Το πολύ πετυχημένο και εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, έπειτα από χρόνια απουσίας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Το βιβλίο που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό, στο οποίο και απευθύνεται, είναι ένα απόσταγμα, σχεδόν βιωματικό, από την πολύχρονη διδασκαλία της διαπρεπούς βυζαντινολόγου στη Σορβόννη. Σύμφωνα με την ίδια «απευθύνεται σε όσους από τους Νεοέλληνες ταλανίζονται με το πρόβλημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας και στους ξένους (κυρίως τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αμερικανούς βλαστούς τους) που αρκούνται στην επιλεκτική γνώση του παρελθόντος τους».
Χρησιμοποιώντας κείμενα-κλειδιά, η συγγραφέας αναλύει εκείνα τα επιτεύγματα που αναδεικνύουν το Βυζάντιο ως την πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και που εξηγούν το πολιτισμικό μεγαλείο του και την ασυνήθη για παγκόσμια δύναμη μακροβιότητά του. Μια επιστημονικά τεκμηριωμένη έκδοση για όλους τους αναγνώστες, πάντα επίκαιρη, από την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, μια από τις πλέον εξέχουσες πανεπιστημιακές προσωπικότητες με ιδιαίτερα σημαντική εργογραφία που παραμένει σημείο αναφοράς των μελετητών.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1967). Το 1976 γίνεται πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και καταγράφεται ως η πρώτη γυναίκα πρύτανης στη μέχρι τότε ιστορία των 700 χρόνων του Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ανακηρύσσεται πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ευρώπης. Επίσης διετέλεσε Πρόεδρος του Πανεπιστημίου Παρισίων, Πρύτανης των Πανεπιστημίων Παρισίων και Πρόεδρος του Κέντρου Georges Pompidou-Beaubourg. Θεωρείται μια απ' τις πλέον εξέχουσες πανεπιστημιακές προσωπικότητες, ιδιαίτερα στη Βυζαντινολογία, με πολύ μεγάλο αριθμό σχετικών διαλέξεων και ομιλιών ανά τον κόσμο. Η εργογραφία της είναι ιδιαιτέρως σημαντική και παραμένει σημείο αναφοράς των μελετητών.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Α. Ίδρυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
«Αρχή παιδεύσεως και σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Το όνομα Βυζάντιο θέτει το πρώτο πρόβλημα. Και αυτό γιατί ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε την εποχή εκείνη από αυτούς που ορίζει σήμερα. Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινός», που περιγράφουν την περίοδο της μεσαιωνικής ιστο-ρίας των χωρών που αποτέλεσαν την αυτοκρατορία, την οποία σήμερα ονομάζουμε καταχρηστικά Βυζαντινή, εφευρέθηκαν από τους πρώτους μελετητές της εποχής και της περιοχής αυτής. Καθολικοί ιερωμένοι, οι οποίοι αρνήθηκαν, για λόγους ιδεολογικούς, να ονομάσουν την αυτοκρατορία των σχισματικών, πάντα κατ’ αυτούς, ορθοδόξων χριστιανών, με το επίσημο όνομά της, που ήταν το Ρώμη και ρωμαϊκή πολιτεία. Το ευγενές αυτό όνομα παρέπεμπε, έλεγαν, στην καθολική Ρώμη και όχι στην Κωνσταντινούπολη. Η ονομασία Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρίσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αποκλείστηκε και αυτή, γιατί ανήκε, πάντα κατά τους Bollandistes, στην αυτοκρατορία που ίδρυσαν με αυτό το όνομα οι σταυροφόροι όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204, αυτοκρατορία που διήρκεσε ως το 1261, όταν δηλαδή ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη κάνοντας τότε ακριβώς και έμβλημα της αυτοκρατορίας του τον δικέφαλο αετό –πριν ήταν ο ρωμαϊκός μονοκέφαλος αετός–, με το σκεπτικό ότι έπρεπε να κοιτά Ανατολή και Δύση, να αγκαλιάζει δηλαδή το βλέμμα του την ακεραιότητα των κτήσεων και των κατακτητικών επιδιώξεων της αναστημένης στην Κωνσταντινούπολη αυτοκρατορίας. Ρώμη, λοιπόν, ονομαζόταν η αυτοκρατορία του Βυζαντίου –οι «έξω Ρώμης» είναι οι εκτός αυτοκρατορίας για τους Βυζαντινούς–, Ρωμανία, και όχι Ρουμανία, τα εδάφη που την απαρτίζουν, και βέβαια Ρωμαϊκή πολιτεία, Ρωμαϊκό κράτος και Ρωμαίοι οι πολίτες του. «Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων» ο κάθε αυτοκράτορας· αυτός είναι ο επίσημος τίτλος του βυζαντινού αυτοκράτορα ως το τέλος της αυτοκρατορίας, ως το 1453, τίτλος που αντικατέστησε το Imperator μετά την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας. Και το μεν βασιλεύς δήλωνε την οικειοποίηση από τη βυζαντινή καγκελαρία, μετά την κατάλυση από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641) της Περσικής αυτοκρατορίας, του τίτλου Βασιλεύς βασιλέων του Πέρση μονάρχη, ενώ ο χαρακτηρισμός «Ρωμαίων», ονομασία που για τους Βυζαντινούς ήταν αυτονόητη, προστέθηκε στον αυτοκρατορικό τίτλο, μετά τη διαμάχη με την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία των Οθωνιδών, που ιδρύθηκε μετά τον Καρλομάγνο, δηλαδή τον Κάρολο τον Μέγα των Δυτικών, αυτού που στέφθηκε αυτοκράτωρ από τον πάπα Λέοντα Γ’ στη Ρώμη το 800. Το όνομα Ρωμαίος στον τίτλο του βυζαντινού αυτοκράτορα υπογράμμισε το ότι μοναδικός κληρονόμος και συνεχιστής της παγκόσμιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν μόνο το Βυζάντιο. Η χρήση του όρου «Ρωμαϊκός» ή «Ρώμη» από οποιονδήποτε άλλον ήταν λοιπόν για τους Βυζαντινούς σφετεριστική και καταχρηστική.
Είναι ίσως χρήσιμο να αναφέρω εδώ ότι το νόθο έγγραφο, το γνωστό ως Κωνσταντίνειος Δωρεά, σύμφωνα με το οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη δώρισε την Παλαιά Ρώμη στον τότε πάπα Σίλβεστρο, κατασκευάστηκε από τις παπικές αρχές (τέλος 8ου αιώνα-αρχές 9ου αιώνα) για να καταπολεμήσουν τις απαιτήσεις της πολιτικής εξουσίας της Δύσης σχετικά με την ονομασία των επισκόπων. Το έγγραφο δεν καταγγέλθηκε ως νόθο από την Κωνσταντινούπολη, γιατί, άθελά του, άφηνε να εννοηθεί ότι οι κληρονόμοι των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εδρεύουν έκτοτε στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που αφαιρούσε κάθε δικαίωμα αυτοκρατορικής απαίτησης από τους ηγεμόνες της Δύσης.
Επεκτάθηκα στο πρόβλημα του ονόματος, όχι μόνο για να εξηγήσω γιατί οι Διαμαρτυρόμενοι-Προτεστάντες βυζαντινολόγοι, μέχρι χθες ακόμη, ονόμαζαν το Βυζάντιο Ανατολική Ρωμαϊκή ή Ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά και για να σημειώσω αυτό που με κάποια υπερβολή έγραψε ο J. Bury: «Το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ, η Ρώμη έπεσε το 1453». Έπρεπε να αποδεχθούν και οι Έλληνες το όνομα Βυζάντιο, αντί της Ρωμιοσύνης και του Ρωμιός, ιδρύοντας και σχετική έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών [σε αυτό ακολούθησαν το παράδειγμα για ίδρυση έδρας με το όνομα Βυζαντινή, που πρώτη έδωσε η Σορβόννη], για να γίνει παγκοσμίως δεκτό το αδόκιμο όνομα Βυζάντιο για τη μεσαιωνική ελληνική αυτοκρατορία, όνομα που οι Bollandistes, όπως σημειώσαμε, πρώτοι πρότειναν, γνωρίζοντας ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη στην οποία έδωσε το όνομά του ακολουθώντας μια μακεδονική, αλεξανδρινή παράδοση, στα ερείπια της μεγαρικής αποικίας του Βυζαντίου. Αυτό εξηγεί άλλωστε γιατί μερικοί αρχαΐζοντες βυζαντινοί λόγιοι, π.χ. ο Μιχαήλ Ψελλός ή ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ο κακώς λεγόμενος Ακομινάτος, χρησιμοποιούν τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός ή Βυζάντιος για να δηλώσουν την Κωνσταντινούπολη και τους κατοίκους της, αλλά ποτέ για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας στο σύνολό τους.
Η επισταμένη εξέταση του ονόματος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας επιτρέπει τώρα να δώσουμε συνοπτικά τον ορισμό του Βυζαντίου: Βυζάντιο είναι, και ονομάζεται έτσι σήμερα, η πολιτεία, η αυτοκρατορία που κληρονόμησε και συνέχισε το πολίτευμα, το κράτος της αρχαίας αυτοκρατορικής Ρώμης, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της παλιάς ρωμαϊκής επικράτειας, με αναφορά την πρωτεύουσα πόλη Κωνσταντινούπολη, που γρήγορα ονομάστηκε Νέα Ρώμη και κάποτε Δευτέρα ή Ετέρα. Ωστόσο, η αδιαφιλονίκητη αυτή σχέση του Βυζαντίου με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είναι το μόνο ειδοποιό χαρακτηριστικό της νέας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πρεσβυτέρα Ρώμη παρέδωσε τα σκήπτρα στη νεωτέρα, για λόγους που σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία της εποχής, μιας εποχής κατά την οποία η Μεσόγειος διεκδικούσε το μονοπώλιο, θα λέγαμε, της ιστορίας.
Η μετάλλαξη της Ρώμης σε Βυζάντιο γίνεται υπό την πίεση τριών παραγόντων: 1) των βαρβαρικών εισβολών του 3ου και 4ου αιώνα, 2) της απειλής της τότε Περσικής αυτοκρατορίας, που διεκδικεί από τη Ρώμη την παγκόσμια αυτοκρατορία (το Dominium mundi) και 3) της διάδοσης του χριστιανισμού, της νέας θρησκείας, της οποίας οι οπαδοί όλο και περισσότερο διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στα τεκταινόμενα της εποχής. Η συμβολή του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Pars Orientis) γίνεται όλο και πιο αναγκαία και βαρύνουσα για την επίλυση των προβλημάτων αυτών. Η Ανατολή αντιμετωπίζει πρώτη τα κύματα των βαρβαρικών επιδρομών πριν αυτά ξεχυθούν προς τη Δύση· ανατολικά βέβαια υπάρχει η περσική απειλή και στην Ανατολή ακμάζει ο νεοπαγής χριστιανισμός: να θυμηθούμε ότι οι επτά λυχνίες της Αποκάλυψης που δηλώνουν τα περίλαμπρα χριστιανικά κέντρα της εποχής είναι και οι επτά πόλεις της Μικρασίας (Πέργαμος, Σμύρνη, Έφεσσος, Σάρδεις, Λαοδίκεια, Θυάτειρα, Φιλαδέλφεια), λογικά και η προσοχή του οξυδερκούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στρέφεται προς την Ανατολή. Έτσι δίνει δικαίωμα στους χριστιανούς να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (αυτή είναι η σημασία του διατάγματος του Μιλάνου-Μεδιολάνου του 312), για να τους επιστρατεύσει ευκολότερα εναντίον των εξωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας, και κτίζει την Κωνσταντινούπολη στην Ανατολή, στο νευραλγικό μεταξύ Ευρώπης και Ασίας πέρασμα, σταθμό της ναυτικής αρτηρίας, που από τη Μεσόγειο οδηγούσε στον Εύξεινο Πόντο, για να αντιμετωπίσει τη βαρβαρική απειλή γρηγορότερα, αλλά κυρίως για να κινητοποιήσει τα στρατεύματα της Ρώμης κατά της αδιάκοπης προσπάθειας των Περσών να διαβρώσουν τα αυτοκρατορικά εδάφη σε Συρία, Μεσοποταμία και Περσαρμενία. Το νέο αυτό κέντρο, η Κωνσταντινούπολη, από καταβολής του έγινε κέντρο χριστιανικό· γρήγορα η Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε εκτός από Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ και Νέα Σιών, άσχετο αν ο ιδρυτής της δεν ήταν ασφαλώς ακόμη χριστιανός –αμφισβητείται άλλωστε το αν ποτέ βαφτίστηκε–, όταν την 11η Μαΐου του 330 εγκαινίαζε την πόλη του, που αφιέρωσε αμέσως, όπως γράφει η αναθηματική ιδρυτική στήλη, στον Δεσπότη Χριστόν: «Σοι Χριστέ Κόσμου Βασιλεύς και δεσπότης, σοι προστίθημι την δε την δούλην πόλιν και σκήπτρα της δε και το παν Ρώμης κράτος, φύλαττε ταύτην, σώζε δ’ εκ πάσης βλάβης». Αργότερα θα προστεθεί και η Παναγία η Οδηγήτρια, ως προστάτιδα της χριστιανικής πρωτεύουσας και των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Το κείμενο της αναθηματικής στήλης υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, την ταύτιση της Κωνσταντινούπολης με όλη την αυτοκρατορία. Το φαινόμενο αυτό, που ονόμασα αλλού κωνσταντινοπολίτικη πόλωση, σημαδεύει όλη τη μακραίωνη ιστορία του Βυζαντίου.
Έτσι, στη ρωμαϊκή ρίζα του Βυζαντίου προστέθηκε η χριστιανική καταβολή, αλλά και η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα πόλη της ανατολικής αυτοκρατορίας της Ρώμης, του ανατολικού τμήματός της, του προ πολλού εκχριστιανισθέντος και του, από την αλεξανδρινή κατάκτηση και εδώ, βαθιά εξελληνισθέντος. Να συνοψίσουμε λοιπόν όλα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που δη-μιούργησαν το Βυζάντιο, δίνοντας τον ουσιαστικό ορισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα. Ο πλήρης αυτός ορισμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας θέτει νέο πρόβλημα σχετικά με τον χρόνο της γένεσης της πολιτείας αυτής, γιατί είναι αυτονόητο ότι, πλέον της θεμελιακής ρωμαϊκής υπόστασής της, η Βυζαντινή αυτοκρατορία χρειάστηκε πολύ χρόνο για να εκριζώσει την αρχαία ειδωλολατρία –ελληνική την έλεγαν οι Βυζαντινοί– και για να επιβάλει ως επίσημη γλώσσα τα ελληνικά, απέναντι κυρίως στα λατινικά, αλλά και για να εδραιώσει την εξουσία της απέναντι σε εισβολείς και αντιπάλους που απειλούσαν την ακεραιότητά της και αμφισβητούσαν βέβαια την παγκοσμιότητά της· αυτήν που διεκδικούσε ως μοναδική και οργανική κληρονόμος της Ρώμης από την ίδρυση της και ασφαλώς, αν όχι ως το τέλος της, ως τη διάλυσή της από τη φραγκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1204.
Πολλές οι προτάσεις για τον χρόνο ίδρυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ανάλογα με το χαρακτηριστικό που θεωρείται κάθε φορά καθοριστικό. Μίλησαν για την αρχή του Διοκλητιανού (284) λόγω του διαχωρισμού της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική. Αναφέρθηκαν στον Θεοδόσιο τον Μεγάλο (379-395), γιατί αυτός (και όχι ο Κωνσταντίνος όπως πολλοί νομίζουν) επέβαλε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, που μετά τον θάνατό του χωρίστηκε οριστικά σε ανατολικό και δυτικό. Άλλοι τέλος φτάνουν στα μεταϊουστινιάνεια χρόνια –τέλος 6ου αρχές 7ου αιώνα– για να υπογραμμίσουν την υπερίσχυση της ελληνικής γλώσσας, τόσο στην κρατική μηχανή, όσο και στην πνευματική ζωή της πολυεθνικής αυτοκρατορίας που ήταν, όπως άλλωστε και κάθε αυτοκρατορία, το Βυζάντιο.
Να πούμε ότι, έστω συμβατικά, είναι σήμερα αποδεκτό ως χρόνος της γένεσης της αυτοκρατορίας το έτος 330, το Εγκαίνιο δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως. Άσχετο τώρα αν δεν είχε ακόμη εγκαταλειφθεί η πρωτεύουσα Ρώμη και αδιάφορο αν δεν έγινε τότε η translatio imperii [μεταφορά της αυτοκρατορίας από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη], ούτε βέβαια και η translatio legis (νόμου). Ίσως ορθότερα θα πρέπει να μιλήσουμε για διπλή Ρώμη –η Κωνσταντινούπολη προικίσθηκε με θεσμούς που κοσμούσαν την Παλαιά Ρώμη, όπως γερουσία, επαρχιακή αρχή κ.λπ.–, αλλά δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το 330 η Αιωνία Πόλις, η Roma Aeterna, έσβησε εμπρός στην ομώνυμό της Νέα και Ωραία, όπως θέλουν οι εγκωμιαστές της Πόλης. Η Παλαιά Ρώμη μένει πάντα Αιωνία και Πρώτη. Ωστόσο, η θεωρία της Roma mobilis, δηλαδή της Κινητής Ρώμης, κάνει κάθε πόλη όπου διαμένει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας να είναι, έστω παροδικά, η πρωτεύουσα πόλη. Θα πρέπει να φτάσει η καταστροφή της Παλαιάς Ρώμης από τους Γότθους του Αλάριχου (410) και λίγο μετά η διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (476) για να γίνει η Κωνσταντινούπολη η μόνη αυτοκρατορική Ρώμη. Η Κωνσταντινούπολη γίνεται πραγματική από τότε πρωτεύουσα με τη σημερινή έννοια του όρου, γιατί όποιος κατέχει την Κωνσταντινούπολη είναι και κύριος όλης της αυτοκρατορίας. Πόλις, λοιπόν, η Κωνσταντινούπολις Βασιλεύουσα, αμετακίνητη έδρα της αυλής και του θρόνου, αλλά και της συγκεντρωτικής κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας και βέβαια της εκκλησίας, του ομώνυμου δηλαδή πατριαρχείου.
Λογικά τίθεται λοιπόν τώρα το ερώτημα ποιες είναι οι περιοχές της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που βρίσκονται κατά καιρούς υπό τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης; Το πρόβλημα δηλαδή των συνόρων του Βυζαντίου, του κράτους που, όπως σημειώσαμε, αναπτύχθηκε στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Ρωμαϊ-κής αυτοκρατορίας, αλλά που ως μοναδικός οργανικός συνεχιστής της αυτοκρατορίας εκείνης δεν έπαψε, κατά το δυνατόν, να διεκδικεί το σύνολο της κληρονομιάς της, δηλαδή τη ρωμαϊκή παγκοσμιότητα, σύμφωνα με την οποία κάθε γη προσβάσιμη και κάθε θάλασσα πλωτή ανήκει στη Ρώμη. Η θεωρία αυτή της αποκατάστασης της αρχαίας αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα, υπό την αιγίδα του Βυζαντίου, η ιδέα της ενοποίησης της αυτοκρατορίας υπό την Κωνσταντινούπολη, γνωστή ως πολιτική της Renovatio, της Reconquista, διατρέχει την αυτοκρατορική βυζαντινή ιδεολογία χωρίς διακοπή. Στηρίζεται στην πίστη ότι ο χριστιανός αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης είναι ο επίγειος αντιπρόσωπος του Θεού, με το σκεπτικό ένας Θεός στον ουρανό και ένας βασιλεύς στη γη, ο χριστιανός αυτοκράτορας, όπως το καθορίζει ο Ευσέβιος στον λόγο που απηύθυνε στον Μέγα Κωνσταντίνο για τα τριάντα χρόνια της βασιλείας του. Στην πεποίθηση άλλωστε αυτή αναφέρεται και η πίστη στην αιωνιότητα της αυτοκρατορίας, όπως την εξέφρασε τον 6ο αιώνα ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης: «το Κράτος των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται, θα μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν».
Η ρήση του Κοσμά, ο οποίος ζει στα χρόνια του Ιουστινιανού, του αυτοκράτορα που έκανε για τελευταία φορά τη Renovatio πραγματικότητα, ούτε φαντάζει παράλογη ούτε ξενίζει. Μόλις όμως έναν αιώνα μετά το ιουστινιάνειο κατόρθωμα, αυτό που έχουν αποτυπώσει τα ψηφιδωτά του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας, η ακραία μονή του όρους Σινά και τα οχυρωματικά έργα του αυτοκράτορα αυτού κατά μήκος των συνόρων της αχανούς τότε αυτοκρατορίας, μόλις, λοιπόν, ένα ενάμιση αιώνα μετά τον Ιουστινιανό, οι αραβικές κατακτήσεις σε Ασία και Αφρική και οι σλαβικές διεισδύσεις στην Ευρώπη θα επιφέρουν τη στένωση της μέχρι τότε παγκόσμιας αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Αυτής της αιώνιας και αήττητου, όπως πίστευε ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, γιατί μεταξύ άλλων, σημειώνει ο ίδιος ο Κοσμάς, «με το νόμισμά της εμπορεύονται πάντα τα έθνη». Τη στένωση αυτή θα περιγράψει παραστατικά ένας άλλος μοναχός, ο Ιάκωβος ο Νεοφώτιστος ο οποίος ζει στο τέλος του 7ου αιώνα, σημειώνοντας την άκρα ταπείνωση της αυτοκρατορίας και αυτό έναν αιώνα μετά τη θριαμβική διαπίστωση του Κοσμά για την αιωνιότητα του Βυζαντίου. «Από του Ωκεανού» γράφει ο Ιάκωβος «τουτέστι της Σκωτίας και Βρεττανίας και Σπανίας και Φραγγίας και Ιταλίας και Ελλάδος και Θράκης και έως Αντιοχείας και Συρίας και Περσίδος και Πάσης Ανατολής και Αιγύπτου και Αφρικής και άνωθεν Αφρικής, τα όρια των Ρωμαίων έως σήμερον και αι στήλαι των βασιλέων αυτών διά χαλκών και μαρμάρων φαίνονται. Πάντα γαρ τα έθνη υπετάγησαν τοις Ρωμαίοις, κελεύσει Θεού. Σήμερον δε θεωρούμεν την Ρωμανίαν ταπεινωθείσαν». Την Ρωμανίαν, δηλαδή το Βυζάντιο.
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες που γνώρισε το Βυζάντιο κατά τους λεγόμενους Σκοτεινούς χρόνους (τέλος 7ου αιώνα ως μέσα 9ου αιώνα), όλοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες θα επιδιώξουν την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, με λίγο ή πολύ επιτυχή ο καθένας αποτελέσματα. Ρόλος άλλωστε του αυτοκράτορα κατά τον νόμο, την Επαναγωγή, είναι «η των απολεσθέντων ανάκτησις», πράγμα που κάνει τον κάθε πόλεμο του Βυζαντίου αμυντικό και δίκαιο. Η ανάληψη επιπλέον από το Βυζάντιο του ρόλου του αμύντορος όλης της χριστιανοσύνης προσδίδει στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις κατά των απίστων σταυροφορικό χαρακτήρα. Ο Ρωμαίος πολίτης [ο Βυζαντινός δηλαδή] είναι ο ακραιφνής πιστός χριστιανός. Οι δυο έννοιες, Ρωμαίος και Χριστιανός, είναι ταυτόσημες, τόσο που ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός να αποκαλεί τους Βυζαντινούς «Έθνος Χριστιανών» και κείμενα της εποχής να τους ταυτίζουν με τον Νέον Περιούσιον Λαόν. Στη ρωμαϊκή παγκοσμιό-τητα προστίθεται έτσι η χριστιανική οικουμενικότητα, μετατοπίζοντας ακόμη μακρύτερα, ως τον ουρανό θα έλεγα, τα ιδεατά σύνορα της αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά τώρα τα πραγματικά όρια του βυζαντινού κράτους, είναι αυτονόητο ότι αυτά γνωρίζουν διακυμάνσεις, διευρύνσεις και συρρικνώσεις που καταγράφουν κάθε φορά τη θέση της αυτοκρατορίας στη διεθνή πολιτική σκηνή. Μένει ωστόσο πάντοτε γεγονός ο πολυμέτωπος πόλεμος που το Βυζάντιο διεξάγει έναντι των εξωτερικών εχθρών, αυτών που ιδρύουν τα κράτη τους είτε σε πρώην αυτοκρατορικά εδάφη, όπως το χαλιφάτο των Αράβων στη Δαμασκό, γύρω στα 660, καθώς και το βουλγαρικό κράτος στις παραδουνάβιες περιοχές, γύρω στα 645, είτε στις αποσπασθείσες από την επικράτεια περιοχές που αυτονομήθηκαν σταδιακά, όπως, π.χ., η Βενετία, η Ραβέννα ή τα αρμενικά κρατίδια στην Ανατολή.
Έγινε κατανοητό ελπίζω ποιο ήταν το πρόβλημα των συνόρων μιας αυτοκρατορίας που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, που άρχισε τον βίο της εξουσιάζοντας αχανείς εκτάσεις σε τρεις ηπείρους (Ασία, Ευρώπη, Αφρική). Ανατολικά από τον Τίγρη και Ευφράτη, βόρεια στον Δούναβη, δυτικά στην Ιταλία και νότια στη Νουμιδία, για να τελειώσει εγκλωβισμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, οι επιδρομές των Σλάβων στα ευρωπαϊκά εδάφη και κυρίως οι επιτυχίες των Αράβων στην Ανατολή και στη θάλασσα κατάφεραν να μετατρέψουν, ήδη από το τέλος του 7ου αιώνα, την ως χθες ακόμη κραταιά παγκόσμια αυτοκρατορία σε μια περιφερειακή σχεδόν δύναμη που αγωνιζόταν για την επιβίωσή της, όπως πετυχημένα το επισήμανε ο Ιάκωβος ο Νεοφώτιστος.
Το πρόβλημα των συνόρων ωστόσο της αυτοκρατορίας αυτής είναι ζήτημα όχι μόνον των μεταβαλλόμενων πολιτικών της ορίων αλλά και της σφαίρας επιρροής της. Αυτό που πετυχημένα ο D. Obolensky ονόμασε Βυζαντινή Κοινοπολιτεία (Byzantine Common-wealth). Από την άποψη αυτή θα πούμε χωρίς υπερβολή ότι τα σύνορα του Βυζαντίου συγχέονται με αυτά της ελληνοφωνίας –σε γενικές γραμμές η περιοχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανατολικά της Αδριατικής συμπεριλαμβανομένου μέρους της Κάτω Ιτα-λίας και βέβαια του Ευξείνου Πόντου σχεδόν στο σύνολό του–, και κυρίως συγχέονται με τα σύνορα της ορθοδοξίας, και αυτό άσχετα αν περιοχές, όπως π.χ. η Ρωσία, δεν βρέθηκαν ποτέ εντός των πολιτικών συνόρων της αυτοκρατορίας.
Θεμελιώδες λοιπόν χαρακτηριστικό του Βυζαντίου, που το δια-φοροποιεί από την προγονική Ρώμη, η ορθοδοξία, η ορθή δηλαδή πίστη, της οποίας άλλωστε το δόγμα επεξεργάστηκε το Βυζάντιο, χάρη σε βυζαντινούς ιερωμένους. Οι έξι Οικουμενικές Σύνοδοι που απάντησαν στον Αρειανισμό, αλλά και στην πολύχρονη και πολύπλοκη χριστολογική έριδα τη σχετική με την αληθινή φύση του Χριστού, συγκλήθηκαν όλες σε βυζαντινό έδαφος, κατά πρόσκληση βυζαντινού αυτοκράτορα και επεξεργάστηκαν ελληνιστί το τριαδικό δόγμα, με μόνο μια συμβολή διαιτησίας της ιεραρχικά πρωτόθρονης πάντα Ρώμης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τέλος της χριστολογικής διαμάχης με τον αυτοκρατορικό Όρο που επιβάλλει την εκκλησιαστική ειρήνη συμπίπτει ακριβώς με την απώλεια των ακραίων ανατολικών περιοχών (680/1). Έτσι αναδεικνύεται η Μικρά Ασία ως η κατεξοχήν νευραλγική περιοχή του Βυζαντίου. Αυτή άλλωστε αποτέλεσε, καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, την πηγή πλούτου σε ανθρώπινο δυναμικό και σε υλικά αγαθά, συνακόλουθα με τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου και η Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Μικρασία, Θράκη και Μακεδονία απαρτίζουν τις ζωτικές περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως το τέλος σχεδόν του βίου της· αυτές, ιδιαίτερα η Μικρασία, έδωσαν στο Βυζάντιο το ανθρώπινο δυναμικό που λάμπρυνε την πολιτική, τη στρατιωτική, την πνευματική και την καλλιτεχνική ιστορία του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News