Ο τρίτος τόμος της Ελληνικής ιδιαιτερότητας αφιερώνεται στο έργο του Θουκυδίδη. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης επιχειρεί μια πρωτότυπη ανάλυση του Επιταφίου, που αποδίδεται από τον αρχαίο ιστορικό στον Περικλή, για να δείξει σε ποιο βαθμό η μεγάλη αθηναϊκή δημιουργία του 5ου αιώνα είχε συνείδηση του εαυτού της.
Χωρίς να επιδίδεται στους αναχρονισμούς και τις προβολές που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες ερμηνείες, ο φιλόσοφος ανακαλύπτει στον Θουκυδίδη έναν κόσμο που μοιάζει εκπληκτικά με τον δικό μας, στον οποίο κάποια αγαθά θεωρούνται πολύτιμα, ενώ δεν έχουν καμία αξία έξω από το πλαίσιό του, εκεί όπου επικρατεί η ισχύς και μόνο· έναν κόσμο στον οποίο η αντιπαλότητα ανάμεσα σε κέντρα ισχύος καταλήγει σε ανοιχτή διαμάχη, με τον ορθολογισμό να συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με τα πάθη.
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται οι παραδόσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS) κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984-1985.
Στις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορούν ο Α’ και Β’ τόμος της Ελληνικής ιδιαιτερότητας – Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο και Η Πόλις και οι νόμοι, αντίστοιχα, που έχουν κερδίσει κριτικούς και αναγνώστες.
Απόσπασμα από το βιβλίο
XII. Σεμινάριο της 13ης Φεβρουαρίου 1985
Σήμερα, θα σας μιλήσω για τον Επιτάφιο. Δύο λόγια πρώτα, για να οριοθετήσουμε το ζήτημα. Ο Θουκυδίδης αποτελεί προφανέστατα τεράστιο θέμαβ, όχι μόνο λόγω των γεγονότων τα οποία περιγράφει, αλλά ασφαλώς και λόγω των δημηγοριών τις οποίες παραθέτει. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε τη σπουδαιότητα αυτών των δημηγοριών για όποιον, πέρα από τα ίδια τα γεγονότα, ενδιαφέρεται και για το πώς τα αντιλαμβάνονται οι συμμετέχοντες σε αυτά, καθώς και για τη φιλοσοφία του Θουκυδίδη και τις απόψεις του εν γένει. Δεν πρόκειται να εγκύψουμε πραγματικά στο έργο του – κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολλά χρόνια. Θα προσπαθήσουμε απλώς να αναδείξουμε μερικά σημεία που αφορούν καίρια το θέμα μας, δηλαδή τη δημιουργία της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας – στην προκειμένη περίπτωση δε, ιδίως τη δημιουργία της δημοκρατίας. Επιμένω λοιπόν ιδιαίτερα στο γεγονός ότι αυτό το οποίο θα μας απασχολήσει, κυρίως στις δημηγορίες, ενίοτε και στις αφηγήσεις, είναι η απάντηση στην ερώτηση: σε ποιο βαθμό η θέσμιση της δημοκρατίας, με την ιστορική ρήξη και τη θεμελιακή ανανέωση τις οποίες συνεπαγόταν, ήταν συνειδητή δημιουργία; Σε ποιο βαθμό υπήρχε στους Αθηναίους, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο, ο αναστοχασμός, δηλαδή η σκέψη πάνω στον ίδιο τον εαυτό τους, που έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο ότι δημιουργούν –όλοι οι λαοί δημιουργούν τους θεσμούς τους–, αλλά ότι έχουν επίσης, μέχρις ενός βαθμού, συνείδηση αυτού που πράττουν; Και πάλι, η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν πρέπει επ’ ουδενί να αναζητηθεί στους μεγάλους φιλοσόφους, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όπως έκαναν, δυστυχώς, οι νεότεροι λόγιοι εδώ και
δύο αιώνες. Ο πρώτος, όπως σας έχω πει, είναι αδυσώπητος εχθρός της δημοκρατίας, σε βαθμό να παραχαράσσει τα γεγονότα και να επιδεικνύει απίστευτη έλλειψη αυτεπίγνωσης όσον αφορά τις συνθήκες της ίδιας του της ύπαρξης. Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: ο Πλάτων, ο οποίος εγκωμιάζει διαρκώς τη Σπάρτη και κατηγορεί την Αθήνα, δεν διερωτάται ποτέ αν ο ίδιος θα μπορούσε να έχει γεννηθεί και μορφωθεί στη Σπάρτη και αν θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει εκεί μια σχολή, όπου θα κατήγγειλε δημόσια το σπαρτιατικό καθεστώς. Όσο για τον Αριστοτέλη, με έχετε ακούσει συχνά να λέω ότι, αν και υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και πέθανε το 323/322, είναι από πολλές απόψεις φιλόσοφος του 5ου και όχι του 4ου αιώνα. Συμβαίνει να βρίσκεται απείρως κοντύτερα στην αθηναϊκή δημοκρατία –κι εδώ ακόμη οι ερμηνείες έχουν διαστρεβλωθεί από τις προκαταλήψεις των νεότερων λογίων– , κατά κάποιο τρόπο όμως μιλάει γι’ αυτήν εκ των έξω. Δεν είναι, επομένως, δυνατό να καταλάβουμε τι υπήρξε η αθηναϊκή δημοκρατία μέσα από το έργο τους, παρά μόνο πολύ έμμεσα κατά μια έννοια, μέσω της κριτικής όσων λένε. Ευτυχώς όμως διαθέτουμε ένα κείμενο, όπου η αθηναϊκή δημοκρατία μιλάει στην πραγματικότητα για τον εαυτό της. Πρόκειται, βεβαίως, για τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής.
Θα συζητήσουμε, λοιπόν, τη θέσμιση των Αθηναίων αρχίζοντας από αυτή την κορυφαία στιγμή (βιβλίο Β΄, κεφάλαια 34-46). Η ιδιαιτερότητά της όμως προκύπτει με εξίσου εντυπωσιακό τρόπο από το λόγο των Κορινθίων (Α΄, 68-71) και από την απάντηση των Αθηναίων (Α΄, 73-78) ενώπιον της συνέλευσης των συμμάχων στη Σπάρτη, κατά την οποία πρόκειται να ληφθεί η απόφαση για τον πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι σε αυτούς τους δύο λόγους υπεισέρχονται επίσης και άλλες θεωρήσεις –γι’ αυτό ακριβώς θα αρχίσουμε από τον Επιτάφιο– για τη θεωρία του πολέμου, η οποία θα αποτελέσει το δεύτερο θέμα μας. Επ’ αυτού θα βρείτε στοιχεία τόσο στον πρώτο (Α΄, 140-144) όσο και τον τρίτο και τελευταίο λόγο του Περικλή (Β΄, 60-64), ή στην κρίση του Θουκυδίδη (Β΄, 65-67) για τον Περικλή, την Αθήνα και τον πόλεμο.
Στο λόγο των Αθηναίων του πρώτου βιβλίου δεν γίνεται μόνο αναφορά στην Αθήνα, αλλά επίσης στο ζήτημα του δικαίου και της ισχύος, και θα δούμε εδώ, για ακόμη μια φορά, πόσο παράλογες είναι οι απόψεις που οι νεότεροι, και μάλιστα οι πολυμαθέστεροι εξ αυτών, μπορούν να αποδώσουν στους αρχαίους. Όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει βεβαίως να επανεξετάσουμε όλο το διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, ο οποίος προηγείται του φρικτού σφαγιασμού των δεύτερων από τους πρώτους στο βιβλίο Ε΄ (84-96), τη δημηγορία του Ερμοκράτη προς τους Σικελούς (Δ΄, 59-65), και τις δημηγορίες του Κλέωνα και του Διόδοτου (Γ΄, 37-50) στην Αθήνα για τη μοίρα των εξεγερμένων Μυτιληνιών. Σε αυτές τις δημηγορίες –καθώς, φυσικά, και σε άλλα αποσπάσματα τα οποία θα αναφέρω–, θα βρούμε ταυτοχρόνως την αντίληψη του Θουκυδίδη περί πολέμου, την αρχαία αντίληψη περί δικαίου και ισχύος, καθώς και τη γενική θεώρηση της Ιστορίας, για την οποία σας είπα δύο λόγια την τελευταία φορά. Βρίσκουμε επίσης μια θεωρία για τα αποτελέσματα του πολέμου στη συναρπαστική περιγραφή των συνεπειών του εμφύλιου πολέμου στην Κέρκυρα, του βιβλίου Γ΄ (69-85), όπου γίνεται λόγος για την κατάσταση στο νησί, κυρίως όμως για τον πόλεμο εν γένει• δηλαδή, όχι μόνο για τις ανθρώπινες και τις υλικές απώλειες, αλλά γι’ αυτό που πρέπει σαφώς να αποκαλέσουμε καταστροφή όλων των αξιών, μέχρι και της ίδιας της γλώσσας – οι λέξεις, όπως στον κόσμο του 1984, κατέληξαν να χρησιμοποιούνται για να πουν το αντίθετο από αυτό που σημαίνουν συνήθως.
Ας έρθουμε τώρα στον Επιτάφιο. Δεν είναι ίσως άσκοπο να αρχίσω δείχνοντάς σας αυτό το ντοκουμέντο. Θα αναγνωρίσετε αμέσως τον αετό και το ναζιστικό έμβλημα. Πρόκειται για το Der Schulunsgbrief. Das zentrale Monatsblatt der NSDAP, ένα μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο του γερμανικού εθνικο-σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος. Πρόκειται για το τρίτο τεύχος του 1939. Εδώ, λοιπόν, θα βρείτε το Rede des Perikles, το λόγο του Περικλή για τους Αθηναίους νεκρούς το πρώτο έτος του πολέμου, ο οποίος προτείνεται στα μέλη του κόμματος σαν ένα unvergänglich Dokument, ένα αθάνατο ντοκουμέντο του nördlicher Staatsgesinnung, του –πώς να τον πούμε;– πολιτικού προσανατολισμού του βόρειου πνεύματος. Σαν να λέμε, ένας Περικλής ο οποίος γεννήθηκε στο Σπίτσμπεργκ και πέθανε στο Τρόντχαϊμ. Τέλος πάντων. Πρόκειται, βεβαίως, για τεράστια απάτη. Θυμόσαστε όμως τι σας έχω πει για τα μυστήρια της γλώσσας, για τις λέξεις και την αμφισημία τους. Αν διαβάσετε το λόγο, θα δείτε ότι πράγματι η απάτη εξαρτάται από ελάχιστα πράγματα. Πού στηρίζεται αυτή η επιχείρηση εξαπάτησης;γ Κατ’ αρχάς στο γεγονός ότι ενώ ο Περικλής μιλάει για τη «ζωή στην πόλιν», η γερμανική μετάφραση λέει –και κατά μια έννοια δεν μπορεί παρά να πει– im staatlichen Leben, στη «ζωή του κράτους». Και εκεί όπου γίνεται λόγος για δημοκρατία, ο Γερμανός, μεταφράζοντας εντελώς κατά γράμμα και απολύτως σωστά, θα πει: Volksherrschaft. Volk σημαίνει «λαός», μια πολύ ωραία λέξη – ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση; Έλα όμως που οι ναζί την είχαν αναγάγει σε ένα από τα κεντρικά τους σημαίνοντα, οπότε, αν βρίσκεστε στη Γερμανία του 1939, Volksherrschaft σημαίνει απλώς: Heil Hitler! Εξυπακούεται ότι στη θεωρία του Hitler, την οποία συμμερίζεται επίσης ο Lenin, ο Volk, και μόνο επειδή υπάρχουν εβδομήντα εκατομμύρια Γερμανοί, δεν μπορεί να κυβερνά ο ίδιος, και χρειάζεται επομένως ένα κόμμα το οποίο θα εκφράζει τη θέληση του λαού. Μέσα σε αυτό το κόμμα υπάρχουν μικροί και μεσαίοι Führers σε διαφορετικά επίπεδα, και πάνω απ’ όλους Ο Führer κλπ. Δεν θα επαναλάβω εδώ τη ναζιστική μεταφυσική-πολιτική, αλλά αυτήν ακριβώς βρίσκουμε πίσω από την «κατά λέξη» μετάφραση του όρου δημοκρατία με το Volksherrschaft, ή στο γεγονός ότι το σημείο όπου ο Περικλής λέει: υπακούμε στους άρχοντες, θα μεταφραστεί, πράγμα που επίσης δεν είναι «λάθος»: υπακούμε στην Obrigkeit, στην εξουσία. Ιδού λοιπόν τι μπορεί να κάνει κάποιος σε ένα ιστορικό κείμενο. Είναι αλήθεια ότι το Κράτος και Επανάσταση του Lenin, παραδείγματος χάριν, εξακολουθεί, υποθέτω, να είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Ρωσία. Ο Lenin είναι Lenin, όποια άποψη κι αν έχει κανείς γι’ αυτόν – κι εσείς γνωρίζετε τη δική μου. Έλα όμως που στο Κράτος και Επανάσταση είναι γραμμένο ολοκάθαρα ότι η επανάσταση είναι ασύμβατη με το κράτος και ότι το κράτος αρχίζει να φθίνει από την πρώτη κιόλας μέρα της επανάστασης. Ωστόσο, πάνε τώρα περίπου εβδομήντα χρόνια που το ρωσικό κράτος ενισχύεται μέρα με τη μέρα. Μη με ρωτήσετε πώς το ξεπερνούν αυτό οι καθηγητές.
Νομίζω ότι το ξεπερνούν διότι οι μαθητές γνωρίζουν ότι είναι εντελώς ανόητο να κάνουν πολύ ενοχλητικές ερωτήσεις. Το μάθημα δεν μένει μόνο μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας.
Και τώρα ο Επιτάφιος. Παρατηρήθηκε πριν από καιρό (και η Jacqueline de Romilly επανέρχεται σε αυτό το σημείο, παρουσιάζοντας τον τόμο των εκδόσεων «Budé», όπου βρίσκουμε το λόγο), ότι «μοιάζει –παραθέτω το κείμενό της– ξένος σε σχέση με την σφιχτοδεμένη υφή της αφήγησης». Στον Θουκυδίδη υπάρχει αφήγηση και ανάλυση των γεγονότων – όπως υπάρχουν και λόγοι. Έχω ήδη πει την περασμένη χρονιά τι σκέφτομαι για την πιστότητα αυτών των λόγων, ή μάλλον για την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που μεταφέρεται και σε αυτό που ελέχθη – τεράστιο ζήτημα.δ Στον Θουκυδίδη όμως, αυτές οι δημηγορίες, εκτός, φαινομενικά, του λόγου του Περικλή, έχουν πάντα μια λειτουργία μέσα στην αφήγηση. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να πραγματευτούμε τώρα αυτή την πλευρά, όπως αρμόζει, διότι δεν ασχολούμαστε εδώ με την αρχαία φιλολογία, πρόκειται όμως για ακόμη ένα σημείο εξαιρετικής προσέγγισης της δομής του έργου του Θουκυδίδη με τη δομή μιας τραγωδίας• μιας τραγωδίας που εκείνος δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει αν και γνώριζε, ασφαλώς, το τέλος της. Ήρωας της τραγωδίας, που έχει παρασυρθεί από την ύβριν του, είναι προφανώς ο αθηναϊκός λαός. Ο Περικλής είναι ο χορός που υμνεί την δόξα του, αλλά και απευθύνει, ανώφελα όπως σε κάθε καλή τραγωδία, προειδοποιήσεις στον ήρωα, οι οποίες του υποδεικνύουν τα όρια που δεν πρέπει να υπερβεί. Επ’ αυτού όμως θα επανέλθω. Ο ρόλος των λόγων σε μια τέτοια δομή τραγωδίας, όπως εξάλλου και σε κάθε καλοστημένη τραγωδία, δεν είναι να εκθέσουν τις ιδέες του συγγραφέα. Ή μάλλον, ακόμη κι αν αυτές οι ιδέες ανήκουν στο συγγραφέα, πρέπει να υποστηρίζονται από τη δράση. Στον Θουκυδίδη, οι δημηγορίες και τα επιχειρήματά τους –για τον πόλεμο, την πολιτική φιλοσοφία κλπ.– βασίζονται πάντα στην δράση και παρεμβάλλονται σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές. Οι Σπαρτιάτες, οι Κερκυραίοι, οι Αθηναίοι ή οι Συρακούσιοι συσκέπτονται. Μια φωνή παρουσιάζει τα επιχειρήματα υπέρ της μιας άποψης, μια άλλη παρουσιάζει την αντίθετη επιλογή – τελικά θα επιλεγεί μια από τις δύο. Οι λόγοι φωτίζουν επίσης εξαιρετικά ένα στοιχείο το οποίο δεν αποτελεί μέρος μόνο του πολέμου, αλλά της συνολικής θέσμισης των πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, ρίχνοντας άπλετο φως στη διαδικασία διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων στην πόλη. Οι δημηγορίες εκτυλίσσονται με τη μορφή διαλόγου και αντιπαράθεσης. Εκτός, ακριβώς, από τον Επιτάφιο.
Ας προσθέσουμε, παρά ταύτα, λίγα λόγια για την αληθοφάνεια αυτών των δημηγοριών. Ορισμένες ενστάσεις ισοδυναμούν περίπου με το να λέγαμε ότι ο Θουκυδίδης δεν διέθετε μαγνητόφωνο. Πιθανότατα όμως είχε ακούσει κάποιους λόγους. Αυτό είναι σίγουρο στην περίπτωση του λόγου του Περικλή, καθώς βρισκόταν τότε στην Αθήνα,ε και μπορούμε να υποθέσουμε ότι κράτησε μάλιστα και σημειώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η μνήμη στην αρχαιότητα δεν ήταν ό,τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με αυτή τη λέξη. Στον Πλάτωνα, κάποιο πρόσωπο φαίνεται να έχει συγκρατήσει απέξω ένα διάλογο που διαρκεί τρεις ώρες και περιέχει πληθώρα διαλεκτικών επιχειρημάτων, κι αυτό, προφανώς, θεωρείται αυτονόητο για τον αναγνώστη εκείνης της εποχής. Εννοείται ότι δεν πρέπει κανείς να τα πάρει όλα αυτά κατά γράμμα, διότι εμπεριέχουν αναμφιβόλως ένα βαθμό συμβατικότητας, ας πούμε όμως ότι υπάρχουν βαθμοί αναληθοφάνειας – δεν είναι σαν να ισχυρίζεται ο Πλάτων ότι είδε ανθρώπους να περπατάνε στη Σελήνη. Εξάλλου, στο διάλογο, ο αφηγητής διευκρινίζει μερικές φορές: συμβαίνει να έχω κρατήσει σημειώσεις ή έχω απομνημονεύσει όλα αυτά ή έχω αντιπαραβάλλει μαρτυρίες, και ιδού γιατί μπορώ να σας διηγηθώ ό,τι ελέχθη εκείνη τη μέρα. Ο Θουκυδίδης λοιπόν έχει ακούσει ασφαλώς αυτό το λόγο. Όσο για την πλειονότητα των άλλων, του μεταφέρθηκαν και προσπάθησε να τους ανασυνθέσει, ενώ, όπως λέει σαφώς ο ίδιος, δεν επιδίωξε να τους αποδώσει κατά γράμμα. Εξάλλου, είναι προφανές ότι όσο κι αν δεν έχουν όλοι το ίδιο ύφος, υπάρχει το ύφος του Θουκυδίδη που προβάλλει ξεκάθαρα και στους πλέον διαφορετικούς λόγους.
Ωστόσο, όταν διαβάζει κανείς τους τρεις λόγους του Περικλή, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι το «ύψος», όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της αρχαίας ρητορικής, δεν είναι το ίδιο. Ακόμη μια φορά όμως, ο Επιτάφιος διακρίνεται από τους άλλους λόγους από την άποψη ότι δεν παίζει κανένα ρόλο στη διαβούλευση και τη δράση, παρά μόνο κατά μια εντελώς δευτερεύουσα έννοια. Παίζει σίγουρα ένα ρόλο, στο βαθμό που ο Περικλής λέει επίσης: ιδού γιατί πέθαναν αυτοί οι άντρες, και ιδού γιατί καθένας από εμάς θα ήταν έτοιμος να πεθάνει για μια τέτοια πόλη. Το ουσιώδες όμως δεν βρίσκεται εδώ. Επιτάφιοι λόγοι εκφωνούνταν στην Αθήνα κάθε χρόνο και καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης παραθέτει αυτό τον συγκεκριμένο και όχι κάποιον άλλο. Μήπως το κάνει για να προσδώσει, όπως υποστηρίζει η κα de Romilly, περισσότερη αίγλη στο πρόσωπο του Περικλή και σε κάποιες απόψεις τις οποίες απέδιδε σε αυτόν; Εάν επρόκειτο περί αυτού, ο λόγος θα αναφέρονταν στο παρόν και στην πρόσφατη ιστορία των Αθηνών με διαφορετικό τρόπο, προβάλλοντας στα μάτια μας ένα σύνολο ενεργειών που έγιναν υπό την καθοδήγηση του Περικλή. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας επιτάφιος λόγος προς δόξαν των Αθηνών –θα επανέλθουμε, εξάλλου, επ’ αυτού, διότι ο λόγος αναφέρεται και σε τούτο το ζήτημα–, όπου θα μνημονευόταν μόνο η σπουδαιότητα αυτής της πόλης, η οποία κατόρθωσε το ένα ή το άλλο, κατέλαβε την Εύβοια, νίκησε τους Σάμιους κλπ. Και αυτό θα ήταν πράγματι προς δόξαν του Περικλή επίσης, δεδομένου ότι, όπως το υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης, αυτός είχε εκλεγεί συχνότερα στρατηγός την εποχή εκείνη. Ωστόσο, ο έπαινος που εκφωνεί όντως ο Περικλής μάς μιλάει ακριβώς για πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον ίδιο. Μιλάει για τη θέσμιση της αθηναϊκής κοινωνίας, όχι κατά τα τυπικά χαρακτηριστικά της, όπως φερ’ ειπείν οι νόμοι της, κάποιοι από τους οποίους εισήχθησαν πράγματι κατά τα χρόνια που προηγούνται αυτής της ιστορίας και όπου ο Περικλής έπαιξε έναν πολιτικό ρόλο, αλλά για τα πιο βαθιά χαρακτηριστικά της – τις ανθρωπολογικές στάσεις που επιτρέπουν την ύπαρξη της δημοκρατίας και οι οποίες, με τη σειρά τους, καθορίζονται από αυτή. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να το επικαλεσθεί κανείς «προς δόξαν του Περικλή». Θυμηθείτε τον Rousseau: αν θέλετε να αναμιχθείτε με την παροχή νόμων σε ένα λαό, πρέπει πρώτα να αλλάξετε τα ήθη του, τα οποία είναι απείρως πιο σημαντικά από τους νόμους. Και ακριβώς στον Επιτάφιο γίνεται λόγος κυρίως για τα ήθη, ενώ δεν υπάρχει άτομο το οποίο θα μπορούσε να τα αλλάξει σε βάθος• το περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει, θα ήταν να τα μεταβάλλει ελαφρώς και να συμβάλλει στον εκφυλισμό τους.
Ο λόγος λοιπόν δεν βρίσκεται εδώ για να προσδώσει μεγαλύτερη αίγλη στο πρόσωπο του Περικλή. Ο ρόλος του είναι να δείξει τι είναι η Αθήνα. Και δεν μπορούμε παρά να μείνουμε έκθαμβοι από το μεγαλείο και την καλλιτεχνική τελειότητα του Θουκυδίδη, που ανταποκρίνεται στα ίδια τα γεγονότα, μια και πρέπει σαφώς να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίες, ακόμη κι αν είναι τραγικές, παραμένουν ωραιότερες ή τουλάχιστον πιο εντυπωσιακές από άλλες. Για το τι είναι η Αθήνα είχε ήδη μιλήσει, με τον τρόπο της, η δημηγορία των Κορινθίων στο βιβλίο Α΄, όπου έγινε η σύγκριση Αθηναίων και Σπαρτιατών –θα επανέλθω επ’ αυτού–, ενώ γνωρίζουμε ότι εκφωνήθηκε στη συνέλευση των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Παραδόξως όμως, ενώ πρόκειται για κατηγορητήριο εναντίον των Αθηνών –οι Αθηναίοι διέπραξαν αδικίες, παραβίασαν συνθήκες κλπ. (πράγμα που είναι λάθος, αλλά δεν έχει σημασία), και οι Κορίνθιοι υποστηρίζουν τη θέση τους και τους επιτίθενται με κάθε τρόπο–, αυτή η δημηγορία αποτελεί εξαίσιο ύμνο της αθηναϊκής δημιουργίας, σε αντίθεση με την σπαρτιάτικη αποτελμάτωση, ύμνο της εφευρετικότητας και του στοιχείου που πρέπει να ονομάσουμε, ακόμη κι αν η λέξη έχει σήμερα φθαρεί, νεοτερικότητα των Αθηναίων, καθώς και μια περιγραφή της διαφορετικής ιστορικής χρονικότητας που δημιούργησαν. Εδώ επίσης, και παρόλο που οι Κορίνθιοι δεν τονίζουν αυτή την πλευρά, μπορούμε να διακρίνουμε το θέμα μιας διαφορετικής στάσης των ατόμων, των πολιτών απέναντι στο κοινό κτήμα. Έχουμε εδώ ένα είδος μουσικού πρελούδιου που προαναγγέλλει τον Επιτάφιο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην περιγραφή της θέσμισης των Αθηναίων, καθώς και στην κατάδειξη του πώς και του γιατί η Αθήνα απέκτησε τη δύναμη που τη χαρακτηρίζει. Η μεγάλη εξωτερική διάρθρωση αυτού του λόγου είναι πολύ απλή, η εσωτερική δομή του όμως είναι, αντιθέτως, τρομερά πολύπλοκη.ζ Ας δούμε πρώτα την προφανή δομή: ένα προοίμιο ή πρόλογος (κεφάλαιο 35)• περιγραφή της πόλης των Αθηναίων και της θέσμισής της (36-41.4)• έπαινος των νεκρών και λόγια παρηγοριάς για τους συγγενείς (41.5-45)• τέλος, ένας επίλογος στο κεφάλαιο 46. Δύο είναι λοιπόν τα μεγάλα τμήματα, αν δεν λάβουμε υπόψη τον πρόλογο και τον σύντομο επίλογο.
*Με βάση τα βιβλία "The Great Convergence" του Λεωνίδα Μπουρίτσα (Αndy's Publishers) και την "Ελληνική Ιδιαιτερότητα" (τόμος Γ') του Κορνήλιου Κστοριάδη (εκδόσεις Κριτική) θα πραγματοποιηθεί συζήτηση για την αθηναϊκή ηγεμονία και το σύγχρονο ευρωπαϊκό ζήτημα, την Τετάρτη 5 Ιουνίου, στις 19.30, στο Free Thinking Zone (Σκουφά 64). Θα αναπτύξουν τις απόψεις τους οι: Λεωνίδας Μπουρίτσας, Γιώργος Μερτίκας, Ξενοφώντας Γιαταγάνας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News