Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν από πέντε χρόνια. Ο Χρήστος Παπαμιχάλης είναι φίλος -από τους ακριβούς στα χρόνια- και είχα υποχρέωση να του ρίξω τουλάχιστον μια ματιά. Περιεργάστηκα το εξώφυλλο, είδα τον τίτλο “Maybe” και προέτρεξα πως θα διάβαζα ένα γρήγορο και έξυπνο κείμενο, από εκείνα που γεννιούνται κατά εκατοντάδες στις μεγάλες πόλεις και διεκδικούν το τρόπαιο της λογοτεχνίας, ενώ στην ουσία είναι απλώς γρήγορα και έξυπνα κείμενα…
Όταν το τελείωσα, του απένειμα με συνοπτικές διαδικασίες το βραβείο του πλέον άστοχου τίτλου των τελευταίων χρόνων, όμως δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν πως οι τίτλοι νοηματοδοτούν το περιεχόμενο, το αντίθετο συμβαίνει. (Θυμάμαι πως όταν το 1991 μας ανακοινώθηκε πως ο σταθμός μας θα λέγεται ΜΕΛΩΔΙΑ, είχαμε πάθει κατάθλιψη από την απόγνωση της επιλογής ενός τόσο γλυκερού ονόματος)
Ο Χρήστος αγάπησε και τίμησε το ραδιόφωνο όσο λίγοι και όταν χρειάστηκε το απέδειξε με ηρωισμούς παράταιρους για την εποχή. Και κάποια στιγμή, out of the blue, ήρθε το Maybe, όχι ως άσχετη και παράλληλη ικανότητα, όχι ως δοκιμασία ενός ανήσυχου και ταλαντούχου ανθρώπου σε έναν άλλο στίβο, όχι για να κλέψει credits από ευνοϊκότερη θέση εκκίνησης απ' ό,τι κάποιος εντελώς άγνωστος. Έτσι κι αλλιώς ο στίβος είναι ένας. Ποτέ δεν με εξέπληξε ένας συγγραφέας που ζωγράφιζε καλά ή ένας ζωγράφος που κάποια στιγμή έγραψε ένα θεατρικό. Σε κάτι θα είναι καλύτερος, μια είναι συνήθως η ευλογία, το σώμα του έχει απαντήσει πολύ πριν από εμάς, όμως η διεύρυνση της περιμέτρου είναι πάντα ζητούμενο για έναν καλλιτέχνη, ακόμη κι αν αυτή γίνεται με τη σπουδή του επάνω σε “δευτερεύουσες” ικανότητές του.
Στο Maybe, μια πενταμελής οικογένεια από την επαρχία, γίνεται μία πληγή που βγάζει αίμα μέχρι το τέλος. Το κύτταρο της κοινωνίας μας, όσες φορές κακοφόρμισε, στάθηκε υπεύθυνο για τα μεγαλύτερα εγκλήματα “εσωτερικού χώρου”. Οι πλέον αιματηρές μάχες, οι πιο αδίστακτες πρακτικές, το εφαρμοσμένο μίσος, πρωτοδοκιμάστηκαν στον σωλήνα της οικογένειας. Χιλιοτραγουδήσαμε πως τις μεγάλες πληγές τις αφήνουν στους ανθρώπους οι έρωτες, αλλά αυτό είναι τουλάχιστον αστείο, μπροστά στις “ομοαίματες” δαγκωματιές πίσω από κλειστές πόρτες. Μάλλον επειδή είναι αδύνατον να διαχειριστείς και να αποδεχτείς πώς γίνεται να θερίζεις μίσος στον βιότοπο της αγάπης.
Πέρασαν κάποια χρόνια και πέρυσι, δύο πολύ καλοί ηθοποιοί -όπως αποκαλύφτηκαν μπροστά στα μάτια μου- του ζήτησαν να κάνουν μια θεατρική διασκευή του βιβλίου. Ο τίτλος έγινε “Η ρίζα του 5” και πριν λίγες μέρες ανέβηκε στο “Βαφείο”. Εβδομήντα λεπτά θεάτρου, εβδομήντα λεπτά κειμένου, σε έναν γεμάτο χώρο, και ένας καθρέφτης από όπου περάσαμε όλοι. Είδαμε από την άλλη πλευρά τη δική μας οικογένεια, τα δικά μας πρώτα χρόνια, και κάποιοι βγήκαμε ανακουφισμένοι και κάποιοι ψιλοκομμάτια…
Βγαίνοντας από το θέατρο τού είπα πως υπάρχουν δύο πολύ μεγάλες παγίδες για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και τις απέφυγε και τις δύο με ιδιαίτερη ωριμότητα. Η μια είναι το σαφάρι της ατάκας. Έξυπνες, “πρωτοεμφανιζόμενες” ατάκες, που σου κολλάνε πρόσκαιρα στο μυαλό, αλλά από εκείνες που σε κατατάσσουν στους εύστροφους ατακαδόρους και όχι στους συγγραφείς. Η δεύτερη, είναι η βιασύνη “να σας πως τις απόψεις μου για όλα τα θέματα”. Πολιτική, έρωτας, μοναξιά, θάνατος και κανένα αστείο ενδιάμεσα. Το ταλέντο είναι να μπορείς να μιλήσεις για όλα αυτά, δίχως να τα αναφέρεις καθόλου, χωρίς να παρεκκλίνεις ούτε πόντο από την αφήγηση της ιστορίας σου. Να φαίνεται πως καταθέτεις μόνο γεγονότα και ειπωμένα λόγια, ενώ από πίσω τρέχουν και σχηματοποιούνται όλα τα “ασπόνδυλα”…
Η σκηνοθεσία είναι του Ιωσήφ Βαρδάκη και η μουσική του Νίκου Ζούδιαρη. Με την Αντωνία Γιαννούλη και τον Βαγγέλη Ρόκκο. Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή στο Βαφείο, Αγ. Όρους 16 και Κωνσταντινουπόλεως.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News