Σάββατο μεσημέρι, κατεβαίνω με το αυτοκίνητο την Πειραιώς, σχεδόν από το ύψος της Ομόνοιας. Μέχρι να φτάσω στο Γκάζι, έχω μετρήσει σε διάστημα ενός εικοσαλέπτου –ναι, αναθεματισμένο αθηναϊκό μποτιλιάρισμα- δέκα τέσσερα καροτσάκια σούπερ μάρκετ να μετακινούνται στα πεζοδρόμια είτε να τρέχουν δίπλα από τα αμάξια στο δρόμο. Φορτωμένα με όλων των λογιών τα πράγματα, σαν ένα κινητό παζάρι ρακοσυλλεκτών. Φέτες από καλοριφέρ, χαλασμένα αερόθερμα, σκουριασμένα τενεκεδάκια από λάδι, ανεμιστήρες, σόμπες, σιδερόβεργες, μικρά ψυγεία, κονσέρβες, φαράσια, ηλεκτρικά σκουπάκια, ξεχαρβαλωμένα πολύπριζα, παλιοί φορτιστές κινητών, ξεπερασμένες οθόνες υπολογιστών, καρέκλες, τραπεζάκια, ό,τι μπορεί να βρεθεί πεταμένο στους δρόμους της πρωτεύουσας ή ό,τι περιέχουν οι κάδοι απορριμμάτων. Εθελοντική ανακύκλωση ή αγώνας επιβίωσης;
Με πιάνει κόκκινο το φανάρι στην πλατεία Κουμουνδούρου. Μια παράξενη μυρωδιά, στα όρια της αποπνικτικής μπόχας, εισβάλει από το ανοιγμένο παράθυρο. Αγροτική δυσωδία σε κτήμα, αλλά δεν ήμουν σε χωράφι για να μυρίζω ορίτζιναλ λίπασμα. Στριφογυρίζω το κεφάλι μου, αδύνατον να ακολουθήσω σα λαγωνικό τη μύτη μου. Η βρώμα είχε εξαπλωθεί παντού. Στη γωνία του Ι.Κ.Α, μέσα στην καρότσα ενός λευκού ντάτσουν, η οποία είναι σκεπασμένη με γκρι πλαστικό νάιλον και επενδυμένη με συρματένια κελιά και δυο ορόφους από ξύλινες τάβλες, ένας γύφτος -με αστική εμφάνιση πλην των χρυσαφικών-, πουλάει κότες. Ένα ευρώ το κομμάτι, είχε πάνω από πενήντα. Στις έβαζε σε σακούλα κι έφευγες, σαν το ντράβη ιν των φαστφουντάδικων. Ορίστε η απάντηση σε όσους γκρινιάζουν ότι τους έφαγε το μπετόν και το τυποποιημένο φαγητό. Από τη φύση… απευθείας στο πιάτο!
Δίπλα του ακριβώς, καθισμένος στο γκρίζο κολωνάκι του Δήμου, ένας μελαμψός νεαρός, έκαιγε σε κουταλάκι του γλυκού ηρωίνη- μπορεί να μαστούρωνε ομαδικά τα κοκόρια για να σταματήσουν τη γκρίνια. «Γλυκιά που’ ναι η πρέζα, Θρύλε διπλό στην Καλογρέζα». Γηπεδικό σύνθημα από τη δεκαετία του ’90. Δεν μου έκανε εντύπωση. Πριν από ένα τέταρτο, στην οδό Πανεπιστημίου, στην πλατεία απέναντι από το Ρεξ, είδα δύο να σουτάρουν ταυτόχρονα. Ο ένας στο χέρι, ο άλλος έψαχνε φλέβα στο πόδι. Ανάβει πράσινο, συνεχίζω προς την Τεχνόπολη. Στη συμβολή Θερμοπυλών και Πειραιώς, μπροστά από την εκκλησία, βλέπω στη σειρά τέσσερα άδεια καροτσάκια. Γύρω τους, άστεγοι ξαπλωμένοι στο προαύλιο της εκκλησίας, προσπαθούσαν να ζεσταθούν με τρύπιες κουβέρτες. Κάπνιζαν νωχελικά, ζητιάνευαν με σειρά προτεραιότητας στο φανάρι. Αυτοσχέδιο παρκινγκ για καροτσάκια ή ανοιχτή αίθουσα αναμονής για μελλοθάνατους;
Φτάνω στο ξενοδοχείο, το βάζω στο γκαράζ. Στην περιοχή, οι ληστείες και το σπάσιμο των αυτοκινήτων είναι καθημερινό φαινόμενο. Με το που βγαίνω από την τεράστια κίτρινη γκαραζόπορτα, επί της οδού Αγησιλάου, πέφτω πάνω σε ένα κομβόι από καροτσάκια σούπερ μάρκετ. Σώθηκε η μπαταρία από το κινητό, δεν τους τράβηξα. Δεν έχει καμία σημασία ποιος σπρώχνει το καροτσάκι. Πίσω από τις ρόδες σέρνονται συνηθισμένες ιστορίες μεταναστών, από όλες τις χώρες τις υφηλίου. Αλλοδαποί που ψάχνουν τρόπους για να επιβιώσουν. Εν προκειμένω, λιώνουν τα μέταλλα, τα πουλάνε και βγάζουν κάτι ψιλά. Ούτε βδομαδιάτικο δεν το λες.
Η κρίση τους αναγκάζει να εφευρίσκουν συνέχεια καινούριους τρόπους για να ζήσουν. Για να αποφύγουν την περίπτωση να καταλήξουν στα παγκάκια και να πειραματίζονται το θάνατο με μια σύριγγα στο χέρι. Και τότε ίσως πάρουν οι ίδιοι τη θέση των σκουριασμένων αντικειμένων στα καροτσάκια. Μόνο που δυστυχώς η ζωή δεν ανακυκλώνεται, σαν το μέταλλο. Είναι όπως τα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ. Έχει ημερομηνία λήξης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News