Κάποιων ολόκληρη η ζωή μοιάζει να κρίνεται, μοιάζει να συνοψίζεται σε μια και μόνη πράξη που -σαν τη σχάση του ατόμου- αποτελεί στον χρόνο μια στιγμή μα προκαλεί αλυσιδωτές, κοσμοϊστορικές συνέπειες.
Κάποιων γερόντων όλη η προηγούμενη ζωή ξεπλένεται από ένα -στα στερνά τους- ανδραγάθημα. Δεν αναφέρομαι στο «Μεγάλο Oχι» του Καβάφη. Eχω στον νου μου το μεγάλο «Οχι» του Ιωάννη Μεταξά, του Μεταξά του δικτάτορα, του Μεταξά τού στραγγαλιστή των λαϊκών ελευθεριών, του Μεταξά του «μικρού ανθρώπου», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής» κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Του Μεταξά, ο οποίος τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου έσωσε την τιμή της πατρίδας. Και ανακηρύχθηκε ηγέτης του εθνικού αγώνα από τον πλέον άσπονδο εχθρό του: Τον αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη.
Κάποιων εφήβων, όλη η επόμενη ζωή -κάθε τους στραβοπάτημα ή και κουτουράδα- συγχωρείται από το καθοριστικό νεανικό τους σκίρτημα. Μιλάω για τον Μανώλη Γλέζο και για τον Λάκη Σάντα. Και πιο πολύ μιλάω για τον Κωνσταντή Κανάρη -«όλη η βουλή των προεστών στον μώλο συναγμένη είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει»- κι αφού η απόφαση των «σοφών» οδήγησε στη μεγάλη, στην αδιανόητη σφαγή, εκείνος -ο νεοσσός- σήκωσε το μπουρλότο και πυρπόλησε τη Ναυαρχίδα του Οθωμανικού Στόλου και ξαναφούντωσε την Επανάσταση. Τότε έγινε ο Κανάρης, Κανάρης και όχι βεβαίως όταν ορκίσθηκε -δεκαετίες αργότερα- πρωθυπουργός.
Κάποιοι αντιμετωπίζουν τη μοιραία πρόκληση στα μέσα της ζωής τους: Ο Νίκος Πλουμπίδης βάδισε προς τον θάνατο κατασυκοφαντούμενος μα αγέρωχος στα πενήντα του.
Κάποιοι -λες και τους άγγιξε το μαγικό ραβδί- ανατρέπουν κάθε προσδοκία που είχε για εκείνους το περιβάλλον τους: Ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ο σπασίκλας μαθητής, ο τυπολάτρης δικαστικός, ύψωσε όταν χρειάστηκε το ανάστημα και τίμησε τη θυσία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ξεσκεπάζοντας τη συνομωσία που είχαν πανίσχυροι μηχανισμοί εξυφάνει. ΄Ετσι θα μείνει ο Σαρτζετάκης στην Ιστορία και όχι ως «Κύριος Πρόεδρος» της πενταετίας 1985-1990, μολιερικής εμπνεύσεως φυσιογνωμία…
Κάποιοι παλεύουν μέχρι τέλους με τον πειρασμό μιας ήρεμης ζωής, ενός επωφελούς συμβιβασμού που θα τους επαναφέρει στη νομιμότητα. Ο Νίκος Καζαντζάκης το διηγείται απαράμιλλα στο ομότιτλό του μυθιστόρημα: Επί ξύλου κρεμάμενος ο Ιησούς, αντικρίζει ένα αγγελούδι, ένα πανέμορφο φτερωτό πλασματάκι, που του κομίζει τα καλά -υποτίθεται- νέα: «Αρκεί ως εδώ!» του κελαηδάει. «Τελείωσαν τα βάσανά σου! Με ένα σου νεύμα, θα σε κατεβάσω απ’ τον σταυρό και θα σου δώσω ό,τι αξίζει σε κάθε θνητό: Έρωτες, οικογένεια, παιδιά, ζεστό ψωμί, ήσυχα γηρατεία… Ξέχνα όσα δίδασκες με λόγια και με πράξεις: Δεν συνέβησαν ποτέ.». Ο Ιησούς μπαίνει στον τελευταίο πειρασμό, γλυκαίνεται, πάει να παρασυρθεί και να ενδώσει. Την ύστατη όμως στιγμή, τινάζει το κεφάλι αρνητικά. Μουγκρίζει το τετέλεσται. «Τετέλεσται! Κι ήταν σαν να ’λεγε: Όλα αρχίζουν.».
Δεν φιλολογίζω τώρα ρεμβάζοντας στη βεράντα μου, τη φθινοπωρινή ετούτη βραδιά. Φτάνουν στα αυτιά μου, από μισό χιλιόμετρο απόσταση, οι κραυγές των Χρυσαυγιτών στην είσοδο της Ευελπίδων. Και έχω στο νου μου τους ανακριτές. Που -ποιος να το περίμενε, λίγες μέρες νωρίτερα;- θα πρέπει να αποδείξουν, με μιαν υπογραφή τους, πώς τους λένε. Ποιοι είναι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News