Μία συζήτηση με τον Νέστορα Πουλάκο, μέλος της κριτικής επιτροπής FIPRESCI και αρχισυντάκτη του SevenArt.gr
Κύριε Πουλάκο, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να επικεντρωθείτε στο φεστιβάλ, τη στιγμή που καθημερινά οξύνεται η πολιτική κρίση; Η πολιτική εκπαραθυρώνει την τέχνη από την καθημερινότητα ή η τελευταία έχει μηχανισμούς για να αντιστέκεται;
"Μιζέρια θέλουν από εμάς, μιζέρια δεν θα έχουν όμως. Τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε". Με αυτή την πρόταση ξεκίνησα την πρώτη μου ανταπόκριση στο SevenArt.gr για το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Όλοι εδώ στην πόλη λέμε το εξής : ευτυχώς που τουλάχιστον αυτές τις ημέρες βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, κι όχι στη μιζέρια, το άγχος, και τη γκρίνια της Αθήνας. Ξεχνιόμαστε με το φεστιβάλ, μπαίνουμε σε ένα άλλο κόσμο. Άλλωστε αργά ή γρήγορα θα ξαναβρεθούμε στα σκατά που μας έχουν σερβίρει. Τώρα όσον αφορά την τέχνη, την πολιτική και τη σχέση τους; Διαχρονικό ερώτημα κι αιωνίως αναπάντητο. Και οι δυο είναι πυλώνες της κοινωνίας, που εκ των πραγμάτων δεν "εκπαραθυρώνονται". Θα συνυπάρχουν μέχρι να νικήσει, αν γίνει ποτέ αυτό, ο καλύτερος.
Φέτος, παρά την οικονομική κρίση, είναι εντυπωσιακή η παρουσία των ελληνικών ταινιών στο πρόγραμμα. Συλλογική αντίδραση απέναντι στην κρίση ή συγκυριακό φαινόμενο;
Όντως είναι εντυπωσιακή η παρουσία των ελληνικών ταινιών, και να φανταστείτε ότι δεν έχουν συμπεριληφθεί άλλες τόσες που έχουν παίξει σε προηγούμενα φεστιβάλ της χώρας. Συμβαίνουν και τα δύο που λέτε. Από τη μια μεριά, πολλοί κινηματογραφιστές επιλέγουν την d.i.y. παραγωγή χωρίς να μπλέκουν με κρατική και τηλεοπτική οικονομική στήριξη που τους κρατά πίσω για καιρό (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το "Forget me not" του Γιάννη Φάγκρα). Από την άλλη μεριά βέβαια, να έχετε υπόψη σας ότι η φετινή παραγωγή ταινιών είναι η τελευταία τόσο μαζική μια και η κάνουλα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, βασικού παραγωγού κάθε ελληνικής ταινίας, έχει κλείσει εδώ και καιρό. Κάτι που σημαίνει ότι ο καθένας σκηνοθέτης παίρνει το ρίσκο του και ξεκινά γυρίσματα με ότι μέσα και χρήματα διαθέτει. Παράγοντας ανασταλτικός για τους όχι και τόσο τολμηρούς.
Θεωρείτε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί με αξιώσεις να ακολουθήσει τα βήματα του ρουμάνικου ή του τούρκικου;
Ζούμε μια εποχή που έχουν πάψει να υφίστανται κινηματογραφικά ρεύματα όπως εκείνα της Νουβέλ Βανγκ, του Cinema Novo, του Free Cinema, ή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Πλέον, οι κινηματογραφιστές λειτουργούν ως μονάδες, επενδύουν στο ιδιωτικό τους όραμα και χαράζουν την πορεία τους. Καμιά φορά, όπως στις πρόσφατες περιπτώσεις του ρουμάνικου και του τούρκικου κινηματογράφου, συμβαίνει συγκυριακά να βγουν στην επιφάνεια πολλές "φωνές" μαζί. Ίσως και να γίνεται από μια κοινωνική ορμή της στιγμής. Στα σίγουρα όμως δεν φέρει την επαναστατικότητα και τον αναβρασμό των '60s και των '70s. Το σημαντικό ρόλο πλέον παίζουν οι προγραμματιστές των φεστιβάλ. Αυτοί έκαναν "μόδα" τους Ρουμάνους και τους Τούρκους. Τώρα προσπαθούν να κάνουν τους Έλληνες. To ελληνικό σινεμά που συν τοις άλλοις δεν έχει ούτε υποδομές κινηματογραφίας ούτε κάποια υψηλών αξιώσεων παιδεία, αυτή την περίοδο βιώνει μια άνθηση. Νομίζω ότι είναι συγκυριακή.
Μπορούμε να δώσουμε μία συγκεκριμένη ταυτότητα στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο; Ποια δηλαδή είναι τα προεξέχοντα στοιχεία του και τι έχει να προσδώσει στο διεθνές σινεμά;
Ακούστε τώρα το παράδοξο. Το πιο εξαγώγιμο προϊόν μας είναι αυτή τη στιγμή το σινεμά του Λάνθιμου ("Κυνόδοντας", "Άλπεις") και της ομάδας του (το "Attenberg" της Τσαγγάρη). Πρόκειται για σινεμά γκαλερίστικο και παγκόσμιο. Δεν έχει κανένα στοιχείο εθνικής ταυτότητας. Άρα μόνο ελληνικό δεν το λες. Για το Moma της Νέας Υόρκης καλό είναι. Παρόλο που θα έπρεπε λόγω κρίσης (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής) να έχει μια ανάλογη ταυτότητα το ελληνικό σινεμά, εντούτοις δεν την έχει διαμορφώσει. Μακάρι να το κάνει. Επιμένω όμως στο ιδιωτικό όραμα των σκηνοθετών. Μετά τον ρεαλισμό των Ρουμάνων και τον νατουραλισμό των Τούρκων, περιμένω και κάτι από τους δικούς μας…
Πόσο διαφοροποιούνται τα κριτήρια ενός κριτικού όταν ζει σε μία εποχή κρίσης αξιών; Στρέφεται δηλαδή η ματιά περισσότερο προς επίκαιρους προβληματισμούς ή δεν επηρεάζεται καθόλου από τους εξωτερικούς παράγοντες;
Η κρίση αξιών έχει επηρεάσει πολύ σημαντικά την κριτική τέχνης (όπως και την πολιτική και κοινωνική αρθογραφία). Στη γενικότερη φούσκα του τύπου και της αποκαθήλωσης θεσμών και αξιών, ο κόσμος προτιμά ένα οδηγό πόλης και μια τηλεοπτική ατάκα, από το να διαβάσει κριτική σκέψη και πολιτική ανάλυση σε έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο. Σε κάποιο ξεσκαρτάρισμα θα οδηγήσει κι αυτό, για να δούμε… Τώρα όσον αφορά την "ματιά" του κριτικού. Αναλόγως το θέμα προβληματίζεσαι κιόλας. Για παράδειγμα θα χρησιμοποιήσω όρους κοινωνικούς και πιο επίκαιρους για το "Wasted youth" των Παπαδημητρόπουλου-Vogel, και θα κρίνω με όρους ψυχαγωγίας τη νέα ταινία "Χάρι Πότερ" και "Λυκόφως". Στα σίγουρα όμως η θεωρητική και κριτική μπροσούρα που άνθισε στην Ελλάδα των '80s έχει πεθάνει. Λίγα λόγια και απλά φτάνουν και περισσεύουν πλέον.
Αν ήσασταν καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, τι θα διορθώνατε, τι θα θέλατε να προσθέσετε και τι θα αφήνατε ίδιο;
Οι περισσότερες επιλογές του Δημήτρη Εϊπίδη με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Το Φ.Κ.Θ. χρειαζόταν αυτή την αλλαγή από τη δήθεν γκλαμουριά και το b χολυγουντιανό στυλ που είχε επιβάλει η Δέσποινα Μουζάκη επί πενταετίας, στις ένδοξες και παχιές εποχές του άφθονου ευρώ (που άφησε εκατομμύρια χρέη όμως). Όμως, θα πρόσθετα τουλάχιστον ένα όνομα κράχτη, για παράδειγμα τον Σων Πεν ή τον Τζωρτζ Κλούνει (για να μιλήσω με ονόματα που πρωταγωνιστούν σε σημαντικές ταινίες του φεστιβάλ, και φυσικά έχουν κάτι να πουν, διαθέτουν δημόσιο λόγο αρκούντως στιβαρό). Και θα αφαιρούσα δηθενιές σινεφίλ που και λίγο κοινό αφορούν, και γραφικοί έχουν καταντήσει, και κλισέ έχουν γίνει (για παράδειγμα στη φετινή διοργάνωση δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον στο αφιέρωμα και το όλο ντόρο για τη Σάρα Ντράιβερ).
Πως βλέπετε μέχρι στιγμής το κοινό της Θεσσαλονίκης να έχει υποδεχθεί το φεστιβάλ; Πιστεύετε ότι αφήνει το αποτύπωμά του στη ζωή της πόλης ή κινείται αποκλειστικά μέσα στις αίθουσες;
Το Φ.Κ.Θ. κάποτε άφηνε το αποτύπωμα του στην πόλη, σίγουρα στη δεκαετία του '80. Μετά έγινε διεθνές και σιγά σιγά το ελληνικό σινεμά υποχώρησε (μαζί και η ποιότητα των ταινιών βέβαια), τα βλέμματα στράφηκαν στην Αθήνα, κι η μετοίκηση πολλών Σαλονικιών του σινεμά στην πρωτεύουσα έφερε και το αντίστοιχο κενό. Από φέτος εγκαινιάζεται μια στροφή. Τουλάχιστον συμβολική, μια και τοποθετήσανε τον Μπουτάρη ως πρόεδρο του φεστιβάλ. Επιζητούν και πάλι την εντοπιότητα του θεσμού. Όμως υπάρχει πολύς δρόμος. Ο κόσμος της Θεσσαλονίκης κάπως ενδιαφέρεται για το φεστιβάλ μόνο στη διάρκεια του. Τότε στήνεται ένα πανηγύρι στην πόλη, κάτι σαν το πατρινό καρναβάλι αλλά στο πιο low profile. Μετά σβήνουν τα φώτα και πάμε πάλι πίσω στην καθημερινότητα. Κοιτάξτε, δεν φταίνε οι Θεσσαλονικείς, αυτοί που τους οδηγήσανε σε αυτό το σημείο φταίνε. Και θα σας πω ένα περιστατικό : Πριν τέσσερα χρόνια, στη διάρκεια του 48ου Φ.Κ.Θ., παίρνω ταξί από την Περαία που είχα πάει για φαγητό, με προορισμό το λιμάνι και τις αίθουσες προβολής. Ο ταξιτζής, ο επαγγελματίας που οργώνει καθημερινά όλη την πόλη και πρέπει να έχει κέρδος από το φεστιβάλ, απλώς το αγνοούσε. Δεν ήξερε καν ότι γινόταν…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News