Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παρακολουθούν τις συνομιλίες αρχηγών συμμαχικών τους κρατών, παρά τις δεσμεύσεις του Μπαράκ Ομπάμα ότι θα τερματιστεί αυτή η τακτική μετά τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν και τα προβλήματα που αυτές προκάλεσαν στις σχέσεις της Ουάσινγκτον με ηγέτες «φιλικών» χωρών.
Η Wall Street Journal αποκαλύπτει ότι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, παραμένει ένας από τους βασικούς στόχους. «Υπάρχει μια υποδομή στην οποία δεν μπορούμε απλά να κατεβάσουμε το διακόπτη και μετά να την ενεργοποιήσουμε ξανά», ήταν το επιχείρημα της NSA για τη συνέχιση –σε άλλη βάση πλέον – αυτών των «φιλικών» παρακολουθήσεων.
Οι αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν επιβεβαίωσαν αυτό που πολλοί υποπτεύονταν ή θεωρούσαν σχεδόν σίγουρο: οι ΗΠΑ παρακολουθούν συστηματικά εχθρούς και εξίσου συστηματικά και αδιάκριτα τους φίλους τους.
Ακόμα και αρχηγοί κρατών των πλέον στενών συμμάχων δεν ξέφευγαν από τις παρακολουθήσεις της NSA. Από την εκλογή του κιόλας το 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα έπρεπε να αποφασίσει αν η NSA θα παρακολουθούσε τις «προθέσεις των ηγετών» (leadership intentions). Κατά την WSJ ήταν ένα ερώτημα σε μονοσέλιδο κατάλογο προτεραιοτήτων και, κατά τη γλαφυρή περιγραφή από κυβερνητικό αξιωματούχο, «Ποιος θα το δει και θα πει ‘όχι, δεν θέλω να ξέρω’;»
Μέσα σε διάστημα πολλών ετών, προσθέτει το ρεπορτάζ, η μυστική υπηρεσία είχε επενδύσει στην δημιουργία υποδομής παρακολούθησης σε τηλεφωνικά και άλλα δίκτυα σε φιλικές χώρες. Ηταν τόσο αποτελεσματική που η NSA πληροφορούσε από πριν τον πρόεδρο για τα σημεία που θα έθιγε ένας ξένος ηγέτης που επισκέπτονταν τις ΗΠΑ – μόνο από την παρακολούθηση των επικοινωνιών του.
Όταν μετά τις αποκαλύψεις Σνόουντεν κλήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να απενεργοποιήσει την υποδομή, η απάντηση ήταν περίπου ότι όλο αυτό δεν μπορεί να κλείνει και να ανοίγει κατά βούληση χωρίς να διακυβευτεί η ίδια του η μυστικότητα.
«Είναι δυνατόν να μην ακούγαμε τον Μπίμπι;» Το ρητορικό ερώτημα ανώνυμου ανώτατου αμερικανού αξιωματούχου προσδιορίζει με σαφήνεια το σκεπτικό της κυβέρνησης Ομπάμα σχετικά με την συνέχιση της παρακολούθησης του ισραηλινού πρωθυπουργού
Αντ’αυτού η λύση του Λευκού Οίκου ήταν ο περιορισμός της λίστας των στόχων και των διαδικασιών μοιράσματος της σχετικής πληροφορίας. Στην προστατευόμενη λίστα των μη παρακολουθούμενων μπήκαν ο Φρανσουά Ολάντ, η Ανγκελα Μέρκελ, ο Ταγίπ Ερντογάν και «άλλοι ηγέτες ΝΑΤΟΪκών χωρών». Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι εξαιρέθηκαν και οι στενοί συνεργάτες των ηγετών.
«Είναι δυνατόν να μην ακούγαμε τον Μπίμπι;» Το ρητορικό ερώτημα ανώνυμου ανώτατου αμερικανού αξιωματούχου προσδιορίζει με σαφήνεια το σκεπτικό της κυβέρνησης Ομπάμα σχετικά με την συνέχιση της παρακολούθησης του ισραηλινού πρωθυπουργού.
Παρότι ΗΠΑ και Ισραήλ διατηρούν από την ίδρυση του Ισραήλ μια εξαιρετικά στενή συνεργασία με έμφαση στον στρατιωτικό τομέα, τη συλλογή πληροφοριών και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, η σχέση είναι «αγάπης και ανάφλεξης» με τις δύο πλευρές να ρίχνουν κλεφτές ματιές η μία στα συστήματα της άλλης, απολογούμενες στη συνέχεια και σε φιλικό κλίμα για την αδιακρισία τους. Από την άλλη πλευρά, η προσωπική σχέση του Μπαράκ Ομπάμα και του Μπένιαμιν Νετανιάχου ήταν και παραμένει μάλλον κακή.
Κατά την περίοδο μετά το 2011 και περίπου ως το 2013 οι ΗΠΑ προσπαθούσαν από τη μία πλευρά να ισορροπήσουν την απειλή από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, την πρόθεση του Ισραήλ να κινηθεί ακόμα και μονομερώς για να την αποτρέψει με ένα στρατιωτικό πλήγμα, αλλά, από την άλλη, και τη δική τους μυστική προσπάθεια να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με το Ιράν.
Σε αυτήν την περίοδο, εξηγεί η Wall Street Journal, η παρακολούθηση του Νετανιάχου και άλλων ισραηλινών αξιωματούχων ήταν συχνή. Μέσα στις επικοινωνίες που καταγράφονταν ήταν ακόμη και συνομιλίες ισραηλινών με μέλη του Κογκρέσου· αν αποκαλύπτονταν αυτό, ο Λευκός Οίκος φυσικά και θα βρισκόταν στην εξαιρετικά δύσκολη θέση του να παραδεχτεί παρακολούθηση αμερικανών υψηλόβαθμων πολιτικών.
Η NSA είχε το ελευθέρας να κρίνει τί θα μετέφερε στην κυβέρνηση και τί όχι, αλλά όλα χωρίς αναφορές σε ονόματα εταιρειών, οργανώσεων ή αξιωματούχων
Αν και η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι αυτές οι παρακολουθήσεις θα απέφεραν σημαντικό υλικό, αποφάσισε να αφήσει στην NSA την πρωτοβουλία να αποφασίζει τι θα αναφέρει και τι όχι. Η παρακολούθηση και η διανομή της πληροφορίας ήταν fast-track -συχνά μέσα σε έξι ώρες από την καταγραφή- αλλά βασικές λεπτομέρειες όπως ονόματα ανθρώπων και εταιρειών πάντα απουσίαζαν.
Η έγκριση δόθηκε μόνο προφορικά για προφανείς λόγους. Και πράγματι: οι παρακολουθήσεις αποκάλυψαν ότι το Ισραήλ είχε μάθει για τις συνομιλίες των ΗΠΑ με το Ιράν και πίεζε αναποφάσιστα μέλη του Κογκρέσου να εκφραστούν αρνητικά για το ενδεχόμενο.
Περί το 2013 οι ΗΠΑ συμπέραναν ότι το Ισραήλ δεν θα επιτεθεί στο Ιράν (είναι πράγματι μια επιχείρηση με πολύ υψηλό στρατιωτικό και πολιτικό ρίσκο και αβέβαια αποτελέσματα), αλλά το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στο να μην σαμποτάρει το Ισραήλ την προσέγγιση με το Ιράν που κατέληξε στη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δόθηκε ακριβώς στις κινήσεις του Ισραήλ να μεταπείσει μέλη του Κογκρέσου.
Ακολούθησαν αρκετοί μήνες μέσα στο 2013 και 2014 με τις δύο πλευρές να είναι σε μια άτυπη διελκυστίνδα πιέσεων, καταγραφών και αλληλοπαρακολούθησης. Με αρκετές αντιρρήσεις και ζωηρές αμφιβολίες από τους Ρεπουμπλικάνους και κάποιος Δημοκρατικούς η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν πέρασε και, αντίστοιχα, η προσπάθεια του Ισραήλ να μεταπείσει το Κογκρέσο – μέρος του έστω – δεν απέδωσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News