Τα περιφερειακά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τα παραρτήματά τους απετέλεσαν το σημαντικότερο μέσον ικανοποίησης πελατειακών αιτημάτων, συντεχνιακών συμφερόντων, αλλά και άσκησης κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι οι επιφανειακά ιδωμένες ως θετικές πλευρές του εγχειρήματος απετέλεσαν τη βάση για τη στρεβλή ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, αφού οι οικονομικές δραστηριότητες των τοπικών κοινωνιών περιορίσθηκαν στην προσφορά υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών του φοιτητικού πληθυσμού και των εργαζομένων στα ιδρύματα αυτά. Αυτό και μόνον αποξένωσε τις τοπικές κοινωνίες από τις παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν πλούτο στη χώρα, μέσω παραγωγικών μονάδων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα.
Η αναγκαιότητα των άμεσων διορθωτικών κινήσεων έχει κατατεθεί και τεκμηριωθεί δημοσίως κατ’ επανάληψη από τον γράφοντα. Θεωρώ ότι οι διορθωτικές κινήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν διεθνώς καθιερωμένα κριτήρια για τη διάρθρωση του Εκπαιδευτικού Συστήματος και τις στρεβλώσεις, που έχουν προκληθεί στην κοινωνική και οικονομική δομή της Περιφέρειας.
Στόχος της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η δημιουργία Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης με ποιότητα διεθνούς εμβέλειας, αφού λάβει υπ’ όψιν της ότι στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ ο κανόνας είναι να λειτουργεί ένα Ίδρυμα ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους. Στην Ελλάδα, επομένως, θα έπρεπε να λειτουργούν περίπου 11 Πανεπιστήμια τετραετούς ή πενταετούς φοίτησης, ενώ θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγάλη έμφαση στα ΤΕΙ τριετούς φοίτησης (όχι σε αυτά που προσπαθούν να μετατραπούν σε πανεπιστήμια, αλλά σε εκείνα που προσφέρουν τεχνολογική εκπαίδευση και εφαρμόζουν την καινοτόμο έρευνα) και στα μεταλυκειακά κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης διετούς φοίτησης. Η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες που της έδινε ο νόμος 4009/2011, αλλά επιπλέον δεν έκανε ένα βήμα για να αντιμετωπίσει τη βαθιά δομική κρίση της Ελληνικής Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης, αφού δεν προέβη σε ουσιαστικές συγχωνεύσεις και καταργήσεις ιδρυμάτων και τμημάτων. Αντιθέτως μάλιστα, υποκύπτοντας στις πιέσεις υπουργών και παραγόντων της ΝΔ, ίδρυσε νέα τμήματα. Ενδεικτικά αναφέρω τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στα Ιωάννινα, Μηχανικών Περιβάλλοντος στην Κοζάνη, Πληροφορικής στη Λαμία και μάλιστα δίπλα στο ήδη λειτουργόν Τμήμα Πληροφορικής με έμφαση στη Βιοϊατρική!
Είναι άξιο μνείας το γεγονός ότι η Δανία των 7,4 εκατομμυρίων κατοίκων, από 23 ΑΕΙ που είχε προ του 2004 σήμερα έχει μόλις 8 δημόσια πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα η ποιότητά τους να έχει εκτοξευθεί προς τα άνω, ενώ η Γερμανία των 82 εκατομμυρίων κατοίκων έχει 70 δημόσια Πανεπιστήμια (Universitat) και 104 δημόσια ΤΕΙ (Fachhoschule), χωρίς να υπολογίζουμε τις ιδιωτικές επαγγελματικές σχολές. Αντίστοιχα, η Ιταλία των 61 εκατομμυρίων λειτουργεί 89 δημόσια πανεπιστήμια και ανεξάρτητες Σχολές, ενώ υπάρχουν δεκάδες επαγγελματικών σχολών. Αυτό είναι μία ένδειξη της σημασίας που δίνουν άλλα κράτη της Ευρώπης στην τεχνολογική εκπαίδευση. Στοιχεία για το τελευταίο θα δούμε παρακάτω.
Από το 1985 μέχρι το 2009 ιδρύθηκαν, χωρίς σχεδιασμό και επιστημονική τεκμηρίωση, Πανεπιστήμια και ΤΕΙ διάσπαρτα στην περιφέρεια. Είναι, όμως, σαφές ότι μία χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων δεν μπορεί με επάρκεια να στελεχώσει 11.900 μόνιμες θέσεις καθηγητών όλων των βαθμίδων στα Πανεπιστήμια. Κατά συνέπεια, πολλές θέσεις, ιδιαίτερα σε μικρά και απομονωμένα από τον κύριο κορμό του ιδρύματος πανεπιστημιακά τμήματα, έχουν στελεχωθεί με άτομα που δεν έχουν την απαιτούμενη επιστημονική επάρκεια που η θέση απαιτεί.
Όσον αφορά στον φοιτητικό πληθυσμό, σε όλες τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. πλην της Ελλάδας, στην Ανωτάτη Εκπαίδευση (Higher Education) εισάγεται κατά μέσον όρο το 33% των νέων ηλικίας 18 ετών (δηλαδή των απολυομένων από τα Λύκεια), ενώ στην Ελλάδα εισάγεται διπλάσιο ποσοστό.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση (Education at a Glance 2012, OECD Indicators), έχουμε τα ακόλουθα στοιχεία:
1. το ποσοστό κατόχων πτυχίου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα στις ηλικίες 25-34 ανέρχεται σε 32%, στη Γερμανία σε 27% και στο σύνολο των 37 χωρών του ΟΟΣΑ σε 40%. Όμως, αυτά τα ποσοστά είναι με στοιχεία του 2010. Το ποσοστό αυτό θα έχει δραστικά ανέβει στην Ελλάδα το 2018, δεδομένου ότι τότε θα έχουν ενσωματωθεί σε αυτές τις ηλικίες και οι αποφοιτήσαντες από τις δεκάδες τμημάτων που ιδρύθηκαν στο διάστημα 1998-2005.
2. Στην επαγγελματική μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση, αλλά όχι τριτοβάθμια (πανεπιστήμια και ΤΕΙ), οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης κατέχουν την υψηλότερη θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ με το ποσοστό των πτυχιούχων να ανέρχεται σε 50% για το φάσμα ηλικιών 25-64, τη στιγμή που η Ελλάδα ευρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
3. Το ποσοστό που έχει λάβει πτυχίο μεταλυκειακής εκπαίδευσης (της τριτοβάθμιας συμπεριλαμβανομένης) σε ηλικίες 25-34 ανέρχεται σε 81% στην Ελλάδα, ενώ στον ΟΟΣΑ ο μέσος όρος είναι 83%. Στις ηλικίες 25-64 τα ποσοστά είναι αντίστοιχα <70% στην Ελλάδα και 74% στον ΟΟΣΑ. Σημειωτέον, ότι οι χώρες του Νότου της ΕΕ (PIGS) σημειώνουν συντελεστή αύξησης αυτού του ποσοστού 30% από ηλικίες 55-64 σε ηλικίες 25-34, τη στιγμή που στη Γερμανία η αύξηση ανέρχεται σε 5% και στις ΗΠΑ σε -2%.
4. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού, που το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης είναι η ΓΕΝΙΚΗ (αλλά όχι επαγγελματική) Λυκειακή και Μεταλυκειακή Εκπαίδευση (αλλά όχι η Τριτοβάθμια), η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση (chart A1.3).
5. Αντιθέτως, στην ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΉ Λυκειακή και Μεταλυκειακή Εκπαίδευση (αλλά όχι Τριτοβάθμια), ανάμεσα στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ η Ελλάδα ευρίσκεται στη 31η θέση (chart A1.4).
6. Στον πληθυσμό ηλικίας 25-34 ετών, που έχει τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου, η Ελλάδα με 79% ευρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 82%.
7. Στον πληθυσμό που έχει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης τα ποσοστά στον ΟΟΣΑ και στην Ελλάδα είναι, αντιστοίχως, 31% και 25% στις ηλικίες 25-64, ενώ τα ποσοστά αυτά αυξάνονται σε 38% και 31% στις ηλικίες 25-34. Αυτό σημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των εισερχομένων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι περίπου διπλάσιο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, οι αποφοιτούντες είναι λίγοι, λόγω του χαλαρού και μη αξιοκρατικού νομικού πλαισίου που υπήρχε έως το 2011, που ήθελε οι φοιτητές να επιβραδύνουν επικίνδυνα την αποφοίτησή τους, χωρίς να υποχρεούνται να μεταπηδήσουν σε άλλο πεδίο σε περίπτωση συνεχών αποτυχιών.
8. Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα όσον αφορά στη διαφορά μεταξύ των ποσοστών του πληθυσμού που έχει παρακολουθήσει ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΉ ή ΓΕΝΙΚΗ μη τριτοβάθμια εκπαίδευση στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ (απόφοιτοι Λυκείου και κάποιου ΚΕΚ ή σχολής που δεν ανήκει στην κατηγορία των ΑΕΙ). Η Ελλάδα είναι πρώτη στη Γενική Εκπαίδευση με 25,5% με δεύτερη την Ισπανία με 14,2%, προτελευταία τη Γερμανία με 2,9% και τελευταία την Πορτογαλία με 2,3%. Αντιθέτως, στην Επαγγελματική Εκπαίδευση πρώτη είναι η Γερμανία με ποσοστό 56,2%, δεύτερη η Φινλανδία με 38,7%, τρίτη η Δανία με 34,9%, τέταρτη η Ιταλία με 30,9%, ενώ η Ελλάδα είναι στην 36η θέση με 15% με τελευταία την Ισπανία με 8%.
9. Στα ποσοστά αποφοίτησης ατόμων που παρακολούθησαν προγράμματα προ-επαγγελματικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 46%, στην Αυστρία 76%, στην Ιταλία 60%, στην Γερμανία 47% και στην Ελλάδα μόλις 28%.
Τα αναφερόμενα στοιχεία στα υπ’ αριθμούς 8 και 9 είναι ενδεικτικά της υποβάθμισης που έτυχε η επαγγελματική εκπαίδευση στη χώρα μας, σε αντίθεση με την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Σκανδιναβικές χώρες.
Η εμπειρία των τριών τελευταίων δεκαετιών μας οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: Η ΕΕ στήριξε την ανάπτυξή της κατά κύριο λόγο στις υπηρεσίες και στο τεχνολογικό εμπόριο. Οι μεγάλες πολυεθνικές παραγωγικές εταιρείες μετέφεραν τις παραγωγικές μονάδες από την Ευρώπη σε χώρες, όπως η Κίνα, η Ταϊλάνδη, η Ταϊβάν, η Ινδία. Αποτέλεσμα ήταν αυτή η κίνηση να επιφέρει τεράστια πρόσκαιρα κέρδη στις εταιρείες, πλην όμως τεράστια ανεργία στις χώρες προέλευσης και αυξάνουσα διαρροή συναλλάγματος από την ΕΕ. Μόνον από το 2007 έως το 2010, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, καταργήθηκαν 3,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην ΕΕ με αντίστοιχη αύξηση στις Ασιατικές χώρες.
Εστιάζοντας την προσοχή μας στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι η μεταφορά παραγωγικών μονάδων στις βαλκανικές χώρες ή το οριστικό κλείσιμο και η τάση στην εισαγωγή όλων σχεδόν των καινοτόμων τεχνολογικών αγαθών με δανεικό χρήμα (υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, συσκευές οικιακής χρήσης, αυτοκίνητα και τα παρελκόμενα, κ.λπ.) είχε τραγικές επιπτώσεις τόσο στην εκθετική αύξηση της ανεργίας όσο και στον υπερβολικό δανεισμό της χώρας. Επιπλέον αυτού, από κεκτημένη ταχύτητα, τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ συνεχίζουν να εκπαιδεύουν χιλιάδες νέων σε γνωστικά αντικείμενα και σε επαγγέλματα, τα οποία δεν βρίσκουν εφαρμογή στη χώρα μας και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ανεργία τους νέους, αλλά συγχρόνως, θα δώσουν στην κοινωνία πτυχιούχους με πολύ λίγα προσόντα για επαγγελματική απασχόληση ανταποκρινόμενη στις σπουδές τους.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα στοιχεία εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
(Ι) Στην επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση η Ελλάδα υστερεί τραγικά έναντι των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ γνωρίζουμε ότι αυτή η εκπαίδευση είναι υποβαθμισμένη και ανυπόληπτη. Η προσπάθεια της Α. Διαμαντοπούλου, ως υπουργού Παιδείας, να επισπεύσει το 2011 την ψήφιση σχετικού νόμου για την αναβάθμιση και τόνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, προσέκρουσε στις μικροκομματικές επιδιώξεις της ΝΔ, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να μην υπάρχει το πλαίσιο αναβάθμισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
(ΙΙ) Στην Τριτοβάθμια Ανώτατη Εκπαίδευση, και ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια, εισάγεται δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό νέων ανθρώπων, ενώ στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση ένα μικρό ποσοστό.
(ΙΙΙ) Η μη εισαγωγή στα ΑΕΙ θεωρείται αποτυχία όχι μόνον του νέου, αλλά και ολόκληρης της οικογένειας.
(IV) Μέχρι την εφαρμογή του νόμου 4009/2011, αλλά ακόμη και σήμερα, λόγω μη εναρμόνισης των Κανονισμών Λειτουργίας των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ με το νέο νομικό καθεστώς, δεν λειτουργεί το φίλτρο ποιότητας και ακαδημαϊκής απόδοσης, το οποίο λειτουργεί στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Εννοώ φυσικά τη δυνατότητα μετακίνησης-μετεγγραφής ενός φοιτητή σε άλλο τμήμα ή σε άλλο γνωστικό αντικείμενο ή σε άλλου επιπέδου Ίδρυμα, σε περίπτωση που το Ίδρυμα ή και ο ίδιος διαπιστώνει την αδυναμία του να παρακολουθήσει το πρόγραμμα σπουδών ενός απαιτητικού τμήματος. Ένα θετικό, βέβαια, στοιχείο είναι η δυνατότητα, που δίδεται στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, να συμπεριλάβουν στους νέους Οργανισμούς τους, βάσει του νόμου 4009/2011, άρθρο 5, παρ. 2, τη διακοπή φοίτησης όταν διαπιστώνεται η αδυναμία του φοιτητή να ολοκληρώσει επιτυχώς ένα βασικό μάθημα, μετά από τέσσερις άκαρπες προσπάθειες (άρθρο 6, παρ. 1γ).
(V) Η εισαγωγή μεγάλου ποσοστού στα Πανεπιστήμια της χώρας, αλλά και η μη πρόβλεψη από το ισχύον νομικό καθεστώς της δυνατότητας μετεγγραφής ενός φοιτητή από Πανεπιστήμιο σε ΤΕΙ και από ΤΕΙ σε Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης, έχει σοβαρές επιπτώσεις: Αφ΄ ενός μεν στοιβάζονται στα Πανεπιστήμια νέοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά μόνον να ολοκληρώσουν με κάθε τρόπο (θεμιτό ή αθέμιτο) τις σπουδές τους. Αφ’ ετέρου δε πολύ μικρό ποσοστό – κυρίως δε οι πλέον αδύνατοι και εκείνοι που θεωρούνται αποτυχημένοι – ωθείται στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση.
(VI) Η τελευταία διαπίστωση έχει ως κύρια επίπτωση την άνοδο της ανεργίας σε επαγγέλματα, όπως αυτά του μηχανικού, του ιατρού, του δικηγόρου ή την ενδυνάμωση της παραοικονομίας και την πίεση εκ μέρους των συντεχνιών για επιβάρυνση των φορολογουμένων (δες πίεση εκ μέρους των δικηγόρων για υποχρεωτική εμπλοκή τους με αμοιβή σε αγοραπωλησίες ακινήτων).
Οι κρίσιμες ενέργειες που θα πρέπει να σχεδιαστούν και πραγματοποιηθούν τάχιστα είναι οι ακόλουθες:
(1) Ουσιαστική και δραστική εφαρμογή του ν. 4009/2011 με κατάργηση ακαδημαϊκών μονάδων, οι οποίες στερούνται ολοκληρωμένου γνωστικού αντικειμένου, συγχώνευση συγγενών ακαδημαϊκών μονάδων στο ίδιο πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ και μεταφορά επαγγελματικών μονάδων των ΤΕΙ, οι οποίες δεν έχουν ως γνωστικό αντικείμενο την τεχνολογική εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων, αλλά εφαρμοσμένες τεχνικές (π.χ. ιχθυοκαλλιεργητές, ανθοκόμοι, βρεφονηπιοκόμοι, οδοντοτεχνίτες, φυσιοθεραπευτές, επεξεργαστές ξύλου κ.λπ.), σε διετούς φοίτησης Μεταλυκειακά Επαγγελματικά Κέντρα.
(2) Διοχέτευση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού ηλικίας 18-23 ετών σε τριετούς φοίτησης ΤΕΙ και σε Μεταλυκειακά Επαγγελματικά Κέντρα και, ταυτόχρονη, δραστική μείωση του φοιτητικού πληθυσμού στα πανεπιστήμια.
(3) Αξιοποιώντας πλήρως τον νόμο 4009/2011, τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να απονέμουν πτυχία μόνον σε εκείνους που αποδεικνύονται άξιοι, θέτοντας αυστηρούς κανόνες για την απονομή του πτυχίου.
(4) Οι αποτυχόντες να παρακολουθήσουν επιτυχώς τα Προγράμματα Σπουδών πανεπιστημίων θα πρέπει να προωθούνται στα ΤΕΙ ή σε Επαγγελματικά Κέντρα. Η Ελλάδα χρειάζεται εξ ίσου μηχανικούς, ιατρούς, νομικούς, επιστήμονες, αλλά και εξειδικευμένους τεχνίτες και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
(5) Η Πολιτεία θα πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον, να θέσει στόχους και να προκρίνει νέους τομείς δραστηριότητας, ώστε να παραχθούν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες. Αυτά θα πρέπει να είναι εξαγώγιμα, προκειμένου να μπορούν να φέρουν πλούτο στη χώρα και να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας. Το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία, χωρίς φυσικά να υποτιμηθούν οι θεωρητικές σπουδές, στις οποίες η Ελλάδα έχει παράδοση. Η πραγματοποίηση όλων αυτών, όμως, απαιτεί αφ’ ενός μεν εθνική ομοψυχία, αποκήρυξη του λαϊκισμού και πολιτικούς έτοιμους να πεισθούν και να πείσουν για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Η μέχρι σήμερα θητεία της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας μας πείθει περί του αντιθέτου, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση αντιτίθεται σε οιαδήποτε μεταρρύθμιση. Ως δείγμα αυτής της συμπεριφοράς αναφέρω την εισήγηση από τον ΣΥΡΙΖΑ νομοσχεδίου τον Αύγουστο 2012, το οποίο καταργεί τον νόμο 4009/2011 και επαναφέρει τον νόμο 3549/2007 (νόμος Γιαννάκου), για τη μη υλοποίηση του οποίου έκλεισε τα πανεπιστήμια της χώρας επί δίμηνο το 2007 με τις καταστροφικές καταλήψεις, που κατήργησαν κάθε έννοια δημοκρατίας στη χώρα.
* Ο Ιωακείμ Γρυσπολάκης είναι καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News