Διάβαζα χθες το απόγευμα την Ρέα, “όταν τσουγκρίζαμε με Σεφέρη”. Όταν ανάβω τσιγάρο στο τέλος ενός κειμένου, σημαίνει πως “έζησα” μέσα από ένα κείμενο. Εννοώ πως ο διαχωρισμός που κάνουν ορισμένοι ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στην ζωή των βιβλίων των και κειμένων, γεφυρώνεται. Εκείνο το “βγες έξω και ζήσε και μην κλείνεσαι στα βιβλία” δεν το πολυκατάλαβα ποτέ. Δεν “κλείνεσαι” στα βιβλία, αντιθέτως είσαι περισσότερο ακάλυπτος και ανοιχτός. Αρκεί να είσαι πραγματικά εκεί και να μην χαζολογάς με τις λέξεις.
Με γοητεύουν κι εμένα οι συλλογικότητες και η “συννενόηση στη μάχη”. Δεν την έζησα εκείνη την εποχή αλλά συνάντησα πολλούς στον δρόμο όταν επέστρεφαν από κει. Όλοι οι φίλοι μου ήταν αρκετά μεγαλύτεροι (για πολλά χρόνια έζησα ασυντόνιστος με την γενιά μου) και οι πρώτες ιστορίες που άκουσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους ήταν εκείνες οι ιστορίες της Ρέας. Βέβαια στην πορεία έξυσα κι εγώ με το νυχάκι μου το λούστρο της εξιδανίκευσης – εκείνης της διάθλασης που κρατάει από τα περασμένα μόνο τον χυμό χωρίς την φλούδα- αλλά και πάλι παρέμεινα γοητευμένος.
Αλλάζουν οι εποχές, ο κατακερματισμός την ενιαίας –όσο το δυνατόν- ταυτότητας και η πλουμιστή διαστρωμάτωση, διαμόρφωσαν εκατοντάδες μικροπαρέες με κοινές αναφορές εκεί που κάποτε υπήρχαν μόνο δύο ή τρεις. Δεν υπάρχει καλό ή κακό σε αυτό. Είναι όπως είναι. Τα τραγούδια, οι μικρές πυρκαγιές της τέχνης, συνεχίζουν να προσελκύουν τα μυγάκια γύρω από την λάμπα. Λιγότερους, το κάθε τραγούδι, αλλά είναι περισσότερα τα τραγούδια. Μάλλον δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε τις διαφορετικότητες και όπως σωστά λέει η Ρέα, βαφτίζουμε “εχθρό” το διαφορετικό, το διπλανό, το έξω από την περίμετρό μας, και αμυνόμαστε εκεί που δεν έχει εκδηλωθεί ούτε υποψία επίθεσης.
Όμως περισσότερο από την μάταιη προσπάθεια αναβίωσης μιας εποχής που δεν έζησα, με γοητεύει περισσότερο η πρόκληση της δικής μου. Όταν δηλαδή θα επιστρέφω εγώ και θα κάνω παρέα με πολύ μικρότερους μου, να έχω να πω με την σειρά μου κάτι που θα γοητέψει εκείνους. Αυτήν η διαδοχή δεν θα τελειώσει ποτέ. Η κάθε γενιά κοιτάει στα μάτια την προηγούμενη και λέει “μαγέψτε με!”. Την αποκαθηλώνει δίχως οίκτο βέβαια αλλά ταυτόχρονα έχει ανάγκη κι εκείνο το “μαγέψτε μας!”. Ακόμη και η γενιά του πολέμου “γήτεψε” την επόμενη με ιστορίες για το πείσμα της ζωής μέσα στην κόλαση.
Εύχομαι, όταν έρθει η ώρα να πούμε εμείς τις ιστορίες μας στους επόμενους, εκείνοι να μην ξύνουν τα…φρύδια τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News