799
|

Το αγόρι και η πόρτα

Avatar Νίκη Κόλλια 17 Νοεμβρίου 2012, 02:44

Το αγόρι και η πόρτα

Avatar Νίκη Κόλλια 17 Νοεμβρίου 2012, 02:44

Λίγο πριν σκοτεινιάσει, ένα πορτοκαλί τρόλεϊ διασχίζει την θαμπή Πατησίων. Εκείνος κρατιέται από μια χειρολαβή ακριβώς από πάνω μου, σοβαρός όπως πάντα και ’γω γεμάτη συστολή τον κοιτάζω λοξά, χαζεύοντας την περισσότερη ώρα τα κορδόνια των παπουτσιών του. Μια στις τόσες βήχει δυνατά, φταίνε τα πολλά τσιγάρα, αν και ποτέ δεν παραδέχεται ότι καπνίζει σαν φουγάρο. Στην πρώτη στάση κατεβαίνουμε. Με πιάνει σφικτά απ’ το χέρι και διασχίζουμε την κεντρική πύλη. Απόψε είναι ακόμη ανοικτή. Στο προαύλιο υπάρχει κόσμος πολύς, εκείνος χώνεται ανάμεσα και ξεγλιστράμε, κάνει μεγάλα βήματα, προσπερνά βιαστικά το κεφάλι στο χώμα με τα γαρύφαλλα -στενοχωριέμαι που δεν σταθήκαμε στο γλυπτό έστω για λίγο- τρέχει προς τη μαρμάρινη σκάλα, δυσκολεύομαι να τον προλάβω.

Από τα μεγάφωνα, τις αφίσες στα κάγκελα, το χώμα και τους τοίχους πολλαπλασιάζονται ρυθμικά τα συνθήματα, οι φωνές, τα τραγούδια. Εκείνος όμως δεν ακούει. Στα δεξιά μας μια αίθουσα στο ισόγειο είναι φωτισμένη. Μπαίνουμε και με φέρνει μια αργή βόλτα τριγύρω· ασπρόμαυρες φωτογραφίες σκεπάζουν τους τοίχους: παιδιά, αστυνομικοί, τανκς στους δρόμους, άνθρωποι σε φυλακές, ξύλο, ταράτσες με πανό και ανοικτά χέρια. Δεν μπορώ να διαβάσω τι γράφουν τα πανό, δεν πάω ακόμη σχολείο.

Μπροστά από τις φωτογραφίες μαυροφορεμένες γυναίκες στέκουν σιωπηρές με μάτια κόκκινα, σαν σε προσευχή. Εκείνος με έχει μάλλον ξεχάσει, χαιρετά κάποιους «Δημήτρη σε χάσαμε τελείως», κουνάει το κεφάλι, δεν απαντά. Πιο ’κει μια γυναίκα βαστά μια μεγάλη ασημένια κορνίζα. Στη φωτογραφία ένα αγόρι με σγουρά μαλλιά είναι ξαπλωμένο μες τα αίματα σε κάποιο δρόμο. Είναι ένας συνηθισμένος δρόμος, από αυτούς που περνούν πέρα- δώθε τα αυτοκίνητα. Λίγο πιο κει ένα μπουλούκι ανθρώπων προχωρά νομοταγώς στη διάβαση πεζών, δίχως να νοιάζεται διόλου για το ματωμένο αγόρι.

«Ο αδελφός σου κείται νεκρός, Αντιγόνη» ακούγεται από κάποιο μεγάφωνο και από τα μεγάλα παράθυρα μπαίνει το «γελαστό παιδί». Κάνει παράσιτα, ο δρόμος, η κασέτα, αλλά ξεχωρίζω τα λόγια. Ο δίσκος με το μπλε εξώφυλλο και την τραγουδίστρια ντυμένη στα μαύρα ήταν δώρο από εκείνον. «Μη κλαις» τον ακούω να λέει σε μια γυναίκα, την χαϊδεύει στο πρόσωπο, αγκαλιάζονται, με δείχνει «από δω η ανιψιά μου», «Πώς είσαι παιδί μου;» με ρωτά εκείνη, σκουπίζοντας τα μάτια. Άνθρωποι περνούν, όλοι κάπως βιαστικοί μες σε φωνές και σπρωξίματα. Εμάς όμως μάλλον δεν μας αγγίζουν οι φωνές, δεν τις ακούμε, όπως δεν δώσαμε σημασία και σε κείνο το κεφάλι και στον κόσμο στον κήπο, σκέφτομαι και κοιτώ σχεδόν αποσβολωμένη τα ντουβάρια. Περπατήσαμε ώρα πολλή στους διαδρόμους.

Βγαίνουμε σε μια σκοτεινή αυλή χωρίς κόσμο, χωνόμαστε σ’ ένα παράξενο μισοσκόταδο ενός μακρύ διαδρόμου. Δίπλα σε κάτι παλιές βρύσες άναψε τσιγάρο. Λίγο μετά ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κλαίω και ’γω κάθε φορά που είμαι λυπημένη. Ναι, ήταν λυπημένος, αλλά γιατί; Οι λιγοστές του λέξεις ακούγονταν ακαταλαβίστικες και μπερδεμένες. Από κάτι ψηλά τετράγωνα παράθυρα στο βάθος το φως μιας κολώνας του δρόμου έπεφτε λοξά πάνω του και τον γλύκαινε. Τα μάτια του μοιάζαν ελαφίσια και γυάλιζαν περίεργα. «Θείε μου είσαι λυπημένος;» ρώτησα δειλά, ψάχνοντας το χέρι του μες τον χώρο. «Όλο αυτό είναι τόσο βαρύ», είπε μονάχα. Αμίλητοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Θεοσκόταδο πια, φτάσαμε με τα πόδια ως τον Στρέφη. Μια πορτοκαλάδα για τη μικρή, είπε σε ένα καφενείο, εκείνος πήρε μια μπίρα, την τέλειωσε γρήγορα. «Τι θα πει κείται;» ρώτησα ρουφώντας την πρώτη γουλιά της πορτοκαλάδας. Χαμογέλασε.

Την επόμενη με περίμενε ο Ωραίος Λοχαγός. Το βιβλίο -ελαφρά ξεβαμμένο κίτρινο, λεπτό εξώφυλλο, πλαγιαστά γράμματα τίτλου, πυκνές λέξεις γραφομηχανής- μου ήταν αδύνατο έστω και να το συλλαβίσω. 

Έχουν περάσει πάνω από είκοσι τρία χρόνια από τότε. Στον πέμπτο όροφο της Μπουμπουλίνας περιμένω για τη συνέντευξη του Υπουργού Πολιτισμού. Κολλώ το μάγουλό μου στο τζάμι και κοιτώ από το αίθριο προς την ταράτσα και ύστερα απ’ τα παράθυρα ένα-ένα τα μπαλκόνια των γύρω πολυκατοικιών. «Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου. Τώρα η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ' το υπόγειο ως τον αυχένα» γράφει ο Ρίτσος.

Που να ’ναι άραγε αυτό το παράθυρο; Ποιοι θα σταθούν για να βγει η φωτογραφία; Καπνισμένα κτίρια όσες φορές και αν τα περάσει η μπογιά και τα γραψίματα, καπνισμένοι άνθρωποι όσα χρόνια και αν περάσουν, βία ανθρώπων πάνω σε συνανθρώπους, χαφιεδισμός, μίσος, ξύλο: μια πεσμένη καγκελόπορτα, πανό σε στέγες, νυχτερινά ουρλιαχτά σε ταράτσες, φρικτά κελιά απομόνωσης και κλειδαμπαρωμένα άθλια υπόγεια, χειροπέδες και νυχτερινές μεταγωγές σε ξερονησιά, λόγια χωρίς ήχο και βουβά κλάματα, χτυπήματα σε τοίχους, παιδιά σε αίματα, εξόριστοι γονείς και σαπισμένοι στο ξύλο φοιτητές.

Όλο αυτό το μακρόσυρτο γλυπτό ανθρώπων, ιδεών, καθημερινού πόνου, βιασμού και αγώνα δεν έχει ανάγκη στεφάνια, λόγους και πορείες για να τιμηθεί, γιατί δεν έχει ανάγκη για τιμή και δόξα. Κυρίως όμως είναι το ίδιο που ξερνά όλους όσους το χρησιμοποίησαν για να ορίσουν ολόκληρες γενιές πάνω του και να δικαιολογήσουν άθλιες καριέρες. Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα καιρός είναι να τους αφήσουν επιτέλους ήσυχους όλους εκείνους τους ανθρώπους. Μπροστά σ’ αυτό το ανθρώπινο ποίημα ας μετρήσει μόνο η σιωπή.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News