Στους Χαιρετισμούς συνήθως χανόμουν, στο προαύλιο της εκκλησίας. Ξέφευγα από το χέρι της μητέρας μου και έκανα βόλτες ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν έκλαιγα, δεν ζητούσα τους γονείς μου, πάντα με έβρισκαν μετά από λίγο. Όταν έπεφτα σε φουστάνι σταματούσα. Αυτή η βιασύνη των κοριτσιών να βγάζουν τα έξωμα και τα τιραντάκια με τον πρώτο ζεστό ήλιο του Μάρτη, με αναστατώνει ακόμα. Παράλληλα με τις περιπέτειες του Χριστού, ένας καλοντυμένος πιτσιρικάς λέρωνε με τα βουλημικά του μάτια το καθαρό ρούχο της όψιμης κατάνυξης. Άσπρα μπρατσάκια, ωραίοι λαιμοί σαν τρεχούμενα νερά, πόδια με ερεθιστικές γάμπες, τσιτωμένες από την ταλαιπωρία της γόβας. Από όλες τις Μεγάλες Εβδομάδες θυμάμαι μόνο κορίτσια. Με διώχναν τα αρώματα, με τραβούσε η σάρκα, μία μπρος μία πίσω, ζαλισμένος από τις υποσχέσεις μελλοντικών ηδονών. Το έβλεπα αυτό που ερχόταν. Ήξερα πως δεν θα ξεμπέρδευα ποτέ με τα καινούρια σώματα, τις γραμμές ανάμεσα στα στήθη, το χνούδι πίσω στον αυχένα. Ορκίζομαι πως κάποτε άκουσα έναν Χριστούλη, κρεμασμένο σε σταυρό, μέσα σε ένα τέτοιο ντεκολτέ, να με παρακαλάει να του λύσω τα χέρια! Τον άφησα να τυραννιέται στην καβάντζα της αιώνιας ζωής…
Στον Επιτάφιο, το φως του κεριού έπαιζε το πιο παράξενο παιχνίδι που έχουν παίξει ποτέ μία φλόγα με ένα γυναικείο πρόσωπο. Έτρεμαν τα μάτια, αναβόσβηναν τα χείλη, λαμπυρίζαν τα μαλλιά, και τα κορίτσια συνοψίζονταν σε αυτό που πραγματικά είναι, μία αέναη εναλλαγή φωτός και σκότους.
Τέτοια μέρα; Ναι, τέτοια μέρα! Η πλέον κατάλληλη. Μόνο την μέρα που κηδεύεται ένας Θεός μπορείς να παραδοθείς στις παλλίροιες του σώματος δίχως την ενοχή του βλάσφημου και τον φόβο του αμαρτωλού. Χωρίς Θεό, τι άλλο μας μένει πέρα από την ακατάσχετη “αιμοραγία” των ερεθισμών;
Πολλοί μίλησαν και έγραψαν για την ερωτική ατμόσφαιρα της προπασχαλινής περιόδου. Τα νόθευαν τα λόγια τους με κάτι μισόλογα για τον συνδυασμό της Άνοιξης με το Θείο Πάθος, και έδιναν στο “ερωτικό” ένα πρόσημο ουδέτερο, λίγο πνευματικό, λίγο ποιητικό, λίγο “αναστάσιμο”. Ερωτευμένοι με την ζωή! Η μόνη Ζωή την οποία ερωτεύτηκα στα δέκα έξι μου, είχε μία ρώγα που σου καθάριζε τον καταρράκτη από το μάτι και ήταν πιο καλλίπυγος και από τις τελευταίες εφαρμογές του photoshop. Είχαμε κάθε μέρα Ανάσταση. Το πένθος μπορούσε να περιμένει. Το οποίο δεν άργησε.
Ύστερα ήρθαν τα ποιήματα, η μουσική, η λογοτεχνία. Έπρεπε να βρω μία πρόφαση, μία δικαιολογία, για κάθε μέρα που αμελούσα το σώμα μου. Έφτιαχνα ψυχή… Όπως φτιάχνουν κορμί στα γυμναστήρια…
Έχω χρόνια να πάω στους Χαιρετισμούς. Συνήθως τέτοια ώρα δούλευα στο ραδιόφωνο. Φέτος δεν είχα δικαιολογία αλλά πάλι δεν πήγα. Μάλλον φοβήθηκα μήπως αμολήσω τον εαυτό μου σε εκείνη την λαίμαργη ηδονοθηρία και τον ακούσω να μου λέει: “μεγάλε, τώρα χαιρετίσματα!”
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News