην κοινωνική καραντίνα.
Όπως και να γίνει όμως, η συνειδητή χάραξη μιας προσωπικής πορείας διαφοροποιημένης και πέρα απ’ τα κοινώς παραδεκτά, αυτό ναι, είναι πράξη «αναρχική» και απελευθερωτική. Όχι πάντως η τυφλή κόντρα στα κοινωνικά δεδομένα· ίσα – ίσα, η συνεχής αντιπαλότητα, η εμμανής διαμάχη θα μπορούσε να αποτελέσει ετεροκαθορισμό και φρικτή εξάρτηση : «αντιδρώ σε κάτι που μου θέτει ένας άλλος, δεν επιλέγω εγώ τη δράση».
Κοντολογίς, η αδιαφορία για το τι θα πουν οι άλλοι και συγχρόνως η επιθυμία πραγμάτωσης εαυτού – η λεπτή αυτή ισορροπία κοινωνίας και ατόμου – περνάει μέσα από έναν δρόμο εντελώς προσωπικό. Που δεν διδάσκεται, ούτε εφαρμόζεται ως συνταγή αλλά έχει να κάνει με τη δύσκολη τέχνη του να ζει κανείς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News