

-
The Marshal Project
Αυτή είναι η φυλακή που περιμένει τον «Τσάπο» στην Αμερική
Η πρώτη φυλακή υψίστης ασφαλείας ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν ξενοδοχείο πολυτελείας: έτρωγε εκλεκτά φαγητά, έκανε πάρτι, είχε στη διάθεσή του προσωπική φρουρά. Από τη δεύτερη φυλακή υψίστης ασφαλείας απέδρασε με έναν τρόπο κάπως κωμικό αλλά και άκρως επαγγελματικό: το τούνελ της απόδρασης έσκαψαν συνεργάτες του που είχαν μετεκπαιδευτεί με δικά του έξοδα στη Γερμανία. Αλλά τώρα, μετά την τρίτη του σύλληψη, τι φυλακή περιμένει τον Χοακίν Γκουζμάν σε περίπτωση που εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες; Μάλλον δεν θα θυμίζει σε τίποτε τις προηγούμενες. Η Supermax ή εν συντομία ADX, όπου πιθανότατα θα μεταφερθεί, δεν είναι μια κανονική φυλακή, όπως λέει ένας πρώην κρατούμενος.
Κτισμένη στην πολιτεία του Κολοράντο, είναι γνωστή και ως «το Αλκατράζ στα Βραχώδη Ορη». «Εχω βρεθεί σε πολλές φυλακές. Είναι άθλιες, αλλά τουλάχιστον βλέπεις, κάπου μακριά, έναν δρόμο ή τον ουρανό. Όχι όμως και στη Supermax. Εκεί νιώθεις ότι είσαι εντελώς εκτός κόσμου» διηγείται ο 46χρονος Τράβις Νταζένμπερι. Οι κρατούμενοι είναι εγκληματίες όπως ο Τεντ Καζίνσκι (Unabomber), ο δράστης της επίθεσης στο μαραθώνιο της Βοστώνης Τζοχάρ Τσαρνάεφ, ο Τζακάρια Μουσαουί (ένας από τους εγκέφαλους της 11ης Σεπτεμβρίου). «Δεν υπάρχει τίποτε ζωντανό εκεί μέσα. Ούτε ένα χορταράκι. Στο κελί όλα είναι από τσιμέντο: η καρέκλα, το κρεβάτι, ο νιπτήρας, όλα. Είσαι σε απομόνωση 23 ώρες το 24ωρο. Για να μιλήσουμε μεταξύ μας χρησιμοποιούσαμε τους σωλήνες των μπάνιων. Οι φρουροί έμπαιναν καμιά φορά στα κελιά με πλήρη εξάρτηση και με χτυπούσαν. Σε μένα συνέβη τρεις φορές, σε άλλους πολύ περισσότερες».
Αλλά η πιο τραγική διαπίστωση έρχεται στο τέλος: «Εκεί μέσα σε θεωρούν υπάνθρωπο και κανένας δεν κάνει κάτι για να το κρύψει. Στη Supermax καταλαβαίνεις ότι το να είσαι άνθρωπος είναι ένα δικαίωμα που κατακτιέται». Ισως σε μια άλλη ζωή, ο «Τσάπο» να είχε να πει πολλά στον Σον Πεν γι’ αυτή του την εμπειρία.
-
Bild
«Δεν το ήξερα ότι η Ανγκελα φοβόταν τα σκυλιά, της ζήτησα συγγνώμη»
«Με ρωτάτε τι πήγε στραβά στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση όλα αυτά τα χρόνια; Ολα». Με αυτήν την παραδοχή ξεκινά η συνέντευξη του Βλαντιμίρ Πούτιν στη γερμανική εφημερίδα (σε δύο μέρη, το δεύτερο θα δημοσιευθεί αύριο). Σε αυτό το πρώτο μέρος, ο πρόεδρος της Ρωσίας χαρακτηρίζει τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε βάρος της Ρωσίας «τίποτε περισσότερο από ένα θέατρο του παραλόγου», ενώ ομολογεί ότι βλάπτουν τη χώρα του. Η ρίζα της έντασης, σύμφωνα με τον Πούτιν, βρίσκεται στις δύο φάσεις της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή, το 1999 και το 2004. Η σχέση, όμως, μπορεί να ομαλοποιηθεί. Γιατί; Επειδή στην Ευρώπη υπάρχει ένα πρόσωπο που ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμπιστεύεται: η Ανγκελα Μέρκελ.
«Εχουμε μια πολύ επαγγελματική σχέση. Συναντηθήκαμε επτά φορές τον τελευταίο χρόνο και μιλήσαμε στο τηλέφωνο τουλάχιστον είκοσι. Την εμπιστεύομαι, είναι ένα πρόσωπο πολύ ανοικτό. Οι κινήσεις ελιγμού που έχει στη διάθεσή της είναι περιορισμένες. Αλλά προσπαθεί αληθινά και πολύ έντιμα για την επίλυση αυτής της κρίσης» λέει στη γερμανική εφημερίδα. Οι δημοσιογράφοι της Bild αισθάνονται ότι έχουν μπροστά στα μάτια τους έναν πολιτικό έρωτα. Και θέλουν να μάθουν κι άλλα. Υπάρχει κάτι που θαυμάζει ιδιαίτερα ο Πρόεδρος στη Καγκελάριο; Η απάντηση μάλλον τους προσγειώνει. «Να θαυμάζω; Όχι, ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο. Την εκτιμώ για τον επαγγελματισμό της και το ανοικτό της μυαλό».
Σε μια συνάντησή τους στο Σότσι, ο Πούτιν έφερε μαζί και τον σκύλο του. Αλλά η Μέρκελ φοβάται τα σκυλιά. «Δεν το ήξερα, όταν το έμαθα της ζήτησα συγγνώμη». Ερωτας (φανερός) μπορεί να μην είναι. Αλλά η τρυφερότητα ξεχειλίζει.
-
Die Welt (εντυπη έκδοση)
Οι πρόσφυγες καταδικάζουν τις επιθέσεις στην Κολωνία
Ανοιχτή επιστολή στην Αγκελα Μέρκελ έστειλαν τέσσερις πρόσφυγες, καταδικάζοντας τις επιθέσεις της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία, ενώ της έδωσαν την υπόσχεση να «βοηθήσουν προκειμένου να μην ξανασυμβούν τέτοιες εγκληματικές πράξεις». Οι τέσσερις πρόσφυγες, τρεις Σύροι κι ένας Πακιστανός, στη επιστολή τους υπογραμμίζουν τη βαθύτατη αγανάκτηση και τον αποτροπιασμό τους για τις επιθέσεις στην Κολωνία, το Αμβούργο και τη Στουτγάρδη.
«Και για εμάς η αξιοπρέπεια του ανθρώπου δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, ανεξάρτητα εάν είναι άντρας ή γυναίκα. Για εμάς είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να τηρούνται οι νόμοι της χώρας που μας υποδέχεται. Είμαστε πρόσφυγες, κατατρεγμένοι από έναν πόλεμο, από τον τρόμο, τις βόμβες, τις πολιτικές διώξεις και τις σεξουαλικές επιθέσεις. Είμαστε ευτυχείς που επιτέλους βρήκαμε προστασία στην Γερμανία» γράφουν οι τέσσερις άνδρες ενώ τονίζουν ότι πολλοί πρόσφυγες είναι θρησκευόμενοι Μουσουλμάνοι ή Χριστιανοί και σέβονται τις αρχές και τις αξίες των πιστών αδελφών τους στη χώρα που τους φιλοξενεί. «Για τα λόγο αυτό, θα προστατέψουμε την τιμή και την αξιοπρέπεια των γυναικών, όπως αναφέρεται στο Κοράνι και τη Βίβλο», γράφουν στην γερμανίδα Καγκελάριο, ενώ δηλώνουν έτοιμοι να βοηθήσουν, μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους «να μην επαναληφθούν τέτοιες εγκληματικές πράξεις όπως αυτές στην Κολωνία».
Την ανοιχτή αυτή επιστολή μπορούν να την συνυπογράψουν όσοι μετανάστες επιθυμούν, αναφέρεται σε ανακοίνωση τού Συμβουλίου Μεταναστών της πόλης Ντούισμπουργκ. Το κείμενο έχει μεταφραστεί τόσο στα αγγλικά όσο και στα αραβικά.
-
The Observer
Η απάντηση ήταν μια γροθιά στο πρόσωπο
Δεν είναι η πρώτη μαρτυρία από την κόλαση του Ισλαμικού Κράτους. Είναι, όμως, η πρώτη που έγινε βιβλίο. Η Γαλλίδα Σοφί Καζικί (φανταστικό όνομα) διηγείται στη «Νύχτα του ISIS» («Dans la nuit de Daech», εκδ. Robert Laffont) την ένταξή της στις δυνάμεις του Χαλιφάτου, τον τρόμο που έζησε εκεί και την απόδρασή της από τα νύχια του τέρατος. Αυτό που της άνοιξε τα μάτια ήταν ο φόβος ότι ο 4χρονος γιος της θα γινόταν ένας ανελέητος δολοφόνος σαν τους τζιχαντιστές που τον εκπαίδευαν. «Θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω και να σκοτώσω τον γιο μου από το να γίνει δολοφόνος με εκείνα τα κτήνη» είπε στη βρετανική εφημερίδα.
Ηταν η ίδια πάντως που οδήγησε τον γιο της στo «σκοτάδι του ISIS». Η Σοφί ήταν μία από τις πολλές Γαλλίδες (συνολικά 220 σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση των μυστικών υπηρεσιών) που εντάχθηκαν στον ISIS. Εως πριν από δύο χρόνια οι γυναίκες αποτελούσαν το 10% των Γάλλων που είχαν φύγει για τη Συρία, σήμερα φτάνουν το 35%. Το ένα τρίτο από αυτές προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ στην ενήλικη ζωή τους. Η Σοφί ανήκει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία. Καθολική στο θρήσκευμα και με καταγωγή από το Κονγκό, έμεινε ορφανή πολύ μικρή και έφτασε στο Παρίσι στα 9 της χρόνια. Αργότερα εργάστηκε ως κοινωνική λειτουργός κυρίως με οικογένειες μεταναστών και κάποια στιγμή αποφάσισε, χωρίς να το πει στον άθεο σύζυγό της, να προσηλυτιστεί στο Ισλάμ για να «καλύψει ένα κενό».
Επειτα ήρθε η γνωριμία με τρεις νέους που τον Σεπτέμβριο του 2014 έφυγαν για τη Συρία. Εκείνη διατήρησε επαφές μαζί τους πιστεύοντας ότι μπορούσε να τους πείσει να επιστρέψουν, αλλά τελικά συνέβη το αντίθετο: ταξίδεψε εκείνη στη Συρία. «Ηξεραν ότι ήμουν ορφανή και πολύ ανασφαλής» λέει σήμερα. Στον σύζυγό της είπε ότι θα ταξίδευε στην Κωνσταντινούπολη για δουλειά, πήρε μαζί τον γιο της και έπειτα από λίγες ημέρες έφτασε στη Ράκα, την άτυπη πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους. Εκεί έζησε και το τέλος της ουτοπίας. Οι τζιχαντιστές την μετέφεραν σε ένα πανδοχείο για ξένους όπου τα παιδιά έβλεπαν βίντεο με αποκεφαλισμούς, ενώ οι μητέρες τους χειροκροτούσαν. Όταν ένας τζιχαντιστής πήρε τον γιο της για να τον πάει στο τέμενος εκείνη αντέδρασε. Η απάντησή του ήταν μια γροθιά στο πρόσωπο.
«Εμείς οι γυναίκες δεν ήμασταν παρά μήτρες που έδιναν παιδιά στον ISIS». Κατάφερε να το σκάσει με τη βοήθεια μιας οικογένειας. Κι έπειτα από τους δύο μήνες που κρατήθηκε στις γαλλικές φυλακές, άρχισε να γράφει γι’ αυτήν την φρικτή εμπειρία. Με την ελπίδα ότι θα διαβάσουν το βιβλίο της κι άλλες γυναίκες σαν κι αυτήν για να μην ζήσουν όσα έζησε η ίδια.
-
Financial Times (με συνδρομή)
Μα τι απέγιναν οι πλάκες στο γραφείο;
Ο τίτλος με το ερωτηματικό ανήκει στην Λούσι Κέλαγουεϊ των FT. Που νοσταλγεί την εποχή όπου το γραφείο δεν ήταν μόνο χώρος εργασίας αλλά και κάτι σαν παιδική χαρά. Η γενιά της, γράφει, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να στείλει, για παράδειγμα, ένα χαζό μέιλ από τον υπολογιστή ενός συναδέλφου που είχε μείνει ανοικτός. «Κανένας δεν το κάνει πια, οι σημερινοί 20αρηδες είναι αστειοφοβικοί. Πιστεύουν ότι οι πλάκες στο γραφείο δεν είναι ούτε διασκεδαστικές ούτε έξυπνες» διαπιστώνει. Μα γιατί; Πράγματι είναι λιγότερο διασκεδαστικές οι πλάκες; Όχι, απαντάει η Κέλαγουεϊ. Οι λόγοι είναι άλλοι. Και είναι τέσσερις. Ο πρώτος: οι εργοδότες έχουν επιβάλει την πολιτική ορθοδοξία με αποτέλεσμα οποιαδήποτε πλάκα να θεωρείται παρενόχληση ή μπούλινγκ. Δεύτερον: οι σημερινοί νέοι δεν κάνουν αστεία με το μέιλ. Ο τρίτος: υπάρχει πολύς ανταγωνισμός. Και ο τέταρτος: «Για εμάς δεν υπήρχε η ψηφιακή ταυτότητα, ο υπολογιστής ήταν απλώς ένα εργαλείο δουλειάς. Για τους σημερινούς νέους η ψηφιακή ταυτότητα αποτελεί μέρος της προσωπικής». Οι 20αρηδες δεν ξέρουν πραγματικά τι χάνουν: «Υπήρχε ένας τύπος που με κορόιδευε συνέχεια το 1985 στους Financial Times» γράφει η Κέλαγουεϊ. Εκείνη έπαιρνε το πράγμα από την καλή πλευρά. Και τον εκδικήθηκε με ένα άλλον τρόπο: τον παντρεύτηκε. «Είναι τόσο κρίμα να μην γίνονται πλάκες πια» καταλήγει η βρετανίδα δημοσιογράφος που αν τη δει κανείς στο πρόσωπο φέρνει λίγο funny face και πολύ πειραχτήρι.