986
| CreativeProtagon / Shutterstock

Η Ελλάδα 2.0 χρειάζεται και εργαζόμενους 2.0

|CreativeProtagon / Shutterstock

Η Ελλάδα 2.0 χρειάζεται και εργαζόμενους 2.0

Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου έχουν πραγματικά επίγνωση πως στην Ελλάδα υπάρχει μια διαρκώς ανερχόμενη κοινότητα που εξειδικεύεται στον σχεδιασμό, το packaging και το testing των μικροτσίπ. Κι όμως, στη σκιά του τουρισμού ως βαριάς βιομηχανίας της χώρας μπορεί και ανθίζει ένα οικοσύστημα από αναδυόμενες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας με έμφαση στους ημιαγωγούς και στη μικρο- και νανο-ηλεκτρονική, που κατάφερε μάλιστα και προσέλκυσε το ενδιαφέρον μεγάλων διεθνών παικτών του κλάδου από τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Κάτω από την ομπρέλα της Ενωσης Ελληνικών Εταιρειών Αναδυόμενων Τεχνολογιών (HETiA) φωλιάζουν σήμερα 47 εταιρικά σχήματα και 28 ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα, μια οργάνωση που μέσα σε 20 χρόνια τριπλασίασε τα μέλη της και ευελπιστεί να πάει ένα βήμα παρακάτω στο πλαίσιο του European Chips Act. Καλά όλα αυτά, όμως αλήθεια, πόσο εύκολο είναι άραγε να βρεθούν εργαζόμενοι με τέτοιες δεξιότητες στην Ελλάδα;

Αν ακούσουμε τους συνδαιτημόνες του σχετικού με την ανάπτυξη ημιαγωγών πάνελ στο φετινό Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, υπάρχουν και καλά και κακά νέα. Τα καλά νέα είναι πως το EU Chips Act φαντάζει ως μια πραγματική ευκαιρία για την Ελλάδα να εξελιχθεί δυνητικά σε πύλη καινοτομίας στον κλάδο των μικροτσίπ. Η Ευρώπη ενεργοποιεί 42 δισ. ευρώ από δημόσιους πόρους για επενδύσεις στην αλυσίδα ημιαγωγών, με στόχο να διπλασιάσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά, από 10% σε 20%, έως τα τέλη του 2030.

Τα κακά νέα είναι πως η έλλειψη κατάλληλα εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού για να υποστηρίξει αυτήν την παραγωγική διαδικασία είναι και ο μεγαλύτερος ελέφαντας στο δωμάτιο. Ιθύνοντες του κλάδου σκιαγράφησαν με μελανά χρώματα την κατάσταση, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «το πολύ να υπάρχουν 400-500 άτομα σήμερα στην Ελλάδα με τις κατάλληλες για τον χώρο των ημιαγωγών δεξιότητες»  και «για να γίνει πιο ελκυστική η βιομηχανία παραγωγής chips, πρέπει να πάρει τα ταλέντα από τα πανεπιστήμια και να τα φέρει στην αγορά». Ωραία, αλλά πώς;

Αποτελεί τραγική ειρωνεία πως, ενώ υπάρχει από μια σχολή θετικών επιστημών σε κάθε περιφέρεια της χώρας, με χιλιάδες αποφοίτους αθροιστικά κάθε χρόνο, υπάρχει παράλληλα τέτοια έλλειψη ταλέντων ικανών να τροφοδοτήσουν τη ζήτηση στον κλάδο. Ικανότατοι νέοι απόφοιτοι από φυσικομαθηματικές σχολές, πολυτεχνεία και πληροφορικές βασανίζονται με το δίλημμα της φυγής στο εξωτερικό ή του συμβιβασμού σε υποδεέστερα αντικείμενα και προβληματικές συνθήκες εργασίας, με χαμηλές αποδοχές, για να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία.

Από την άλλη, αρκετές επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν σε νέους αποφοίτους, αναζητώντας κατά κύριο λόγο υποψηφίους με εργασιακή εμπειρία τουλάχιστον δύο έως τριών ετών. Ετσι, ενώ το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να δώσει εξαιρετικές θεωρητικές βάσεις στους φοιτητές του –το μαρτυρούν και πολυάριθμοι απόφοιτοί του που διαπρέπουν στο εξωτερικό–, αδυνατεί να τους καταρτίσει με τα εργαλεία εκείνα που θα τους έκαναν ανταγωνιστικούς στη βιομηχανία, είτε επειδή δεν ξέρει πώς, είτε γιατί, εν τέλει, δεν το αφορά.

Είναι προφανές πως στο διάβα προς την αγορά εργασίας υπάρχει ένα κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας και σε αυτό πέφτουν μέσα πολλοί φερέλπιδες νέοι επειδή, πολύ απλά, η επαγγελματική κατάρτιση δεν είναι γραμμένη σε πανεπιστημιακά συγγράμματα, ούτε καν σε αυτά των μεταπτυχιακών σπουδών.

Και εδώ είναι που αξίζει να πάρουμε ως χώρα μαθήματα από την επιτυχημένη πρακτική που εφάρμοσαν οι Κάτω Χώρες. Ηδη το 1986 εγκαθιδρύθηκε στο Αϊντχόφεν της Ολλανδίας το Ινστιτούτο Σταν Ακερμανς, προς τιμή του απερχόμενου πρύτανη του πανεπιστημίου, ο οποίος διέβλεψε τόσο τις ανάγκες της βιομηχανίας σε εξειδικευμένο προσωπικό όσο και την αγωνία των αποφοίτων να απορροφηθούν με επάρκεια στο αντικείμενό τους στην αγορά εργασίας.

Σήμερα, τα τέσσερα μεγαλύτερα πολυτεχνεία της χώρας (Ντέλφτ, Αϊντχόφεν, Τβέντε, Βαχενίγκεν) συνεργάζονται υπό τη σκέπη του Ινστιτούτου για να προσφέρουν σε νέους φοιτητές διετή, αμειβόμενα επιστημονικά προγράμματα κατάρτισης στον τεχνολογικό σχεδιασμό, με σκοπό τη βέλτιστη προετοιμασία για την αγορά εργασίας και με επικύρωση της προσπάθειας υπό τον τίτλο του Βιομηχανικού Διδακτορικού.

Παρεχόμενα στην αγγλική γλώσσα, τα προγράμματα αυτά έχουν, μάλιστα, ανοίξει τις πόρτες τους σε απόφοιτους πολυτεχνείων από όλον τον κόσμο και προσφέρουν κατάρτιση υψηλού επιπέδου σε πληθώρα αντικειμένων, από την Τεχνολογία Λογισμικού και τη Ρομποτική μέχρι τα Ιατρικά Πληροφορικά Συστήματα και τις Εξυπνες Πόλεις. Η επιτυχία τους επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως μέσα στα πρώτα 30 χρόνια ζωής έχουν προσφέρει στη χώρα πάνω από 350 εκατ. ευρώ σε επενδύσεις στην καινοτομία, το 80%(!) των μελών τους προήλθε εκτός Ολλανδίας, το 90% των αποφοίτων καταλήγει σε μόνιμες καλοπληρωμένες δουλειές στη χώρα, ενώ σε αντίθεση με το γενικό παράδειγμα του κλάδου, σχεδόν οι μισοί απόφοιτοι είναι γένους θηλυκού.

Αν και η Ελλάδα εγκαινίασε το δικό της πρόγραμμα βιομηχανικών διδακτορικών υπό την αιγίδα του Ελλάδα 2.0, απέχει δυστυχώς παρασάγγας από το ολλανδικό πρότυπο, ακριβώς επειδή η προετοιμασία των υποψηφίων διδακτόρων είναι αποσπασματική, ξεκομμένη από ένα συνολικό εκπαιδευτικό πλαίσιο. Χρειαζόμαστε να καταρτίσουμε εργαζομένους που θα έχουν μια ισχυρή ακαδημαϊκή βάση, εμπλουτισμένους όμως με μια επαγγελματική νοοτροπία που θα τολμά να πάρει πρωτοβουλίες, θα διαθέτει εξωστρέφεια και οργανωτικότητα, θα σέβεται τους συνεργάτες και θα εμπνέει τους υφισταμένους, και θα αποφεύγει το micromanagement, όλα δηλαδή αυτά τα προσόντα που θεωρούν πρακτικώς αυτονόητα οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας.

Οπως μας έδειξε η Ολλανδία, αυτό το παράδειγμα μπορούν να το μεταδώσουν στους νέους ανθρώπους καταρτισμένα στελέχη της βιομηχανίας πλάι σε ικανούς ακαδημαϊκούς και επιστήμονες, μια κρίσιμη μάζα ανθρώπινου δυναμικού που υπάρχει ήδη στην Ελλάδα και στην Ομογένεια. Η επένδυση σε μια επόμενη γενιά επαγγελματιών, εργαζόμενους 2.0, θα έχει πολλαπλάσια οφέλη για τη χώρα, καθώς θα λειτουργήσει ως θετικός δείκτης για ξένες επενδύσεις, θα αυξήσει μακροπρόθεσμα τους μισθούς και θα μπορέσει να κρατήσει τους ικανότερους επιστήμονες στη χώρα, στηρίζοντας παράλληλα την εγχώρια βιομηχανία, ενώ εν δυνάμει μπορεί να επαναπατρίσει στελέχη που τώρα διαβιούν στο εξωτερικό – το πρώτο βήμα για το πολυπόθητο brain gain.

Το ολλανδικό παράδειγμα είναι απτή απόδειξη πως ο τρόπος υπάρχει. Η βούληση;


* Ο Χαράλαμπος Ξανθοπουλάκης EngD είναι αρχιτέκτων λογισμικού με εμπειρία στη σχεδίαση ιατρικών πληροφορικών συστημάτων και μηχανών κατασκευής μικροτσίπ και εργάζεται στις Κάτω Χώρες.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...