Στην εξωτερική πολιτική, οι «ξαφνικοί έρωτες» είναι μια συνηθισμένη πρακτική για την προστασία των διεκδικήσεων. Οι «μόνιμες σχέσεις» αφορούν κυρίως, «μονογαμικές» ισχυρές χώρες που τα σχέδια και οι πολιτικές τους έχουν εκπονηθεί από μακροπρόθεσμες πολιτικές και όχι από την τυχαία έκβαση των εξελίξεων. Και αυτό ισχύει φυσικά και για μικρούς και για μεγάλους.
Από τα μέσα Φεβρουαρίου η καγκελάριος της Γερμανίας είχε δηλώσει «Η κατασκευή φράχτη στην ΠΓΔΜ, που δεν είναι καν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς να νoιαζόμαστε σε τι κατάσταση έκτακτης ανάγκης φέρνει αυτό το βήμα την Ελλάδα, ούτε ευρωπαϊκή συμπεριφορά αποτελεί, ούτε τα δικά μας προβλήματα λύνει». Αλλά και τις τελευταίες μέρες, μέσα στον μεγάλο πανικό που επικρατεί η κυρία Μέρκελ κρατάει μια σαφέστατη στάση «κατανόησης» του ελληνικού προβλήματος δείχνοντας ότι στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής θα σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας για οποιαδήποτε απόφαση.
«Το πρόβλημα είναι ότι έδρασαν μονομερώς και αυθαίρετα», δήλωσε η κυρία Μέρκελ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο κανάλι ARD, για την σύσκεψη των βαλκανικών χωρών όπου δεν κλήθηκε η Ελλάδα. «Δεν είναι καλό, όταν δεν συμπεριλαμβάνεις μια χώρα. Και την Ελλάδα απλώς την προσπέρασαν. Διασφαλίστηκαν τα σύνορα από την FYROM, αλλά δεν έγινε συζήτηση με την Ελλάδα, για το αν η Ελλάδα θέλει από την δική της πλευρά να διασφαλίσει τα σύνορά της, διότι έχει βεβαίως μια συγκεκριμένη ευθύνη στο πλαίσιο του συστήματος Σένγκεν», και πρόσθεσε ότι η Ευρώπη θα βοηθήσει την χώρα να διαχειριστεί τον μεγάλο αριθμό προσφύγων που έφθασαν τώρα και ότι στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της 7ης Μαρτίου «θα μιλήσουμε με την Ελλάδα για το πώς μπορούμε μαζί με την Ελλάδα να αποκαταστήσουμε βήμα-βήμα την Σένγκεν».
Το πάρε δώσε με τους συμμάχους κάθε φορά που τα πράγματα έφταναν σε αδιέξοδο εκχωρούσε για μικρά ανταλλάγματα, την ελευθερία και αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού ο οποίος πάντα λειτουργούσε ως όμηρος για να ικανοποιήσει την αρχομανία των ηγετών του
Εν τω μεταξύ ο δικός μας Πρωθυπουργός, δεν αποκλείεται να παίζει κι αυτός το δικό του χαρτί, αυξάνοντας καθημερινά κατά χιλιάδες τους πρόσφυγες «ομήρους» στην επικράτεια. Και από ό,τι φαίνεται, ως την κρίσιμη ημέρα της 7ης Μαρτίου χτίζεται μια ξεχωριστή σχέση με την γερμανίδα καγκελάριο που ίσως δώσει αρκετά «προνόμια» στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αντί για το ευρωπαϊκό bullying που περιμέναμε όλοι. Από την χαλάρωση του Μνημονίου ως και την μελλοντική ελάφρυνση του χρέους. Και όπως είναι φυσικό, ο κ. Τσίπρας θα κάνει τα πάντα για να ανταποκριθεί στον «ξαφνικό έρωτα» με τους Γερμανούς, δεδομένης της δίψας του για να παραμείνει στην εξουσία.
Ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει από το νέο «ειδύλλιο»; Το βέβαιο είναι ότι η μεγάλη ζημιά θα χτυπήσει και πάλι την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία και οπωσδήποτε την παρηκμασμένη ελληνική κοινωνία. Γιατί τα ανταλλάγματα θα δοθούν με την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα διαχειριστεί στο εσωτερικό της, τις χιλιάδες των προσφύγων που εγκλωβίστηκαν. Και οπωσδήποτε, αυτό δεν θα είναι καθόλου εύκολο για έναν μηχανισμό που ως τώρα, απέδειξε ότι δεν έχει την δυνατότητα να εκπονεί σχέδια αντιμετώπισης κρίσεων. Για παράδειγμα, οι τοπικές οικονομίες των νησιών του ανατολικού Αιγαίου δοκιμάζονται ήδη και ίσως το πρόβλημα πάρει επικίνδυνες διαστάσεις το καλοκαίρι.
Το πιο καίριο όμως, πρόβλημα θα είναι η χαλάρωση των απαιτήσεων του Μνημονίου σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις. Και αυτό θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερη ανασφάλεια στην ήδη αποκαρδιωτική απαξίωση του αναπτυξιακού περιβάλλοντος. Ο κ. Τσίπρας θα κερδίσει χρόνο και περισσότερους διορισμούς ημετέρων και η κυρία Μέρκελ θα εξισορροπήσει τους ευρωπαϊκούς κραδασμούς της ανασφάλειας. Η ελληνική οικονομία θα παραμείνει στάσιμη και με λιγότερες διαρθρωτικές αλλαγές.
Δεν είναι όμως, η πρώτη φορά. Αυτό συνέβαινε κατά διαστήματα στο νεοελληνικό κράτος, κάθε φορά που αρχομανείς και ανεύθυνοι ηγέτες διοικούσαν την χώρα. Το πάρε δώσε με τους συμμάχους κάθε φορά που τα πράγματα έφταναν σε αδιέξοδο εκχωρούσε για μικρά ανταλλάγματα, την ελευθερία και αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού ο οποίος πάντα λειτουργούσε ως όμηρος για να ικανοποιήσει την αρχομανία των ηγετών του. Γιατί η πρόοδος, η ανάπτυξη, η ευημερία και η λειτουργική δημοκρατία έχουν ανάγκη από σχέδιο, αποφασιστικότητα και κυρίως βούληση για μακροπρόθεσμα οφέλη.
Η μυωπική πολιτική της «αρπαχτής» στη εξωτερική πολιτική, καταδικάζει τη σχέση σε απαξίωση και στο τέλος, το κόστος βαραίνει τις κοινωνίες στο όνομα των οποίων ασκούνται οι τυχοδιωκτικές τακτικές.
Η χώρα για ακόμα μία φορά, παραμένει απροστάτευτη στη ανευθυνότητα. Μόνο στην συγκυρία των καταστάσεων μπορεί να ελπίζει. Σε τίποτα παραπάνω…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News