561
|

Τρεμοκουκούλιασμα

Τρεμοκουκούλιασμα

Περνούσα με το αμάξι και τους είδα μέσα από τα σύρματα να παίζουν μπάσκετ. Το γήπεδο μια σταλιά, μετρημένο το εμβαδό της ευτυχίας. Κι εγκλωβισμένο, περιστοιχισμένο από τόνους μπετόν. Ευτυχώς, τα όνειρα δεν χτίζονται από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι γέρικες πολυκατοικίες της Πολίχνης, κουρασμένες από τη συμπαγή μελαγχολία της φτώχιας, τους έκρυβαν τον γαλανό ουρανό. Καρφί δεν τους καιγόταν. Οι τέσσερις τους, για την πάρτη τους, πλήρεις σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Πάρκαρα μπροστά τους, τα ονόματά τους δεν τα ρώτησα. Ντράπηκα να τους διακόψω, κάθισα πίσω από δύο παρατημένες σκουριασμένες σκάλες και τους κοιτούσα αθόρυβος, δεν ήθελα να ενοχλήσω το παιχνίδι τους. Μαγεύτηκα από την απλότητα των κινήσεων, τα γέλια τους ράγιζαν τα τσιμέντα. Άθελά μου, θυμήθηκα τα πρόχειρα διπλά στο Φωκιανό, εκεί στους πρόποδες του Καλλιμάρμαρου.

Σφαζόμασταν για το ποιος θα βάλει καλάθι. Στις φλέβες μας δεν κυλούσε αίμα, αλλά φωτιά. Παθιαζόμασταν, δεν αφήναμε κανένα ριμπάουντ να πάει χαμένο. Από τα «χαμένα σκουπίδια» ερχόταν η νίκη. Τα μάτια μας άστραφταν, δεν μας ένοιαζε τίποτα. Προσηλωμένοι εκεί, στην άμυνα, στα σκριν, στα συστήματα, στις έξυπνες πάσες και στα σουτ υπό πίεση. Σήμερα, από την πεντάδα σχεδόν κανείς δεν έχει μείνει στην Ελλάδα. Η ομάδα μου, διαλύθηκε. Ο σέντερ μας, αφού τελείωσε το στρατιωτικό του, πέταξε πέρσι για Αμερική, τον πήραν σε ένα επιδοτούμενο διδακτορικό για μοριακή βιολογία. Ο πλέι μέικερ, μετακόμισε μόνιμα στη Στοκχόλμη, όπου ασχολείται με εξαγωγές λαδιού από την Πελοπόννησο και ο σούτινγκ γκαρντ τράβηξε για Λονδίνο, βρήκε δουλειά  σε μία τράπεζα. Μόλις χθες το έμαθα ότι φεύγει. Τι παικταράς που ήταν, στα νιάτα του έσκιζε το διχτάκι, πατούσε και τον Φραγκίσκο Αλβέρτη. Σύντομα θα αναγκαστεί να μάθει άλλο άθλημα. Χόκεϊ ίσως.

Πολλοί σαλπάρουν, εδώ μένουν ελάχιστοι. Τα ταλέντα σπανίζουν, τα γήπεδα αδειάζουν. Κανείς πια δεν σου δίνει ασίστ για να καρφώσεις, ακόμη και ο Διαμαντίδης κουράστηκε. Οι κερκίδες γέμισαν κριτές, οι φίλαθλοι βαρέθηκαν. Από παίκτες, όλοι έγιναν προπονητές. Ωστόσο, δεν απέμεινε κάποιος να διδάξουν. Το «τεσσάρι» μας, ο Γιώργος Νικηφόρος, δεν εγκατέλειψε τη μάχη, από τότε πήγαινε κόντρα στις αντιξοότητες. Αληθινός μαχητής, η καρδιά του ήταν ατσαλωμένη με τσαγανό. Δε συμβιβαζόταν με την ήττα, αλλά δε φοβόταν να χάσει. Αρνιόταν να το βάλει κάτω. Έπαιζε με θλάσεις στα δάχτυλα και κράμπες στα πόδια. Τώρα, ξημεροβραδιάζεται σε μία εταιρεία τηλεπικοινωνίας και περιμένει η σύντροφός του να υποστηρίξει τη διδακτορική της διατριβή, για να μου κουνήσουν μαζί το μαντίλι της ξενιτιάς. Ήδη κάνουν σχέδια για το που θα ρίξουν πετονιά. Άμστερνταμ η πρώτη επιλογή.

Αναπολώ συχνά πλέον εκείνες τις μαγικές μπασκετικές στιγμές, τα καλοκαιρινά βράδια στο Πέραμα, όπου νομίζαμε ότι βρισκόμαστε στο Μπρόνξ. Τρεις τα ξημερώματα, η πορτοκαλί μπάλα αγκαζέ. Ξαστεριά, θαλασσινή αλμύρα, το κορμί μας λιβάδι που φύτρωναν ανθάκια ευτυχίας. Μπάσκετ δεν παίζουμε πια, η γραμμή του τρίποντου μας φαίνεται «σικέ». Πώς να συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι, όταν δεν υπάρχουν κανόνες; Δεν χαζονοσταλγώ, μου έλειψαν αυτές οι νύχτες. Τα φλογερά μάτια και το πάθος την ώρα του αγώνα, η πώρωση που ξεχείλιζε σε κάθε μας προσπάθεια.

Τα βλέμματα που συναντώ γύρω μου είναι φοβισμένα, οι ματιές τρεμοκουκουλιάζουν. Όπως τρέμουν τα κουκούλια με τις κάμπιες πάνω στις μουριές, λίγο πριν σκάσουν και δραπετεύσουν οι πεταλούδες. Δεν μου αρέσουν οι πεταλούδες, ζουν μονάχα για μια νύχτα. Το μπάσκετ μ’ αρέσει, που η έντασή του φουσκώνει τα πνευμόνια με ζωή. Όμορφη ζωή. Αδέλφια ξυπνάτε, το τάιμ άουτ τελείωσε. Μπαίνει η Άνοιξη, το γιασεμί θεριεύει. Καλό μήνα.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News