Πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ζούσαν στην Ελλάδα 77.377 Εβραίοι. Από αυτούς, οι 67.149 εξολοθρεύτηκαν -ανάμεσά τους και 13.000 παιδάκια. Κάποια λιγοστά, όμως, στάθηκαν τυχερά –παρά την τραγωδία τους. Τα έκρυψαν στα σπίτια τους κάποιοι καλοί –και θαρραλέοι- Ελληνες. Χριστιανοί στο θρήσκευμα, αλλά και στις αξίες που τους καθοδηγούσαν. Για αυτά ακριβώς τα κρυμμένα παιδιά και τις συγκλονιστικές εμπειρίες τους, μιλά το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά» που θα προβάλλεται από την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου (καθημερινά για 2 εβδομάδες) στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Λαΐς, Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134 – 136, μετρό Κεραμεικός) και από την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου (κάθε Σάββατο και Κυριακή από μια προβολή) στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στη Θεσσαλονίκη. Η ταινία είναι αφιερωμένη στη μνήμη των παιδιών «που χάθηκαν και δεν πρόλαβαν ποτέ να μεγαλώσουν, αλλά και στα κρυμμένα παιδιά που αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν έτσι ξαφνικά», όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης στους τίτλους.
Παράλληλα, αφιερώνεται στους «μαλάχ» (αγγέλους στα εβραϊκά): τους γενναίους ανθρώπους που έσωσαν ζωές, διακινδυνεύοντας τη δική τους. Η Ροζίνα Ασσερ-Πάρδο, ο Σήφης Βεντούρας, η Ευτυχία Νάχμαν-Ναχμία, η Σέλλυ Κούνιο-Κοέν και ο Μάριος Σούσης είναι οι ηλικιωμένοι αφηγητές, που ξετυλίγουν μπροστά στο φακό το οδυνηρό κουβάρι των παιδικών αναμνήσεών τους. Ενα «κρυφτό» με το θάνατο, καθημερινά, κλεισμένα σε κάποιο φιλόξενο σπίτι. Η εξιστόρησή τους συνοδεύεται από σπάνια οπτικά ντοκουμέντα, προσφέροντας ανάγλυφη τη φοβερή εκείνη εποχή. Παρά τον πόνο που έχει στιγματίσει τους -κάποτε μικρούς- πρωταγωνιστές, ο λόγος τους αποτελεί μια κατάφαση ζωής. Ενας από αυτούς, παππούς πλέον, μαθαίνει στο εγγονάκι του την αξία του χαμομηλιού στο χωράφι που μαζεύουν αγριολούλουδα: το ίδιο φυτό που, όταν ήταν μικρός, πίστευε ότι θα έσωζε τον πατέρα του από τις κακουχίες του Αουσβιτς. Με αφορμή την προβολή του «Φιλιά εις τα παιδιά» ο σκηνοθέτης Βασίλης Λουλές απάντησε στις ερωτήσεις μας, δίνοντας το στίγμα της ταινίας του.
Κρυμμένα παιδιά, με κρυμμένες ιστορίες ζωής. Πώς έφθασες σε αυτές και πόσο δύσκολο σου ήταν, ως σκηνοθέτης, να τις "ξεκλειδώσεις";
Ξεκίνησα την έρευνα το 2006 έχοντας ως βάση μια μεγάλη δουλειά που είχε κάνει το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος το 2004 πάνω σε μαρτυρίες και ντοκουμέντα «κρυμμένων παιδιών», μια πολύτιμη συλλογή από ιστορίες Ελλήνων Εβραίων που ήταν παιδιά ηλικίας 5-10 ετών στα χρόνια του διωγμού επί Γερμανικής Κατοχής. Ωστόσο, συνέχισα την έρευνα για να βρω κι άλλα πρόσωπα και, κυρίως, για να επιλέξω τα πρόσωπα που θα ήταν οι 5 χαρακτήρες της ταινίας. Συνάντησα τους ανθρώπους και ενδιαφέρθηκα σε βάθος για 14 ιστορίες, πριν τελικά καταλήξω στις 5.
Στα κριτήρια επιλογής, πέρα από την δύναμη και το ενδιαφέρον της κάθε μιας ιστορίας, πέρα από την ικανότητα των ανθρώπων να αφηγούνται, πέρα από την ανάγκη να υπάρχει μια γεωγραφική διασπορά των προσώπων της ταινίας, υπήρχε ένα πολύ βασικό κριτήριο: να είναι άνθρωποι έτοιμοι να εκτεθούν ουσιαστικά, να μείνουν γυμνοί, να μη φοβηθούν την αναμέτρηση με τα «φαντάσματα» που κουβαλούσαν τόσα χρόνια στη πλάτη τους. Αυτό, το γεγονός δηλαδή ότι ήταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, το ήξερα μόνον εγώ, μετά από τις χαλαρές συζητήσεις που έκανα μαζί τους στην προεργασία. Οι ίδιοι φυσικά δεν υποψιαζόντουσαν καν «τι τους περίμενε» όταν δέχτηκαν να καταθέσουν την μαρτυρία τους. Ένοιωθαν ότι έκαναν το καθήκον τους (απολύτως ιερό και σεβαστό φυσικά) να «μιλήσουν για να τα μάθει ο κόσμος». Εγώ όμως δεν ήθελα μόνον αυτό, δεν ήθελα «άλλη μια ταινία για το Ολοκαύτωμα», αλλά «μια ταινία για την παιδική ηλικία στη σκιά του Ολοκαυτώματος».
Έχοντας περάσει κι εγώ ο ίδιος παλιότερα μια μακρά διαδικασία ψυχανάλυσης, ήξερα πόσο δύσκολο είναι να ξανασυνδεθείς με την παιδική σου ηλικία, ειδικά όταν έχουν μεσολαβήσει μεγάλα τραύματα, μεγάλες απώλειες και ανολοκλήρωτα χρόνια πένθη. Και στους ηλικιωμένους αυτούς ανθρώπους είχαν συμβεί όλα αυτά μαζί, και σε μεγάλη κλίμακα. Ήξερα όμως ότι μόνον έτσι θα μ’ ενδιέφερε αυτή η ιστορία: μέσα από τις μικρές, καθημερινές, ασήμαντες και καλά κρυμμένες λεπτομέρειες τις οποίες έπρεπε να ανασυνθέσουν αυτοί οι άνθρωποι ενώπιον του κινηματογραφικού φακού. Αργά, με πισωγυρίσματα, με ξεσπάσματα σε κλάματα και σε λυγμούς, με αρνήσεις και πείσματα, με αμηχανίες, με ξεσπάσματα θυμού, με στιγμές χαλάρωσης, αναπόλησης και ανεμελιάς, με αστεία και σοβαρά, κατάφεραν να βυθιστούν στην παιδική τους ηλικία. Κι εγώ, εκεί, έπρεπε να είμαι «παρών», το αυτί που εμπιστευόντουσαν, το βλέμμα που τους ενθάρρυνε ή που τους αποκάλυπτε τη δυσπιστία μου στο κατά πόσο μου λένε την αλήθεια και δεν μου σερβίρουν (εν αγνοία τους) την «αλήθεια» εκείνη που κατασκευάζουμε όλοι μας εξωραΐζοντας το παρελθόν μας ή τροποποιώντας, με τα χρόνια, λεπτομέρειες και πτυχές του. Έπρεπε να είμαι εκεί, ως ενδιάμεσος ανάμεσα στο παρόν τους και στην παιδική τους ηλικία, να βοηθώ, να οδηγώ με εξονυχιστικές ερωτήσεις, να διώχνω τη σκόνη από πάνω, να υπενθυμίζω, να προκαλώ και να εξοργίζω, να αλλάζω θέμα όταν δεν άντεχαν άλλο (για να επανέλθω βέβαια αργότερα), κλπ. Πολλές φορές κι εγώ ο ίδιος δεν άντεξα τη συγκίνηση, την ένταση ή το βάρος που εναπόθεταν επάνω μου. Η σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είχε χτιστεί ανάμεσά μας ευτυχώς άντεξε, και το αποτέλεσμα αυτής της εκ βαθέων εξομολόγησης (έτσι ονομάζω αυτό που έγινε –όχι απλώς μαρτυρία) ήταν τελικά λυτρωτικό και ανακουφιστικό για τους ίδιους.
Στην ολοκληρωμένη ταινία λοιπόν, αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μιλάνε σε μένα και στον κινηματογραφικό φακό αλλά στην πραγματικότητα συνδιαλέγονται με τον παιδικό τους εαυτό. Και μέσα από αυτή τη συνάντηση μαζί του, μέσα από την αποκατάσταση της συνέχειας της προσωπικής τους μικρο-ιστορίας ξανασυναντούν και ξαναγράφουν την Ιστορία.
Συγκινούμαι ακόμα και τώρα όταν βλέπω στην ταινία τα γεροντικά τους πρόσωπα να αντανακλούν την παιδική λαχτάρα, την απορία, την πονηριά και τσαχπινιά, τον τρόμο και την αγωνία, όλα τα συναισθήματα που ένοιωθαν τότε που ήταν παιδιά, κι αισθάνομαι καθηλωμένος όταν κοιτούν τον φακό με το ίδιο βλέμμα με το οποίο κοιτούσαν τον κόσμο, τότε.
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ σου, αποκαλούν «μάλαχ», άγγελους στα σεφαραδίτικα, τους Ελληνες χριστιανούς που τους/τις έκρυψαν, με κίνδυνο της ζωής τους. Γιατί δεν εμφανίζεται κανείς από αυτούς στην ταινία, εκτός από το σύντομο πέρασμα του γιου της ηρωίδας Λέλας Καραγιάννη που είχε γλυτώσει ένα από τα παιδιά;
Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα πολύ να βρω τα παιδιά των σωτήρων τους, και με πολλή προσπάθεια εντόπισα κάποια, που τα ίδια τα «κρυμμένα παιδιά» δεν είχαν ανακαλύψει. Τα περισσότερα είναι εξαιρετικής ποιότητας άνθρωποι οι οποίοι όμως δεν γνώριζαν τίποτα ή ελάχιστα από την στάση των γενναίων γονιών τους στο θέμα της απόκρυψης εβραιόπουλων στην Κατοχή. Ήξεραν πολύ γενικά πράγματα, χωρίς όμως προσωπική, βιωματική σχέση με το συγκεκριμένο γεγονός. Εκτός όμως από την μακρά συνάντηση της Σέλλυς με τον Γιώργο Καραγιάννη, γιο της Λέλας, -την οποία κινηματογράφησα ολόκληρη αλλά τελικά δεν ενσωμάτωσα στην ταινία-, προχώρησα και σε μία ακόμα πλήρη συνέντευξη, που εξελίχθηκε και αυτή σε μια εκ βαθέων κατάθεση ψυχής.
Πρόκειται για την Κάτια, στο σπίτι της οποίας κρύφτηκε επί εννέα μήνες η συνομήλική της 10χρονη Ευτυχία και ο μικρός της αδελφός. Οι δυο γυναίκες διατήρησαν μια ισχυρή φιλία μέχρι σήμερα. Από τα όσα υπέροχα αφηγήθηκε θα σταθώ μόνο στη συγκλονιστική περιγραφή της Κάτιας σχετικά με το πώς οι γενναίοι γονείς της Μίμης και Μαρία Αγγελοπούλου (οι «σωτήρες, θείος Μίμης και θεία Μαρία» όπως τους αποκαλεί η Ευτυχία) την προετοίμασαν ότι θα κρύψουν ανάμεσά τους τα δυο Εβραιόπουλα. Ο τρόπος που το ανακοίνωσαν οι γονείς της στη 10χρονη Κάτια και η εμπιστοσύνη που της έδειξαν, αποτελούν ένα σπουδαίο μάθημα Παιδαγωγικής και τρόπου ανατροφής των παιδιών. «Τα παιδιά αυτά κινδυνεύουν από τους Γερμανούς κι εμείς πρέπει να τα σώσουμε. Τι λες κι εσύ; Να τα πάρουμε στο σπίτι μας να τα κρύψουμε;». Στην έκπληξη και στο σφίξιμο της μικρής Κάτιας απάντησαν: «Θα παίζεις μαζί τους, θα τα παίρνεις μαζί σου στη γειτονιά παρέα με τα άλλα παιδιά, αλλά δεν θα πεις ποτέ κουβέντα. Αν μας ανακαλύψουν, κινδυνεύουμε κι εμείς. Σε εμπιστευόμαστε απόλυτα!» ήταν η κατάληξη των σοφών αυτών ανθρώπων, που έδωσαν έτσι στο μικρό τους κορίτσι την ευκαιρία να νοιώσει την σπουδαία έννοια της υπευθυνότητας, ως αντίδωρο στην απόλυτη εμπιστοσύνη που τής έδειξαν. Κι όλα αυτά τα καθημερινά μαθήματα ήθους και διαπαιδαγώγησης συνέβαιναν μέσα σε συνθήκες απόλυτου τρόμου, και με τον κίνδυνο να τιτιβίσει η μικρή στη γειτονιά και να εκτελεστεί όλη μαζί η Χριστιανική οικογένεια.
Δυστυχώς το υπέροχο αυτό κομμάτι δεν μπήκε τελικά στο μοντάζ, παρ’ όλο που πολλές φορές το επιχείρησα, διότι ένοιωθα ότι άλλαζε εντελώς ο τόνος της αφήγησης, και κάθε τι νέο που έμπαινε ανάμεσα στις αφηγήσεις των 5 «κρυμμένων παιδιών» έμοιαζε με ξένο σώμα. Πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί: τότε, στο μοντάζ (που διήρκεσε 4 χρόνια), ήμουν ακόμα σε μια ζωντανή σχέση με τις αφηγήσεις και τις εικόνες των 5 αυτών ανθρώπων, συνέχιζα ακόμα και τότε να ζω καθημερινά την προσπάθειά τους να καταβυθιστούν στην παιδική τους ηλικία. Μια προσπάθεια που δεν μπορούσε να διακοπεί –για μένα- ούτε τότε, στο μοντάζ δηλαδή. Μπορεί εν τέλει να ήταν μια εντελώς προσωπική μου αδυναμία να σταθμίσω ψύχραιμα τα πράγματα, ένα δικό μου «κόλλημα» κι όχι μια αισθητική επιλογή.
Ωστόσο η θυσία του σπάνιου αυτού ντοκουμέντου -της κατάθεσης της Κάτιας- χάριν της «αισθητικής καθαρότητας» (όπως πίστευα) με κάνει να νοιώθω τύψεις ακόμα και τώρα. Η σημερινή μου κατάθεση αποτελεί μια ελάχιστη προσπάθεια να επανορθώσω.
Μιλώντας για τη μακρόχρονη περίοδο που πέρασε κρυμμένη με τα αδέλφια της σε ένα σπίτι, μια από τις πρωταγωνίστριες του ντοκιμαντέρ λέει: "Κάθε μέρα που περνούσαμε εκεί μέσα ήταν κέρδος ζωής. 548 ημέρες κλεισμένοι. Το κλείσιμο μετριέται με ημέρες». Πώς αναμετριέται και πώς ξεπερνά κανείς, ιδίως αν είναι παιδί, αυτό το ατέρμονο, και γεμάτο κινδύνους, «ξεχείλωμα» του χρόνου;
Ήταν από τα βασικότερα ερωτήματα που είχα κι εγώ, και μάλιστα ήταν ακριβώς αυτά που με κινητοποίησαν να κάνω αυτή την ταινία. Δεν ξέρω πόσο σοφότερος έγινα πάνω σ’ αυτό, απλώς κατάλαβα ότι ο άνθρωπος κρύβει μέσα του τεράστιες δυνάμεις κι έχει μεγάλη δύναμη προσαρμογής. Το παιχνίδι των παιδιών έγινε πιο εσωτερικό, πιο μοναχικό, οι φωνές και οι τσιρίδες έγιναν ψίθυρος και μουρμουρητό, η λαχτάρα και η ανυπομονησία του παιδιού έγιναν προσμονή και εγκαρτέρηση, η ανάγκη να πει το παράπονό του στη μαμά ή στον μπαμπά έγινε μοναχικό κλάμα στο κρεβάτι το βράδυ. Άλλα παιχνίδια επινόησε η παιδική φαντασία, παιχνίδια του μυαλού. Τα μικροπράγματα του περιβάλλοντος απέκτησαν ξαφνικά τεράστιο μέγεθος, μεγαλύτερο ακόμα κι απ’ ότι συνήθως συμβαίνει με τα παιδιά: το κουταλάκι της σούπας έγινε κουπί, το πεζούλι της ταράτσας έγινε καράβι. Αλλά όχι μόνον λυτρωτικά ταξίδια του ονείρου, μα και απειλητικές, τρομακτικές υπομνήσεις της σκληρής πραγματικότητας: το πέταγμα μιας μύγας έγινε απειλητικός βόμβος βομβαρδιστικών αεροπλάνων, ο ήχος από το πέρασμα ενός γερμανικού φορτηγού έξω στο δρόμο έγινε ο απόλυτος τρόμος. Όμως τα παιδιά έχουν το προνόμιο να «ξεχνούν» εύκολα, και να απορροφούνται και πάλι από το επόμενο ταξίδι της φαντασίας. Όπως γράφει ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές, ο Τάσος Λειβαδίτης «…με κείνη την αθώα παντοδύναμη αγνωμοσύνη των παιδιών όταν ξαναφτιάχνουν τον κόσμο…».
Και βέβαια, σε όλα τα παραπάνω να μη ξεχνάμε ποτέ τη θεραπευτική λειτουργία της στοργής που έδιναν στα κρυμμένα παιδιά οι άνθρωποι που τα έκρυβαν, ειδικά σε κείνες τις περιπτώσεις που τα παιδιά κρυβόντουσαν χωριστά από τους γονείς τους. Οι ιστορίες που διηγιόντουσαν στα παιδιά, τα τραγούδια που τους μάθαιναν, τα σχολικά μαθήματα που τα ενθάρρυναν να συνεχίσουν να διαβάζουν –έγιναν δάσκαλοι κι οι ίδιοι- οι μικροδουλειές μέσα στο σπίτι που τα «υποχρέωσαν» να εκτελούν καθημερινά -μόνο και μόνο για να χτίσουν ένα τελετουργικό καθημερινότητας, που τα γλύτωσε από την απραξία, τη βαρεμάρα, την κατάθλιψη και την υστερία (που θα ακολουθούσε σίγουρα). Η Άννα Φράνκ στο ημερολόγιό της –αν και έφηβη εκείνη, όχι παιδί όπως τα «δικά μας»- είναι τόσο, μα τόσο, αποκαλυπτική σε όλα αυτά.
Ποια ήταν η πιο δυνατή και συγκινητική στιγμή για εσένα στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Πολλές στιγμές δάκρυσα, κόμπιασα, δεν μπορούσα να μιλήσω. Η κορυφαία όμως στιγμή ήταν η εξομολόγηση της Ροζίνας –μετά από μεγάλη μου επιμονή- για την μετέπειτα τύχη της οικογένειας Καρακώτσου που τους έκρυψε επί 548 ημέρες στο σπίτι της οδού Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη. Μια βαθειά ανθρώπινη τραγωδία που σε κάνει να αναρωτιέσαι σοβαρά, μα πολύ σοβαρά, «αν υπάρχει Θεός». Δεν ενσωμάτωσα στην ταινία αυτή την αφήγηση, αλλά κάθε φορά που το φέρνει η κουβέντα, το αφηγούμαι κι εγώ με τη σειρά μου σε άλλους. Μόνον προφορικά όμως. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή όταν το αφηγούμαι νοιώθω πάντα εκείνη την απέραντη πικρή απόγνωση της ηλικιωμένης αφηγήτριας Ροζίνας, σπάει και η δική μου φωνή, πολλές φορές βουρκώνω και δεν μπορώ να συνεχίσω. Αλλά προτιμώ έτσι, την συγκίνηση του προφορικού λόγου κι όχι την ασφάλεια του γραπτού. Μου φαίνεται ότι αυτός είναι ο προσωπικός μου μικρός φόρος τιμής στους υπέροχους εκείνους ανθρώπους, στον μεγαλόκαρδο Γιώργο Καρακώτσο, στην πανέμορφη γυναίκα του Φαίδρα και στον Φίλωνα, τον μικρό τους μοναχογιό.
info
Η ταινία ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” προβάλλεται:
στην ΑΘΗΝΑ από Πέμπτη 7/2 στην ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, καθημερινά 18:00-20:00-22:00
στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ από Κυριακή 17 Φεβρουαρίου, ώρα 17:00 στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ (μια προβολή).
Στη συνέχεια, κάθε Σάββατο και Κυριακή μια προβολή στις 17:00.
Επισκεφτείτε στο facebook τη σελίδα της ταινίας
Δείτε στο youtube το trailer
*Το βιβλίο του Αρη Μαλανδράκη “SEX” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News