Ο Τόμας Βίζερ θεωρείται ο «σοφός» της Ευρωζώνης. Και μια δήλωσή του την περασμένη εβδομάδα αρκούσε για να προκαλέσει τις γνωστές πολιτικές αναταράξεις σε ένα διακεκριμένο μέλος της Ευρωζώνης· το Μαξίμου έψαχνε εχθρούς της κυβέρνησης σε ιστοσελίδες, ο Αδωνις Γεωργιάδης χάρηκε και αποκάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα «σερβιτόρο της τρόικας» κ.ο.κ. Μόνο που θα στενοχωρήσω τον Αδωνι αλλά η δήλωση του κ. Βίζερ είχε πολλαπλούς αποδέκτες και αυτοί δεν είναι μόνο στην κυβέρνηση.
Μιλώντας στην ελβετική εφημερίδα Neue Zuercher Zeitung, ο πρώην πρόεδρος του Euroworking Group είπε ότι τα μνημόνια δεν μπορούν να οδηγήσουν σε βαθιές αλλαγές και επεσήμανε ότι αυτή τη δουλειά θα έπρεπε να την είχαν κάνει παράλληλα οι πολιτικοί και οι πολίτες μιας χώρας. Υπάρχει κανείς που να διαφωνεί;
Προχωρώντας παρακάτω σημείωσε ότι οι πολίτες και οι πολιτικοί θα έπρεπε «να κάνουν αυτοκριτική και να αναζητήσουν τα αίτια της κρίσης». Τόνισε ότι αυτή η διαδικασία προχώρησε σε κάποιες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, λιγότερο στην Πορτογαλία και στην Κύπρο και καθόλου (το μαντέψατε) στην Ελλάδα. Στη χώρα μας «υπάρχει η τάση να επιρρίπτονται ευθύνες στους ξένους» σχολίασε ο Βίζερ. Υπάρχει κάποιος που δεν την έχει παρατηρήσει;
Ο άνθρωπος που μετρούσε τη ζωή του με τα προαπαιτούμενα και τα Eurogroup για την Ελλάδα συμπέρανε πως «μόνον εάν μια κυβέρνηση υιοθετήσει τις υποχρεώσεις ενός προγράμματος μπορεί να είναι σίγουρη ότι η εφαρμογή του θα λειτουργήσει και ότι η αναγκαιότητά τους μπορεί να εξηγηθεί σωστά στους πολίτες».
Επομένως «αυτό που περιμένει κανείς από μια κυβέρνηση είναι ότι θα εφαρμόσει το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων. Αυτό δεν συνέβη, όμως, στην Ελλάδα, με καμιά κυβέρνηση. Απροσδόκητα, ωστόσο, η κατάσταση βελτιώθηκε σαφώς τον τελευταίο χρόνο».
Τι είπε με απλά λόγια ο Βίζερ: Καμία ελληνική κυβέρνηση, ούτε αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, ούτε αυτή του Αντώνη Σαμαρά, δεν προσπάθησε να εξηγήσει την αναγκαιότητα των θετικών μεταρρυθμίσεων που περιείχαν τα μνημόνια, εφαρμόζοντας το μεγαλύτερο μέρος από αυτές, έτσι ώστε να γίνουν ορατά στους πολίτες τα οφέλη που μπορούν να προσφέρουν οι άλλαγές. Ο αυστριακός οικονομολόγος φαίνεται να επικρίνει τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι απέφυγαν την αυτοκριτική για τις αιτίες της κρίσης και συμβιβάστηκαν με τη λογική ότι φταίνε οι ξένοι. Το ίδιο λέει στην ουσία και για τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιρώντας σε κάποιο βαθμό μόνο τον τελευταίο χρόνο.
Δίκιο ή άδικο; Για τον γράφοντα το νόμισμα έχει δύο όψεις. Παπανδρέου και Σαμαράς πήραν πάνω τους το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής για να κλείσουν ένα θηριώδες πρωτογενές έλλειμμα 24 δισ. ευρώ το 2009. Πριν από την προσφυγή στο μνημόνιο, το 2010, το κράτος δεν είχε λεφτά για μισθούς και συντάξεις. Οι δύο κυβερνήσεις μετέτρεψαν το έλλειμμα σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,4 δισ. ευρώ ήδη από το 2013. Το δημοσιονομικό αυτό κατόρθωμα σε μόλις τέσσερα χρόνια δεν ήταν καθόλου μικρό. Επιτεύχθηκε όμως με οριζόντια μέτρα περικοπής μισθών και συντάξεων και η λέξη μεταρρυθμίσεις ταυτίστηκε στα μάτια του λαού με το σοκ των επώδυνων περικοπών που ανέτρεψαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι κυβερνήσεις αυτές, σύμφωνα με τον Βίζερ αλλά και τη γνώμη πολλών ακόμη Ευρωπαίων, έκαναν παραμετρικές αλλαγές για να μειώσουν το έλλειμμα αλλά δεν υλοποίησαν παράλληλα την κρίσιμη μάζα των υπόλοιπων μεταρρυθμίσεων του μνημονίου, με στόχο τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας. Με άλλα λόγια, κατηγορούνται ότι δεν ανέλαβαν την ιδιοκτησία του προγράμματος, δεν εξήγησαν στον κόσμο ότι κάποιες αλλαγές θα έπρεπε να γίνουν ακόμη και αν δεν είχαμε μνημόνιο γιατί αυτό ήταν το συλλογικό συμφέρον.
Εχει δίκιο σε αυτό ο Τόμας Βίζερ; Ναι. Υπάρχουν ελαφρυντικά; Ας δούμε:
Από την πρώτη μέρα της προσφυγής στα προγράμματα στήριξης υπήρχαν πάντα πολιτικές δυνάμεις που υποστήριζαν ότι το μνημόνιο δεν ήταν αποτέλεσμα χρεοκοπίας αλλά συνωμοσία των κακών ξένων με ντόπιους προδότες για να αγοράσουν τη χώρα τζάμπα. Η λογική αυτή γέμισε τις πλατείες των «αγανακτισμένων», φόβισε -και σε ορισμένες περιπτώσεις εξοστράκισε από την πολιτική ζωή- όσους επέμεναν στον ορθό λόγο και προσπαθούσαν να εξηγήσουν ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για εμάς τους ίδιους και όχι επειδή μας το ζητάνε οι ξένοι.
Η απουσία συναίνεσης (ευθύνη και της ΝΔ του Σαμαρά που καταψήφισε το πρώτο μνημόνιο και εφεύρισκε τα Ζάππεια) και στη συνέχεια η πολιτική επένδυση στην ένταση, στον λαϊκισμό και στις κραυγές (από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή) διαμόρφωσε ένα τοξικό κλίμα που εμπόδισε τις πρώτες κυβερνήσεις να εφαρμόσουν ακόμη και θετικές μεταρρυθμίσεις.
Από την άλλη πλευρά, κανένα ελαφρυντικό δεν υπάρχει για την πολιτική προστασίας του πελατειακού κράτους που χτίστηκε σε βάθος δεκαετιών. Ούτε για την τακτική των καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις, «για να φαίνεται ότι το παλεύουμε», μια λογική την οποία αποθέωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη και τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος που κράτησαν από ένα χρόνο η καθεμία.
Φτάνοντας στην επίμαχη φράση: αξίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τα εύσημα ότι τον τελευταίο χρόνο ήταν καλύτερος από τους άλλους στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων; Ακούγεται παράδοξο. Από την άλλη, η «κλινική» αποτύπωση του κ. Βίζερ με βάση τα προαπαιτούμενα που ψήφισε η Βουλή δεν μπορεί παρά είναι σωστή.
Πολιτικά όμως έχει δίκιο; Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε τη δημοσιονομική προσαρμογή σχεδόν τελειωμένη και πρόσθεσε 15 δισ. ευρώ μέτρα, ότι ζούμε ακόμη με capital controls και ότι οι φόροι με τους οποίους έχει επιβαρυνθεί η κοινωνία είναι πολύ βαρύτεροι από ό,τι στο τέλος του 2014, όταν είχαμε την προηγούμενη ευκαιρία να βγούμε απο τα μνημόνια. Ευκαιρία που σπαταλήθηκε κυρίως εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης, είναι πλέον εμφανές ότι οι Ευρωπαίοι είναι αναγκασμένοι πια να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο. Δεν θέλουν να δανείσουν ξανά την Ελλάδα, άρα θα πρέπει να πεισθούν να της δανείσουν κάποιοι άλλοι: οι αγορές. Και μια καλή κουβέντα πάντα βοηθάει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News