Τον αναζητούσα μέρες, στα στενά του Περάματος. «Μπαινοβγαίνει» μου έλεγαν. Και με τα μάτια, μου έδειχναν το βουνό. Την πίσω πλευρά, προς τα «τρελάδικα». «Ποιος ο Λούης;» αντέδρασε ένας. «Άφαντος. Δεν πάει πια ούτε στον Γλάρο να πιεί το κρασάκι του». Απογοητεύτηκα αλλά στο βάθος ήμουν χαρούμενος. Ο θρύλος ήταν ζωντανός. Κανείς δεν τον είχε ξεχάσει. Πιτσιρικάδες, γέροι, περιπτεράδες, ράπερ, όλοι ήξεραν τον Λούη, τον Ζορμπά του Περάματος, τον ήρωα του Κώστα Μουρσελά στα « Βαμμένα κόκκινα μαλλιά». Αυτόν έπαιξε ο Νινιός στο σήριαλ που γύρισε ο Κουτσομύτης. Γι’ αυτόν αν το καλοσκεφθείς έσπασαν τα μηχανάκια της AGB στις αρχές της δεκαετίας του 90. Ένας γέρος, συνομήλικος του πρέπει να ήτανε, μου είπε να ψάξω στα καρνάγια. «Καμιά φορά τη στήνει στην προβλήτα για τη Σαλαμίνα. Θέλει να βλέπει τις ‘’παντόφλες’’ να φεύγουν». Λίγο ακόμη και θα είχα καταντήσει γραφικός. «Ψάξε να βρεις την κόρη του την Ειρήνη, αυτή θα σου τον βρει». Η Ειρήνη μια δυναμική σαραντάρα, είναι πολιτισμολόγος και δουλεύει στην τοπική αυτοδιοίκηση. «Θα τον βρούμε», με ενθάρρυνε. Και ένα πρωί μου έδωσε ραντεβού στο παλιό βιβλιοπωλείου του «Σκορπιού». Άδεια ράφια, σκόνη και καράβια ζωγραφισμένα πάνω σε ξύλα. Ο κ. Νίκος με το πενάκι της σινικής μελάνης στο χέρι, αφήνει τις ζωγραφιές και κάνει τις συστάσεις. «Αυτός είναι ο Λούης που ψάχνεις». Ένας περιποιημένος κύριος που μπορεί να είναι 60 αλλά μπορεί και 80, ξεπροβάλει δίπλα από ένα τραπεζάκι με σφηνάκια, φιστίκια και μπισκότα. «Ακολούθαμε» μου είπε ενώ η τσικουδιά μου έκαιγε ακόμη το λαιμό. Κατηφορίζαμε, χωρίς να ξέρω για που. Μπροστά ο Λούης, πίσω εγώ, πιο πίσω η κόρη του με τον κ. Νίκο. Και από ένα στενό πέρασμα της λεωφόρου Δημοκρατίας ξεπρόβαλε ξαφνικά η θάλασσα. «Εδώ στο μουράγιο θα τα πούμε».
Πού γεννηθήκατε;
-Στο Αϊβαλί. Εδώ ήρθα το ‘28.
Κατευθείαν στο Πέραμα;
-Πρώτα περάσαμε στα Ψαρρά, μετά στη Σάμο, απ’ εκεί στη Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Καλλίπολη, Χατζηκυριάκειο, Πέραμα.
Πώς ήταν τότε το Πέραμα;
-Δεν μπορούσες να περάσεις απ’ τα πεύκα. Δυσκολευόταν ακόμα και ο νερουλάς με το καρότσι και τρέχαμε να παραμερίσουμε τα κλαδιά για να περάσει. Τα βράδια κατέβαιναν αλεπούδες και λαγοί.
Πόσοι άνθρωποι ήσασταν;
-Καμιά δεκαριά φαμίλιες. Ερημιά ήταν. Το ‘36 μπήκε το τραμ. Ένα τάλιρο το εισιτήριο, ακριβό, αλλά εμείς καβαλάγαμε από πίσω.
Η δική σου οικογένεια ήταν μεγάλη;
-Η μάνα μου έκανε συνέχεια κορίτσια. Εμένα, όπως μου ομολόγησε πριν πεθάνει, με μάζεψε από τους γύφτους. Είχε κάνει τάμα στην Παναγιά να κάνει και ένα αγόρι, ε, το ακούσαν οι γύφτοι και μ’ αφήσαν με τις φασκιές.
Πόσα από αυτά που θα πούμε σήμερα είναι αλήθεια;
– Μια φορά πήγα να πω αλήθεια και στραμπούληξα τη γλώσσα μου, έκτοτε τις έκοψα και λέω μόνο ψέματα. Καμιά φορά βάζω και δράκους μέσα, αλλά τους ξεδοντιάσω, να μην δαγκάσουν κανέναν άνθρωπο και το έχω τύψεις.
Το Λούης από πού βγήκε;
-Τα χρόνια της Κατοχής που γράφαμε συνθήματα με την ΕΠΟΝ μπορούσες να φας μια σφαίρα αλλά εγώ ήμουν πολύ γρήγορος. Κατούραγα σε ένα τενεκέ, είχα βάλει και ώχρα και έγραφα συνθήματα.
Τι γράφατε τότε στους τοίχους;
-Ποιήματα γράφαμε. Εκείνο τον Παλαμά τον είχαμε καταγδάρει. Τι άλλο να γράφαμε; Και μάλιστα κοιτάγαμε να ναι και ορθογραφημένα. Άλλο το «ει» άλλο το «οι». Μην τυχόν και μας πούνε ότι ο ποιητής μας ήταν ανορθόγραφος.
Ωραία χρόνια;
-Να ‘σουνα στην κηδεία του Παλαμά. Όταν ο Σικελιανός απήγγειλε το ποίημα «Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες», εμείς τα ξυπόλητα παιδιά σηκωθήκαμε ένα μέτρο απ’ τη γη. Και ήρθανε 2 Γερμαναράδες για να φέρουν ένα στεφάνι από το 3ο Ράιχ. Το καταστρέψαμε μπροστά στα μάτια τους. Μείνανε βουβοί. Τι να πουν;
Εξορία έχεις πάει;
-Όχι μόνο φυλακές. Έκανα στα Γιάννενα, στη Κεφαλονιά, έκανα εδώ στις δικαστικές, με τον φίλο μου τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ.
Γιατί μπήκες μέσα;
-Τότε η μισή Ελλάδα ήταν φυλακή. Δεν έκλεβα μπουγάδες, διάολε. Επονίτης ήμουνα. Πήγα να φύγω στην Αλβανία και με αρπάξανε.
Κομμουνιστής ήσουνα;
-Όχι. Πώς να είσαι ασυμβίβαστος σε μια εποχή που κάθε μέρα επιβάλει τον συμβιβασμό; Τώρα όλοι μπορούν να είναι μέλη του κόμματος, αλλά για να είσαι κομμουνιστής πρέπει να παλεύεις καθημερινή με τον εαυτό σου.
Στο στρατό πήγες;
-Στο στρατό με βγάλανε «σχιζοφρενή με κυκλοθυμικές εκδηλώσεις» και μου έδωσαν 45% επικινδυνότητα για τη δημόσια τάξη. Αν μου έδιναν άλλα 5% θα έπαιρνα σύνταξη, αλλά ήταν τσιγκούνηδες.
Έχεις κάνει πολλές δουλειές έχω μάθει.
– Μόνο τον παπά, το χωροφύλακα και τον πολιτικό δεν έχω κάνει.
Δε σου αρέσουν οι πολιτικοί;
– Όλοι είναι τσιμεντόλιθοι, τετράγωνοι, μια κοψιά έχουν. Θυμάσαι εσύ ποιος ήταν πρωθυπουργός στα χρόνια του Μπετόβεν; Σε ρωτάω, θυμάσαι; «Η εποχή του Μπετόβεν» λένε, όχι του Φραγκίσκου του Β’.
Τραγουδάς;
-Όχι είμαι κλαδευτήρι, μόνο καντάδες στις γυναίκες έκανα.
Χορεύεις όμως;
-Και μες στα λεωφορεία, σα λωλός χορεύω. Συνεννοούμαι με το χορό με όλες τις νατσιόλες του κόσμου.
Πώς σου φαίνεται σήμερα το Πέραμα;
-Καλό είναι μωρέ τι φταίει το Πέραμα; Έδωσε ζωή σε χιλιάδες αστέγους. Τα σφυριά τότε δεν έφταναν και τώρα είναι άνεργοι. Επιτρέπεται μια κοινωνία ορθολογιστική να έχει ανέργους; Τι είναι η ανεργία; Τσουνάμι είναι; Φυσικό φαινόμενο είναι; Σεισμός είναι;
Όταν γυρίζανε το «Ποτέ την Κυριακή» στο Πέραμα, ήσουν εδώ;
-Ναι, ερχόταν η Μελινάρα εγώ την φώναζα Μαριώ, γιατί ήξερα ότι την έλεγαν Μαριώ.
Είναι αλήθεια ότι έχεις γνωρίσει και την Σιμόν ντε Μποβουάρ;
– Ο φίλος μου ο Θωμάς Παρίσης, με φιλοξένησε στο Παρίσι. Ήταν ωραίο αντρόγυνο με τον Σαρτρ. Ανεπανάληπτοι. Η Σιμόν με πίεζε να επισκεφθώ την Αφροδίτη της Μήλου στο Λούβρο. Κι εγώ της απάντησα, «Σιμόν, εγώ θέλω την πραγματική, τι να το κάνω το άγαλμα».
Έχεις διαβάσει Σαρτρ;
– Έχω διαβάσει τις «Μύγες», ελληνικό βιβλίο!
Εγώ καταλαβαίνω ότι όσο αγάπησες τις γυναίκες, τόσο αγάπησες και τα βιβλία.
– Όπου σε πάει το βιβλίο, δε σε πάει ούτε το όνειρο ούτε το κύμα. Τώρα διαβάζω «Εξουσία και βασανιστήρια» του Σιμόπουλου. Τι αγριότητα η ανθρωπότητα;
Που βρίσκεις βιβλία;
-Παντού, να με δεις να κλέβω βιβλία θα με θαυμάσεις. Πιάνω συζήτηση με τον βιβλιοπώλη, το βάζω παραμάσχαλα και φεύγω. Όταν έχω λεφτά, του τα πάω. Λέω «σου είχα πάρει ένα βιβλίο…». Δεν ξέρεις πόσο επιτήδειος είμαι να κλέβω βιβλία, αφού χειροκροτάω μόνος μου, λέω «μπράβο Μανώλη εσύ θα πας μπροστά»!
Έχεις ακόμα φίλους συγγραφείς;
– Με τον Καράβολο τον Διαμαντή έχουμε ένα εκδοτικό οίκο στην Ζωοδόχου Πηγής. Εκδώσαμε τα άπαντα του Δημοσθένη Βουτυρά, ο πιο άγνωστος αλλά ο πιο όμορφος λογοτέχνης. Ο Τεύκτρος Ανθίας, έχει γράψει ένα ποίημα για μένα. «Απόψε η βραδιά είναι καλή/τόσο καλή/ μπορείς να πας να κοιμηθείς σε ένα παγκάκι αλήτη»… Και ο φίλος μου ο Γαρίδης έγραψε για μένα. Πέθανε. Τώρα γράφει ο Κοφινάς ο Γιώργος. Ένας νεαρός ποιητής.
Συνεχίζεις να κοιμάσαι στα παγκάκια;
-Ναι και στα γιοφύρια. Ευτυχώς δε με βαραίνει η ιδιοκτησία. Δε νιώθω σαλίγκαρος. Έχω όμως ένα ωραίο παντελόνι. Από τις μπογιές, τα γράσα, τα μήνια, έχει γίνει πανοπλία. Το στήνω ολόρθο και σαλτάρω και μπαίνω μέσα , άμα θες, θα στο χαρίσω.
Λεφτά που βρίσκεις;
-Είμαι συνταξιούχους του ΝΑΤ παίρνω 427ε. Την πρώτη μέρα είμαι αυτοκράτορας, καπνίζω δυό –δυό τα τσιγάρα, από τα μέσα του μήνα υποφέρω αξιοπρεπώς αλλά είμαι ο ευτυχέστερος των θνητών. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι έχουν έγνοιες.
Τώρα που δεν υπάρχει η ΕΠΟΝ εσύ με ποιους είσαι;
-Αναρχικός είμαι.
Πάς ακόμη στα συλλαλητήρια;
– Ήμουν και στην Γένοβα το 2001. Πάω και καμαρώνω τις νέες κοπέλες. Οργασμός διεκδικήσεων. Πάω και καμιά φορά στο Νοσότρος.
Α, στα Εξάρχεια;
-Ναι όταν ήρθε ο Λεβί ο βιογράφος του Τσε Γκεβάρα, τον ρώτησα, αν ο Τσε θα ήταν επαναστάτης χωρίς τις γυναίκες. Μια κοπέλα, άρχισε να φωνάζει. Θεώρησε ότι θίγω τις γυναίκες , «Μα εγώ σας λατρεύω», της είπα .
Βιβλία, γυναίκες, ταξίδια, ποτά…
-Μόνο ρετσίνα πίνω. Δεν πίνω άλλα ποτά. Η ρετσίνα είναι τροφή. Σταφύλι είναι. Και θα σου πω ένα μυστικό. Την καλύτερη ρετσίνα την πίνω εκεί που μου την δίνουν βερεσέ.
«Αξίζει να πεθάνεις
ή για μια ιδέα
ή για δύο γυναίκες»
Ο Κώστας Μουρσελάς γνώρισε τον Μανώλη Αυτιά την δεκαετία του 50. Τον πρωτοείδε στην Αγία Σοφιά να πουλάει βιβλία με δόσεις. Ο Μουρσελάς, ο Βασίλης Καραβίτης, ο Νικήτας Παρίσης, παρέα τότε, εντυπωσιάστηκαν από τον απόφοιτο δημοτικού. «Αριστερός, πανέξυπνος, περιθωριακός από επιλογή, αιρετικός». Μια μέρα ο Μανώλης εκεί που τους πουλούσε βιβλία τους αποκάλυψε ότι παντρεύτηκε. «Μια κοπέλα που μου χρωστούσε πολλές δόσεις μου είπε παντρέψου με να πατσίσουμε και την παντρεύτηκα», τους είπε γελώντας . Και ήταν αλήθεια. «Από τότε ο χαρακτήρας γράφτηκε στο μυαλό μου» θα μου πει ο Μουρσελάς. Και τρεις – τέσσερις δεκαετίες αργότερα όταν άρχισε να γράφει τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» αποφάσισε να δώσει τον «πρώτο ρόλο» στον Μανώλη, μόνο που τον βάπτισε Λούη.
Τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» τα έχεις διαβάσει;
-Ναι, μου το’ στειλε στην αρχή ο Κώστας .
Το έργο το έβλεπες;
-Όχι, δεν έχω τηλεόραση. Αλλά όταν πήγε να το τραβήξει ο Κουτσομύτης, με κάλεσε γιατί θέλανε οι ηθοποιοί να δούνε σε ποιο πετσί θα μπούνε. Πέσαν τα φλας απάνω μου και ξαφνιάστηκα, άρχισα να κάνω προτάσεις γάμου κι ξεκίνησα με τη γυναίκα του Κουτσομύτη.
«Θα την παίξουμε στα μαχαίρια», του λέω. Έγινε το έλα να δεις.
Έχεις παίξει γυναίκα στα μαχαίρια;
-Ούτε στα ζάρια. Για τους Χίτες έχω παλέψει, για τις γυναίκες όχι. Αξίζει τον κόπο μωρέ, ο άντρας να τσακώνεται για μια ιδέα ή για δύο γυναίκες.
Γιατί δύο; Μία δε φτάνει;
-Ε, απ’ την καθεμιά κάτι θα πάρεις. Κοίταξε ανήψι, ο άνθρωπος γενικά, είναι πολυγαμικό ζώο. Οι κοινωνικοί θεσμοί του βάλαν τα δάχτυλα και έβγαλε τα μάτια του.
Ποιες γυναίκες σ’ αρέσανε πιο πολύ;
-Όταν ήμουνα μικρός οι ασπρομάλλες, τώρα άρχισαν να μ’ αρέσουν οι μικρές γυναίκες. Προφανώς γέρασα. Τα ίδια θα πάθεις και εσύ μη στενοχωριέσαι.
Δεν ξέρω αν είναι μύθος αλλά όταν ρώτησαν τον Βάρναλη «τελικά δάσκαλε, ποια γυναίκα σ’ άρεσε;», εκείνος απάντησε «η γυναίκα του άλλου παιδί μου».
– Τον Βάρναλη όταν τον στείλανε στον Αη-Στράτη με τον Μήτσο Γληνό αλυσοδεμένους, τον κατσάδιαζε ο Μήτσος γιατί κοίταζε τις κοπελούδες. «Πολιτικοί εξόριστοι είμαστε θα γίνουμε ρεζίλι». Ύστερα τους ξεχώρισαν και τους δέσανε με κάτι χασικλήδες, «για να πηγαίνουν ίσα, η λευτεριά με τα χασίσια».
Πόσες γυναίκες αγάπησες;
– Όλες. Αν βρεθεί καμία και να κάνει παράπονο θα πάω να κρεμαστώ στο άλμπουρο. Έχω και εγώ μια θεότητα-ας είμαι άθεος- τη γυναίκα.
Και τις πρόδωσες.
-Δεν τις πρόδωσα ποτέ. Μια μέρα πήρα από πίσω μια κοπελάρα. Μπήκε στο λεωφορείο. Κατέβηκε σε μια στάση ε, για να μη με περάσει για κολλιτσίδα κατέβηκα στην επόμενη. Πισωγύρισα, έτρεξα και είδα που μπήκε σε ένα σπίτι, περίμενα να βγει, ώσπου πέρασε ένα αυτοκίνητο και την πήρε. Όμως ήταν αργά και τα λεωφορεία είχαν σταματήσει και εγώ ήμουν στα Σούρμενα. Το ξημέρωμα έφτασα με τα πόδια στο Πέραμα.
Δεν είναι προδοσία να αφήνεις μια γυναίκα για μιαν άλλη γυναίκα;
-Όχι, δεν είναι προδοσία, όλες τις αγάπησα, δε νιώθω ένοχος. Έκλαψα, πόνεσα, γάβγισα.
Έκλαψες;
-Ε άμα δε σε θέλουν οι γυναίκες πικραίνεσαι. Τέλος πάντων, ας είναι ευλογημένες. Κι η πίκρα τους ευπρόσδεκτη είναι. Δε χορταίνονται οι αφιλότιμες.
Εντάξει μην παραπονιέσαι τώρα, καλά πέρασες;
– Ναι αλλά όλα τα μέλη του σώματος γερνάνε. Τα μάτια, τα αυτιά, τα ποδάρια, όλα… Η καρδιά όμως δε γερνάει. Και αυτή είναι η τιμωρία μας. Περνάω έξω από τα Λύκεια και κόβονται τα γόνατά μου. Αλλά μόνο η καρδιά η αφιλότιμη συνεχίζει να χτυπάει.
*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News