Είναι οριστικό: τα παιδιά είναι πιο φτωχά από τους γονείς για πρώτη φορά από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική πρόοδος των νοικοκυριών που επιτεύχθηκε μετά το τέλος του πολέμου όχι μόνο φρέναρε στις αρχές της νέας χιλιετίας αλλά πήρε και την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι ένα γενεαλογικό χάσμα που αποτυπώνεται στα εισοδήματα: σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου McKinsey, στις 25 πιο ανεπτυγμένες οικονομίες (ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα), το 65%-70% του πληθυσμού είδε τα εισοδήματά του να παραμένουν στάσιμα ή και να μειώνονται. Σε απόλυτους αριθμούς, το πρόβλημα αφορά 540 με 580 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η έκθεση του Ινστιτούτου λέγεται «Poorer than their parents? A new perspective on income inequality» («Φτωχότεροι από τους γονείς τους; Μια νέα προοπτική για την εισοδηματική ανισότητα»). Και όπως προκύπτει από τα ευρήματα, εξαιρέσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν υπάρχουν. Οι ερευνητές εστίασαν σε έξι χώρες για να διαπιστώσουν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η εισοδηματική στασιμότητα ή και συμπίεση αφορά το 81% των εργαζομένων, στη Βρετανία το 70%, στην Ολλανδία επίσης το 70%, στη Γαλλία το 60%. Αρνητική πρωταθλήτρια είναι η Ιταλία με 97%. Και το «μόλις» 20% της Σουηδίας δίνει την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε (και πάλι) με ένα σουηδικό θαύμα.
Πριν όμως υποκλιθεί κανείς στο σκανδιναβικό μοντέλο για ακόμη μια φορά, αξίζει να ρίξει μια ματιά στις αιτίες. Είναι η κρίση που μας έκανε φτωχότερους από τους γονείς μας; Όχι, λένε οι άνθρωποι του Ινστιτούτου, η τάση είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πριν από το 2008. Και τότε; Εκείνος ο σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον θα το έλεγε με τον γνωστό του τρόπο: «Είναι η ανισότητα, ηλίθιε». Γιατί την ίδια ώρα που τα εισοδήματα των εργαζομένων μένουν στάσιμα ή μειώνονται, τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30% σε σχέση με το 1980. Εδώ επομένως υπάρχει ένα πρόβλημα άνισης διανομής του πλούτου. Κι όπως φαίνεται, είναι το απτό αποτέλεσμα της πολιτικής που επέβαλαν οι Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν και η οποία μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: η οικονομική ανισότητα ανάμεσα στους πλούσιους και την υπόλοιπη κοινωνία δεν έχει καμία σημασία, όταν ανεβαίνει η παλίρροια σηκώνει όλες τις βάρκες, μεγάλες και μικρές.
Τριάντα χρόνια από τότε ξέρουμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Ξέρουμε ότι δίκιο έχει ο Τομά Πικετί, ο οικονομολόγος που διερευνά τις ανισότητες στο μπεστ σέλερ «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», και όχι ο Mίλτον Φρίντμαν της Σχολής του Σικάγο. Είναι το ίδιο το McKinsey, ένα ινστιτούτο το οποίο δεν διακρίνεται και για τις ριζοσπαστικές του ιδέες, που αποδίδει τα εύσημα στον Γάλλο.
Κι όλοι μαζί τα αποδίδουμε στο σκανδιναβικό μοντέλο. Πώς κράτησαν οι Σουηδοί όλες τις βάρκες στον αφρό ακόμη και όταν έπεσε η παλίρροια; «Το σουηδικό κράτος –διαβάζουμε στην έκθεση– ενήργησε στην κατεύθυνση της διατήρησης των θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν τα εισοδήματα να αυξηθούν στο τέλος της δεκαετίας για την πλειονότητα του πληθυσμού». Αυτό έγινε με νομοθετικές παρεμβάσεις προστασίας των μισθών, συμφωνίες με τα συνδικάτα για μείωση του ωραρίου ώστε να κρατηθεί η απασχόληση σε υψηλά επίπεδα και ελαστικές μορφές εργασίες που επέτρεψαν τις προσλήψεις με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες. Παράλληλα, δόθηκαν κίνητρα στις επιχειρήσεις για να προσλάβουν νέους και μακροχρόνια ανέργους.
Κάπως έτσι, το 20% είναι μόλις 2% με βάση τα χρήματα που μένουν στην τσέπη των σουηδών εργαζομένων αν αφαιρεθούν οι φόροι που πληρώνουν και προστεθούν τα διάφορα επιδόματα πρόνοιας που λαμβάνουν. Αντίστοιχα, στην πρωταθλήτρια Ιταλία το 97% γίνεται 100%. Οσο είναι χωρίς καμία αμφιβολία και στην Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News