Την 1η Ιανουαρίου ανάμεσα σε τηλεφωνήματα, ανταλλαγές ευχών και γερά τσιμπούσια, βρίσκει κανείς λίγο χρόνο για να απομονωθεί και να σκεφθεί. Και το παίρνει απόφαση. Τέλος. Αυτή τη χρονιά θα γυμνάζεται καθημερινά, θα διαβάζει (τουλάχιστον) ένα βιβλίο την εβδομάδα, θα βάλει σε τάξη τα οικονομικά του κρατώντας συστηματικά βιβλίο εσόδων εξόδων.
Μαζί με τον καινούργιο χρόνο γεννήθηκε κι ένας καινούργιος εαυτός, θα πείτε. Ε, λοιπόν, ναι. Το λεει αυτός ο κάποιος σε φίλους και σε συγγενείς, το ποστάρει και στο Facebook με την υπερηφάνεια και τη σιγουριά για την επίτευξη των στόχων να ξεχειλίζουν. Και μετά …ξυπνάει.
Εχει φτάσει Μάρτιος και αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πιάσει βιβλίο στα χέρια του, στο γυμναστήριο γράφτηκε μεν για άλλη μια φορά αλλά είναι ζήτημα αν πήγε τρεις φορές όλο το τρίμηνο, όσο για τον προϋπολογισμό άστα καλύτερα, αποκλείεται να του φτάσουν τα λεφτά για διακοπές φέτος το καλοκαίρι. Σας φαίνεται οικείο; Μα ναι, υπάρχει λόγος.
Παρόλο που στην πραγματικότητα δεν έχετε κάνει τίποτα από όλα αυτά, ούτε γκουρού της οικονομίας γίνατε, ούτε φαν των σπορ ούτε καν βιβλιοφάγος, μιλώντας στους άλλους για την απόφασή σας, συμβαίνει αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «κοινωνική πραγματικότητα».
Για τις ανάγκες μιας μελέτης του 2009, ο ψυχολόγος Πίτερ Μ. Γκολγουίτσερ και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης διενήργησαν μια σειρά πειραμάτων για να εξετάσουν ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Για κάθε πείραμα, δόθηκε σε φοιτητές ενός συγκεκριμένου τομέα σπουδών (σπουδές ψυχολογίας σε μερικά πειράματα, νομικής σε άλλα) ένα ερωτηματολόγιο με το οποίο τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτούς να βρουν δουλειά στον τομέα που είχαν επιλέξει και στη συνέχεια να δηλώσουν τα βήματα που σχεδίαζαν να κάνουν για να το πετύχουν.
Οι μισοί από τους συμμετέχοντες έδωσαν τις απαντήσεις τους σε έναν ερευνητή για να τις διαβάσει ενώ οι άλλοι μισοί τις κράτησαν ανώνυμες. Έπειτα, τους ζητήθηκε να εκτελέσουν ένα έργο του τομέα τους: για παράδειγμα, οι φοιτητές κλινικής ψυχολογίας έπρεπε να μετρήσουν τις στιγμές οπτικής επαφής μεταξύ ενός θεραπευτή και ενός θεραπευόμενου κατά τη διάρκεια μιας 40λεπτης συνεδρίας, ενώ οι φοιτητές νομικής είχαν στη διάθεσή τους 45 λεπτά για την επίλυση 20 διαφορετικών εγκληματικών περιπτώσεων. Και όλοι οι συμμετέχοντες είχαν ενημερωθεί ότι αν ήθελαν θα μπορούσαν να τερματίσουν νωρίτερα.
Σε κάθε πείραμα, εκείνοι που είχαν μοιραστεί τους στόχους τους με τον ερευνητή, ξόδεψαν λιγότερο χρόνο για να δουλέψουν το έργο, από εκείνους που είχαν μείνει ανώνυμοι. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το αποτέλεσμα ήταν ότι «αν κάποιος, ακόμα καλύτερα κάποιοι ακούσουν τους στόχους που έχετε βάλει, καταλήγετε να νιώθετε ότι τους έχετε ήδη επιτύχει».
Επιπλέον, φάνηκε ότι όσο πιο αφοσιωμένοι στους στόχους τους έδειχναν κάποιοι άνθρωποι, τόσο χειρότερο ήταν το αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι που δεν ενδιαφερόντουσαν πραγματικά για την κλινική ψυχολογία δεν επηρεάστηκαν από τη γνώση των ερευνητών σχετικά με τους στόχους τους, όσο εκείνοι που πραγματικά ήθελαν να γίνουν κλινικοί ψυχολόγοι.
Εάν νομίζετε ότι αυτό δεν ισχύει για εσάς, όλα καλά. Αυτό το θέμα, πάντως, έχει προκαλέσει κάποια διαμάχη στα γραφεία της ιστοσελίδας Curiosity. «Πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι η δήλωση των στόχων σας είναι απλά ένας τρόπος για να δείξετε ότι έχετε αναλάβει την ευθύνη, όχι ένας τρόπος για να αισθανθείτε ότι τους έχετε ήδη επιτύχει», γράφει σε δημοσίευμά της. Ευτυχώς, η επιστήμη έχει κάτι να πει σχετικά με αυτό: «όλα εξαρτώνται από το πώς το αναπλαισιώνετε».
Σε μια μελέτη του 2006, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, εξέτασαν τις συνέπειες της επιτυχίας ενός μικρότερου στόχου (όπως π.χ. η αναγγελία στο Facebook της απόφασης για γυμναστική) στην επίτευξη του κύριου στόχου (που στην πραγματικότητα είναι να κολλήσει στη ρουτίνα της γυμναστικής όλο το χρόνο). Και βρήκαν κάτι ενδιαφέρον.
Εάν οι άνθρωποι σκέφτονταν τον μικρότερο στόχο ως το πρώτο σκαλοπάτι για την επίτευξη του κύριου στόχου τους, ήταν λιγότερο πιθανό να συνεχίσουν να επιδιώκουν τον κύριο στόχο – ο μικρός στόχος θεωρήθηκε υποκατάστατο για άλλους, ίσως πιο βοηθητικούς, επίσης μικρούς στόχους. Εάν, αντιθέτως, σκέφτηκαν να επιτύχουν τον μικρότερο στόχο ως δείγμα δέσμευσης για τον κύριο στόχο τους, ήταν πιο πιθανό να επιδιώξουν τον κύριο στόχο. Αυτή η δέσμευση τούς έκανε να αισθάνονται ότι άλλοι μικρότεροι στόχοι ήταν πιο χρήσιμοι, δεδομένου ότι ήταν σύμφωνοι με την δέσμευσή τους.
Οσοι, λοιπόν, βάζουν στόχους πρωτοχρονιάτικα και παίρνον αποφάσεις έχουν επιλογή: Εάν θέλετε πραγματικά να δώσετε δημόσια τον λόγο σας και έχετε ανάγκη από την κοινωνική υποστήριξη που συνοδεύει την αναγγελία των σχεδίων σας, ίσως χρειάζεται να δείτε αυτήν την ανακοίνωση όχι ως ένα βήμα της διαδικασίας, αλλά ως δημόσια δέσμευση. Ωστόσο, αν είστε εξίσου ευτυχισμένοι με τις μοναχικές προσπάθειες, διαγράψτε από το Facebook την ανάρτηση που λέει ότι αμέσως μετά τις γιορτές αρχίζετε να κάνετε σκληρή δίαιτα και ξεκινήστε μόνοι σας και σιωπηλά.
Η ψυχολογία των αποφάσεων της Πρωτοχρονιάς
Οι αριθμοί δείχνουν ότι λιγότεροι από ένας στους πέντε στόχους πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Πώς θα τα καταφέρετε με τους δικούς σας; Το SciShow (σειρά επιστημονικών βίντεο στο YouTube) δημιούργησε μερικά χρήσιμα βιντεοκλίπ που καθοδηγούν τους επισκέπτες του YouTube για την επιτυχία των στόχων τους. Δείτε τα αν θέλετε
Βήμα # 1: Μην βάζετε πάρα πολλούς στόχους.
Info
- Λέγεται ότι οι στόχοι και οι αποφάσεις της Πρωτοχρονιάς έχουν τις ρίζες τους στη Βαβυλώνα πριν από περίπου 4.000 χρόνια κατά τη διάρκεια ενός 11ήμερου φεστιβάλ.
- Μελέτες δείχνουν ότι όταν μοιράζεστε τις προθέσεις σας με άλλους έχετε περισσότερες πιθανότητες να πετύχετε τους στόχους σας.
- Μελέτες δείχνουν επίσης ότι χρειάζονται 20-60 ημέρες για να δημιουργηθούν νέοι νευρώνες και συναπτικές συνδέσεις που μας κάνουν να νιώθουμε τις νέες συνήθειες ως κανονικές. Οπότε η επιμονή είναι απαραίτητη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News