501
|

Η πολυτέλεια της κριτικής

Η πολυτέλεια της κριτικής

Διάβαζα το ζουμί των πρακτικών ενός ενδιαφέροντος, τουλάχιστον για όσους από εμάς είναι κριτικοί, debate γύρω από την κατάσταση της κριτικής στα αμερικανικά έντυπα. Μπορείτε να το βρείτε στο site του IFC (Indie Film News), το έχει γράψει ο Stephen Saito κι έχει τίτλο “Nothing Else to Do?”

Η φράση εκτοξεύτηκε στο πάνελ από τον απαξιωτικό προς το συνάφι του Ρίτσαρντ Σίκελ, λάτρη του Ίστγουντ και του Τσάπλιν, έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά το παγκόσμιο σινεμά και προτιμάει να γράφει βιβλία και να συνομιλεί απευθείας με τους δημιουργούς. Ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχεται πως έχασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του ασχολούμενος με τη θεωρία του σινεμά, δεν διαβάζει κριτικές, απεχθάνεται την διαδικτυακή εξέλιξη της κριτικής και έβρισε και κάποιους συναδέλφους του, που μάλλον δεν θεωρεί συναδέλφους ούτε ή άλλως.

 

Μου θύμισε το Μιχάλη Ρέππα που συχνά διατείνεται πως ο κόσμος ίσως και να ήταν καλύτερος χωρίς τους κριτικούς και δεν κατανοεί καθόλου την ύπαρξη του επαγγέλματος αυτού. Από τη στιγμή που η κριτική δημοσιογραφία εισχώρησε στην τηλεόραση, οι κριτικοί κλήθηκαν να εκφραστούν με περισσότερο απλούς όρους και αναγκαστικά έγιναν celebrities. Πολύ σωστά, ο Ρότζερ Ίμπερτ έχει δηλώσει πως στον γραπτό λόγο οφείλεις να αποφεύγεις τα κλισέ ενώ στον τηλεοπτικό, να τα ασπάζεσαι. Σαν χείρα βοηθείας.

Το πρόβλημα, όπως το καταλαβαίνω, είναι διπλό. Από τη μια, με την πραγματική κρίση ή το πρόσχημα της κρίσης για περικοπές, το επάγγελμα του κριτικού κρίνεται πολυτελές για τα περισσότερα έντυπα ανά τον κόσμο, επομένως φαβορί για να καταργηθεί σε πολλά από αυτά- όντως πολλοί καλοί θεωρητικοί έχουν μείνει χωρίς δουλειά, ωστόσο έχουν πάντα τη δυνατότητα αντί να τυπωθούν, να εκδοθούν στο διαδίκτυο.

 

Επίσης, στη δεκαετία του 60 και του 70, οι ταινίες δεν βρίσκονταν απλά ανάμεσα στο τυρί και το αχλάδι κάποιων συζητήσεων αλλά ήταν το επίκεντρο της κουλτούρας, μοχλοί μιας βελούδινης επανάστασης σε πολιτιστικό επίπεδο, είτε μιλάμε για Αντονιόνι, είτε για τον Πρωτάρη και το Μπόνι και Κλάιντ. Ακόμη και σήμερα οι κριτικοί είναι κυρίως χρήσιμοι για να ξεκουνήσουν μερικούς αρκούντως σκεπτόμενους που έχουν χαθεί στη δουλειά και τις υποχρεώσεις τους και να τους οδηγήσουν σε ταινίες άξιες προσοχής, που μέσα στο γενικό χαμό τους διαφεύγουν. Δεν φταίνε οι κριτικοί αν οι ταινίες δεν είναι σόι.

Ως συνήθως, σε τέτοια debate δεν βγαίνει συμπέρασμα αλλά πέφτουν απόψεις στο τραπέζι. Στο δικό μου μυαλό, δεν υπήρξε ποτέ αμφισβήτηση της ύπαρξης της κριτικής. Είναι σα να απορρίπτεις την ανάγκη του ανθρώπου να εκφέρει γραπτά ή προφορικά την άποψη του, τα επιχειρήματα και την όποια τεκμηρίωση τους για ένα θέμα, ειδικά όταν η αφορμή είναι ένα έργο που συγγενεύει με την τέχνη (το μέσον που το κάνεις, δεν έχει και τόση σημασία).

 

Και όσο το σινεμά απομακρύνεται από την ίδια την τέχνη, ρίχνοντας το φακό του σε τεχνολογικές και άλλες μεθόδους, άλλο τόσο η κριτική, δευτερογενής από τη φύση της, θα το ακολουθεί, παρακολουθώντας το. Έστω και από σπόντα, μιας και δε γεννιέται χωρίς ταινία, μια θεωρητική ανάλυση μπορεί να είναι ένα δοκίμιο άξιο για μελέτη. Στην Αμερική, δίνουν βραβείο Pulitzer και για κριτική τέχνης. Κακό είναι;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News