729
|

Κάλιασε

Κάλιασε

Βράδυ της περασμένης Κυριακής στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης μαζί με δυο φουλαρισμένες πτήσεις Ελλήνων έχοντας ξεπεράσει τις δυο ώρες καθυστέρησης. Μια πρώτης τάξης ευκαιρία να παρατηρήσεις τη φυλή μας να ξεδιπλώνει τα ταλέντα της. Πως αντιδρούμε, πώς συμπεριφερόμαστε ειδικά όταν μας πνίγει το δίκιο καθώς κανείς ούτε μας εξηγεί την αιτία της καθυστέρησης των πτήσεων ούτε απολογείται καν για αυτήν.

Να σημειώσω καταρχήν πως την Κυριακή έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη η διάσκεψη των «Φίλων της Συρίας». Αυτό σημαίνει πως κορυφαίοι αξιωματούχοι 74 χωρών μεταξύ των οποίων και η Χίλαρυ Κλίντον, μαζί με τις συνοδείες τους έπρεπε να πάρουν σειρά στον εναέριο χώρο κατά την αναχώρησή τους. Δύσκολή αποστολή δεδομένου του αριθμού των υψηλών προσώπων, των διπλωματικών αντιπροσωπειών και των μέτρων ασφαλείας που τηρούνται. Δύσκολη και η αποστολή των χιλιάδων επιβατών να διατηρήσουν την υπομονή τους. Ακόμη δυσκολότερη για τους Έλληνες επιβάτες των δυο πτήσεων για Αθήνα οι οποίοι μοιραζόμασταν τον ίδιο χώρο αναμονής. Βαβούρα και σαματάς. Μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας στο «Ατατούρκ».

Κάποιοι λουφάζουν ψαχουλεύοντας τις σακούλες με τα μπαχάρια, τα λουκούμια και τις πασμίνες που αγόρασαν από τα παζάρια αλλά κυρίως περιμένοντας από τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Κάποιοι άλλοι, εξαγριωμένοι στήνουν τρικούβερτους καβγάδες με την υπάλληλο της αεροπορικής εταιρίας που το μόνο που απαντά – σε κάτι τσάτρα πάτρα αγγλικά – στην ερώτηση τι ώρα θα πετάξουμε είναι «δεν ξέρω». «Δεν ξέρω, δεν απαντώ» και στην ερώτηση γιατί αργούμε. Τη λυπάται η ψυχή μου όταν επιβάτης σε άψογα αγγλικά της λέει ότι θα κατουρήσει στο gate αφού φοβάται ότι μέχρι να πάει στην τουαλέτα, θα έχει φύγει η πτήση κι ότι πρέπει να μας μοιράσουν τουλάχιστον έναν καφέ και κάτι να φάμε. Παρεμβαίνει εκείνη την ώρα ένας άλλος, κοσμογυρισμένος και κοσμοπολίτης ο οποίος ευγενικά και σε άπταιστα επίσης αγγλικά που αμφιβάλλω αν καταλαβαίνει η υπάλληλος της εξηγεί πως το πρόβλημα δεν είναι τόσο η καθυστέρηση αλλά ότι δεν μας ενημερώνουν γιατί καθυστερούμε, τι ώρα περίπου θα φύγουμε και κάτι άλλο που δεν πιάνω καθώς κουδουνίζει το κινητό της κυρίας δίπλα μου. «Είναι αυτή η μαλάκω η Χίλαρυ εδώ και καθυστερούν όλες οι πτήσεις», απαντά στο τηλέφωνο προκαλώντας το σχόλιο της παραδιπλανής μου που παραμιλά συμπληρώνοντας «αυτή η γαϊδούρα θα πάει στο χλιδάτο αεροπλάνο της τώρα κι εμείς εδώ ταλαιπωριόμαστε». «Μια ζωή ο λαός την πατάει για χάρη των ισχυρών», σπεύδει να πεταχτεί ένας κύριος. Τότε ανακοινώνεται πως η πτήση για την Αθήνα της μίας εταιρίας αναχωρεί. Εθνικός διχασμός στο gate. Αυτοί που μείναμε και κανονικά πετούσαμε δυο ώρες νωρίτερα από τους άλλους, είμαστε στα κεραμίδια. Κι εκείνη τη στιγμή που πυροδοτούνται λογής λογής σχόλια και εκρήξεις, μια απροσδόκητη εικόνα κάνει μεμιάς την κατάσταση καλτ. Ένας επιβάτης άσχετης πτήσης αρχίζει το τζόκινγκ κανονικότατα αποφασίζοντας να πολεμήσει βαρεμάρα του. Και τη δική μας ασφαλώς αφού συγχρονισμένα ξεσπάμε σε γέλια αποφόρτισης όταν έρχεται προς το μέρος μας. Όλοι γελάμε. Οι κύριοι που περπατούν πάνω κάτω νευρικά, οι κυρίες που στα «ψου ψου» τους θυμούνται τα 400 χρόνια σκλαβιάς, τα παιδιά που βολεύονται αποκαμωμένα στην αγκαλιά της μαμάς τους, οι μοναχικοί επιβάτες με το λάπτοπ και το ipad ανά χείρας, τα ζευγάρια που γέρνουν ο ένας πάνω στον άλλο, οι παρέες πιτσιρικάδων που καλαμπουρίζουν έχοντας αδειάσει τουλάχιστον δυο καφάσια τούρκικες μπύρες όσο περιμένουν.

Στην τρίτη ώρα της καθυστέρησης κάτι σαλεύει. Μια κυρία παρατηρεί μέσα από το τζάμι πως έχει αρχίσει ο τεχνικός έλεγχος. Και πέφτουν όλοι σαν χαλκομανίες στην τζαμαρία. Βλέπουν έναν από τους υπεύθυνους ελέγχου με το φακό να τσεκάρει τους τροχούς του αεροπλάνου και τους κόβεται η ανάσα. «Αχ αχ Παναγιά μου. τεχνικό πρόβλημα ήταν. Και είναι.» λέει μια κυρία αναστενάζοντας. «Μα σας το είχα πει εγώ από την αρχή ότι δεν φταίει η Χίλαρυ», λέει μια άλλη με αυστηρό ύφος. Ευτυχώς είναι λίγα τα ψωμιά αυτού στερνού σούσουρου αφού ανοίγει επιτέλους η πύλη για την επιβίβαση. Η αίθουσα αναμονής σείεται από ένα αυθόρμητο δυνατό χειροκρότημα. «Έλα Χριστέ και Παναγία μου, τι ζούμε;» βιάζομαι να αναρωτηθώ. Και τότε ακούω από την άλλη άκρη της αίθουσας έναν από τους πιτσιρικάδες με τις μπύρες να φωνάζει «πετάμε, ας πιούμε σε αυτό λοιπόν» υψώνοντας το μπουκάλι του για να τσουγκρίσει με τους φίλους τους.

Μα τι αναρωτιέμαι. Σάματις, ό, τι κάναμε εκεί τρεις ώρες δεν κάνουμε σε κάθε αναποδιά; Την υπομείναμε με θυμό, στεναχώρια, φωνές, σιωπή. Και μόλις «κάλιασε», μόλις έστρωσε δηλαδή, ήπιαμε στην υγειά της. Κι αυτό, ό, τι και να κάνουμε ή μας κάνουν, δεν αλλάζει. Κάλιασε, δεν κάλιασε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News